Το βανάκι της «Θετικής Φωνής» σταματά σε έναν πεζόδρομο στο κέντρο της Αθήνας. Ο Νίκος Φιτσιάλος, συντονιστής της Ομάδας Εργασίας στον Δρόμο που έχουν συστήσει από κοινού οι οργανωσεις της κοινωνιας των πολιτων «Θετική Φωνή» και «Προμηθέας», ενημερώνει τους χρήστες στο κοντινό παρκάκι ότι έφτασαν- ο Δημήτρης, η Μαρίνα, η Ζοζεφίνα και η Αγγελική είναι εθελοντές/ μέλη του street προγράμματος δράσης των δύο οργανώσεων. Φοράνε ολόσωμες προστατευτικές στολές, μάσκες και γάντια και συμβουλεύουν τους χρήστες να κρατάνε αποστάσεις στην ουρά που σχηματίζεται μπροστά από τη συρταρωτή πόρτα του βαν.
Διανέμουν τρόφιμα, μερίδες φαγητού, χυμούς και εμφιαλωμένα νερά- σύνεργα χρήσης όπως αχρησιμοποίητες, καινούργιες σύριγγες, αλλά και προφυλακτικά και γάντια. Κάποιοι τους ζητάνε μάσκες, δεν έχουν όμως αρκετές για να μοιράσουν. Κάποιοι χρήστες διστάζουν- είναι επιφυλακτικοί, ντροπαλοί. «Πεινάς; Έλα, πάρε» τους ενθαρρύνουν τα παιδιά. Και τους ενημερώνουν για τη σοβαρότητα της πανδημίας- «να προσέχετε πολύ, δεν είναι για να κάνουμε πλάκα η κατάσταση». «Δεν φοβόμαστε, έχουμε όμως το νου μας», λέει ο Νίκος. «Φοράμε στολές και παίρνουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης και για την υγειονομική προστασία μας αλλά και για την εντύπωση που δίνουμε στους χρήστες. Όταν μας βλέπουν έτσι ντυμένους σαν «καβούρια», αναρωτιούνται τι συμβαίνει- “αυτοί δεν ήταν τόσο μυγιάγγιχτοι... Τι άλλαξε;”. Και τους εξηγούμε».
«Προσέχουν τον εαυτό τους;», τον ρωτάω. «Συνήθως καθόλου», απαντάει ο Νίκος. «Σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Σκέψου να είσαι άστεγος ή/ και χρήστης- πόσες μαλακίες ακούς γύρω γύρω, αν ακούς κάτι... Ο μέσος χρήστης δεν έχει σαφή πληροφόρηση, παρά μόνο από τις ομάδες που εργαζόμαστε στο δρόμο. Όλες οι ενημερωτικές καμπάνιες στην τηλεόραση είναι στα ελληνικά- πολλοί μετανάστες και πρόσφυγες αποκλείονται εξαρχής λοιπόν. Αλλά και ο πόνος της χαρμάνας είναι τόσο δυνατός, που δε θα σκεφτείς τον κορονοϊό- θα ρισκάρεις, θα κάτσεις και μέσα στα αίματα».
Στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα τυχαίνει οι περισσότεροι χρήστες να έχουν το σπίτι τους, ζούνε σε καλύτερο, πιο προστατευμένο περιβάλλον και είναι σε επαφή με την υπόλοιπη κοινωνία, κάπως ενταγμένοι- στον άνθρωπο με τα βρώμικα χέρια και τα κουρελιασμένα ρούχα, ποιος θα δώσει μεγαλύτερη σημασία από ένα κέρμα των πενήντα λεπτών στην επαιτεία του, αντί φιλανθρωπίας;
«Τι χρειάζεσαι;»- αυτή είναι η πρώτη κουβέντα των παιδιών του προγράμματος προς τους ανθρώπους που βοηθάνε στο δρόμο. «Θες φαγητό, νερό; Κάπου να πλύνεις τα ρούχα σου ή να κάνεις μπάνιο;». Και τους ενημερώνουν ότι σε λίγες μέρες θα ξεκινήσει τη λειτουργία του το Κέντρο Άστεγων Χρηστών του Δήμου Αθηναίων (με τη συνεργασία του ΟΚΑΝΑ και του ΚΕΘΕΑ) στο παλιό ξενοδοχείο Ιονίς, Χαλκοκονδύλη 41. Αυτή η καινούργια δομή θα έχει τη δυνατότητα φιλοξενίας 140 ατόμων και πρόθεση των εμπλεκόμενων φορέων είναι να λειτουργήσει σε μόνιμη βάση- αν αυτό ισχύσει θα αποδειχθεί σωτήρια για πολλούς από τους ανθρώπους που νύχτα μέρα «κοπανιούνται» (και κάθε τόσο ξεψυχάνε) σαν απρόσωπες σκιές στο κέντρο της Αθήνας.
Ο Κ. είναι χρήστης ενδοφλέβιων ναρκωτικών. «Χθες ανέβασα 41 πυρετό και έφτυνα αίμα», λέει. «Έτρεμα σαν το ψάρι, φοβήθηκα ότι μέχρι εδώ ήτανε...». Λέει ότι πήγε σε νοσοκομείο και τον έδιωξαν επειδή είναι χρήστης, ότι του ζήτησαν να κάνει πρώτα τεστ για τον κορονοϊό- τον ακούω ελπίζοντας να μη λέει την πλήρη αλήθεια, συχνά οι χρήστες λένε ότι «θες να ακούσεις». Όμως, είναι σύνηθες να αντιμετωπίζονται από το σύστημα υγείας ρατσιστικά, ως «διαφορετικοί», ως «πρεζάκηδες που τα ’θελαν και τα παθαν». Στις δύσκολες, κρίσιμες στιγμές τους, συχνά η μοίρα τους εξαρτάται από την ανθρωπιά και το ήθος του δημόσιου λειτουργού που θα τους τύχει.
Το βανάκι της Ομάδας Εργασίας στο Δρόμο έχει μετακινηθεί- τώρα είμαστε στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια. Η Ομάδα επιλέγει σημεία όπου υπάρχει έκδηλη ανάγκη παρέμβασης, αλλά και μπορούν τα ίδια τα μέλη της να αισθάνονται ασφαλή. Η κίνηση είναι αραιή, οι άνθρωποι που ζούνε στο δρόμο, χρήστες, εκδιδόμενοι - άντρες και γυναίκες - άστεγοι και άποροι, είναι περισσότερο «ορατοί» από ποτέ. Ακολουθούν τις οδηγίες του Νίκου και των υπόλοιπων παιδιών της Ομάδας- κρατούν αποστάσεις και παραμένουν ήρεμοι. Πέντε ώρες γυρνούσαμε στο κέντρο της Αθήνας και ούτε μια στιγμή εκνευρισμού ή έντασης δεν υπήρξε, πιο ήρεμα και από ότι στην ουρά της τράπεζας ή του σούπερ μάρκετ φερόντουσαν οι ωφελούμενοι του προγράμματος.
«Τους γνωρίζουμε τους ανθρώπους, δεν εμφανιστήκαμε τώρα», λέει ο Νίκος Φιτσιάλος. Ο ίδιος ξεκίνησε ως εθελοντής στη «Θετική Φωνή» το 2013 και τα τελευταία δύο χρόνια, ως εργαζόμενος πλέον στην οργάνωση, υποστηρίζει με δράσεις στο δρόμο (αλλά και σε οίκους ανοχής και άλλα σημεία της πόλης) εργαζόμενους στο σεξ, χρήστες ψυχοδραστικών ουσιών (σίσα, βενζοδιαπενινών) ή ενέσιμων ναρκωτικών, άστεγους. «Δεν περιμένουμε τους ανθρώπους να έρθουν σε εμάς, πάμε εμείς σε αυτούς, 4- 5 φορές τη βδομάδα. Και έχουμε δημιουργήσει μια καλή σχέση μαζί τους».
«Δεν είμαστε εδώ ούτε για να τους φοβίσουμε, ούτε για να τους “δασκαλέψουμε”- οι άνθρωποι στο δρόμο ζούνε κάθε μέρα την ίδια σκληρή, μονότονη λούπα... Καθένας κουβαλάει τον δικό του πόνο, περνάει κάθε μέρα τον δικό του Γολγοθά. Εμείς δεν κάνουμε απεξάρτηση, αλλά μείωση βλάβης. Όλοι μας ξέρουμε ότι το να “βαράς πρέζα” είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου- προσπαθούμε να μας εμπιστευτούν για να τους κρατήσουμε όσο πιο υγιείς, ζωντανούς. Αν δεν μας εμπιστευτούν, δεν θα μας αφήσουν να προσπαθήσουμε. Οι άνθρωποι της πιάτσας... κόβει το μάτι τους από χιλιόμετρα- όσοι ζούνε στο δρόμο έχουνε δημιουργήσει μια πολύ δυνατή ενσυναίσθηση. Είναι πολύ σημαντικό να κοιτάς τον καθένα στα μάτια, με καθαρό βλέμμα. Να τον ακούς: πραγματικά, όχι μηχανικά. Κάνουμε αξιολόγηση αναγκών, αξιοποιώντας και το μοντέλο ΠΨΒ (Πρώτες Ψυχολογικές Βοήθειες), προσπαθούμε να ηρεμούμε τους ανθρώπους και να τους κινητοποιούμε για να βοηθήσουν και οι ιδιοι τον εαυτό τους. Θα είμαστε πολύ χαρούμενοι αν τους μάθουμε “να πιάνουν ένα ψάρι”, άλλωστε δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε κάθε τους ανάγκη».».
«Και όταν βγεις στο δρόμο να βοηθήσεις, δεν μπορείς να ασχοληθείς μόνο με έναν «πληθυσμό», διαπλέκεσαι με πολλούς. Γιατί ένας χρήστης μπορεί να είναι και εργαζόμενος στο σεξ, ή οροθετικός. Μπορεί, όχι απαραίτητα. Ούτε είναι όλοι οι χρήστες άστεγοι. Το streetwork που κάνουμε αυτές τις μέρες έχει διαφοροποιηθεί αρκετά- πλέον επεμβαίνουμε εν μέσω επιδημίας. Δεν μπορούμε να παρέχουμε εξέταση για HIV και οι οίκοι ανοχής έχουν κλείσει- επικεντρωνόμαστε σε χρήστες, εργαζόμενους στο σεξ στο δρόμο, άστεγους. Προσπαθούμε να βοηθήσουμε όποιον μπορούμε, σε όποια βασική του ανάγκη σε αυτή την ακόμα πιο δύσκολη κατάσταση που ζούνε».
Σε ενα δρομάκι του Μεταξουργείου ο Χ. προσπαθεί να βρει φλέβα για να χτυπήσει τη δόση του. Η ομάδα streetwork της Θετικής Φωνής και του Προμηθέα του δίνει φαγητό, νερό, καθαρά σύνεργα χρήσης. Ο Χ. είναι σαράντα χρονών, με δυο κόρες: «είμαι μάστορας, τεχνίτης σε τσάντες, ζώνες και δερμάτινα είδη», μου λέει. «Εργαζόμουν σε βιοτεχνία- φτωχά ζούσαμε, αλλά ήμουν οκ. Έμεινα άνεργος το 2015 και κόλλησα με την πρέζα από έναν φίλο μου. Τώρα κοιμάμαι σε ένα εγκαταλειμμένο μαζί με άλλον έναν, φοβάμαι να μένω μόνος μου. Επαιτώ, κάποιοι που έχουν μαγαζιά εδώ γύρω μου δίνουν λίγο φαγητό ή κανά φραγκάκι. Πρέζα πουλάνε εδώ διάφοροι τύποι- λίγο αν ξέρεις τι παίζει, βρίσκεις εύκολα. Οι πιάτσες τώρα έχουν αραιώσει, πολλοί πάνε Μενίδι για να γίνουνε, εκεί η ντρόγκα είναι καλύτερη, εδώ δίνουν ”ασβέστες”».
Βρήκε φλέβα την τρίτη φορά που τρυπήθηκε. «Έχουν καεί οι φλέβες μου, δυσκολεύομαι- τώρα βρήκα όμως, τώρα “την ακούω” καλά». Η δόση που ζέσταινε στο κουτάλι ήταν 250 mg.- κάθε μέρα χρειάζεται περίπου 1 g. «Αυτοί που πουλάνε στο δρόμο αγοράζουν 7 ευρώ το γραμμάριο από τους ντίλερ- και το πουλάνε 15- 20, σε τουρίστες η τιμή μπορεί να φτάσει και τα 50».
Ο Χ. δεν ανησυχεί για την επιδημία. Δεν ενδιαφέρεται, παρά μόνο ταλαιπωρείται χειρότερα από πριν. Δυσκολεύεται να βρει ακόμα και νερό, τα μαγαζιά είναι κλειστά, άνθρωποι στο δρόμο δεν κυκλοφορούν για να ζητιανέψει. «Κάθε μέρα είμαι και χειρότερα», λέει. «Πεινάω. Τα μαγαζιά όσων ξέρω είναι κλειστά. Αισθάνομαι άρρωστος. Θέλω να μπω μερικούς μήνες σε κλειστό πρόγραμμα (απεξάρτησης) και να φύγω στην Κρήτη μετά, να δουλέψω εκεί στα χωράφια. Η Αθήνα είναι σκατά για μένα, μόνο drugs».
Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά, σε μια στοά του κέντρου συναντώ τον Α.- είναι χρήστης ενδοφλέβιων ναρκωτικών, «ηρωίνη και κοκαϊνη» μου λέει, οροθετικός και άστεγος. «Είχα κόψει για δύο χρόνια- ζούσα στο πατρικό μου, με τους γονείς μου. Όταν ξανακύλησα, έφυγα- δεν με πέταξαν έξω οι δικοί μου, είναι άγιοι άνθρωποι. Έφυγα μόνος μου, να μη με βλέπουν σε αυτά τα χάλια. Δε μου χρωστάνε τίποτα. Και αν θέλω να ζήσω, είναι και για αυτούς- να πάψω να τους μαυρίζω...»
Τις προηγούμενες μέρες η στοά ήταν γεμάτη ανθρώπους που έβγαζαν εκεί τη νύχτα- κάποιος πέθανε και οι υπηρεσίες έδιωξαν τους υπόλοιπους. Σιγά σιγά μερικοί επιστρέφουν. «Δεν έχουμε που να πάμε, που να “γείρουμε” λίγο», λέει ο Α..- «ούτε νερό δεν έχουμε να πιούμε, όλες οι βρύσες και οι δημόσιες τουαλέτες είναι με λουκέτο». Τα μαγαζιά είναι όλα κλειστά, η πόλη είναι έρημη- ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ούτε να ζητιανέψει, ούτε να δουλέψει (όπου μπορεί να έβρισκε) ένα μεροκάματο. «Δεν θέλω να κλέψω», μου λέει. «Έχω αποφασίσει, έχω ορκιστεί να μην κλέψω για την πρέζα μου. Αν δεν ήταν τα παιδιά από τα streetwork θα είχαμε πεθάνει της πείνας, χειρότερα ακόμα της δίψας...».
«Ανεβοκατεβαίνω τις διαδρομές του μετρό, κάνω επαιτεία μέσα στους συρμούς και ποτέ δεν έχω πιέσει κανέναν να με βοηθήσει. Πριν δυο μέρες ένας κύριος παραπονέθηκε ότι έγινα φορτικός- δεν ήταν αλήθεια, φοβήθηκε μην τον κολλήσω κάτι, αυτόν τον ιό δηλαδή... και φώναζε. Ήρθαν δυο υπάλληλοι σεκιούριτι, με έβρισαν, με χτύπησαν κιόλας. Έφαγα χαστούκια». Κλαίει σχεδόν. Το αριστερό του πόδι είναι τουμπανιασμένο, πρησμένο και κατάστικτο από αποστήματα και φλεγμονές. Αν δεν πάει άμεσα σε νοσοκομείο κινδυνεύει να το χάσει. «Είναι αβίωτη η κατάσταση τώρα», λέει ο Α.- «όσο πιο έρημο βλέπεις τον δρόμο, τόσο πιο άγριος γίνεται. Και οι άνθρωποι πιο σκληροί, πιο παρτάκηδες. Επιβιώνει ο δυνατότερος, ο πιο καπάτσος, αυτός με τις λιγότερες αναστολές».
Το κοινωνικό- οικονομικό περιβάλλον του (υγειονομικά αναγκαίου) lock down ευνοεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, δημιουργεί τις συνθήκες ώστε αυτή να ανθήσει, να φουντώσει. Ότι είναι κυνηγημένο από την επίσημη πολιτεία, θρέφει τις μαφίες και το παρακράτος τελικά.
«Οι εργαζόμενοι στο σεξ δεν μπορούν να καλύψουν βασικές τους ανάγκες- δεν μπορούν να δουλέψουν», λέει ο Νίκος Φιτσιάλος. «Και αν είσαι τρανς άτομο π.χ., τι δουλειά θα μπορέσεις να βρεις, ποιόν άλλο τρόπο σου έχει αφήσει η κοινωνία για να βγάλεις τα προς το ζην;»
Οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, όπως η Θετική Φωνή και ο Προμηθέας, οι Γιατροί του Κόσμου, ή o STEPS, και φορείς όπως το ΚΕΘΕΑ και ο ΟΚΑΝΑ, λειτουργούν σαν “δικλείδες ασφαλείας” ώστε να μην ξοκείλει το κοινωνικό περιβάλλον σε καταστάσεις ανείπωτης, ανορίωτης απανθρωπιάς.
«Δεν είναι μόνο σύριγγες και μια μερίδα φαγητό αυτό που δίνουμε», λέει ο Νίκος Φιτσιάλος. «Είναι μια κουβέντα που θα πεις. Ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός αλλά όλοι χρειάζονται προστασία και αγάπη».
«Και μη νομίζεις ότι κι εμείς που τους υποστηρίζουμε στον δρόμο, δεν “παίρνουμε πίσω” από αυτούς- κι εμείς κερδίζουμε, “φτιάχνουμε” κομμάτια του δικού μας εαυτού».
Η Πολιτεία επαναλαμβάνει διαρκώς, σε όλους τους τόνους και τα επίπεδα, ότι άντλησε πολύτιμα συμπεράσματα από την πανδημία του κορονοϊού: το στοίχημα είναι τα συμπεράσματα αυτά να είναι ειλικρινή και διαχρονικά. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών αλλά και οι κοινωνικές υπηρεσίες και φορείς του κράτους που έχουν δράση και προσφορά, είναι ανάγκη να ενισχυθούν, να υποστηριχθούν έμπρακτα στο έργο τους.
Οι Χώροι (ιατρικώς) Εποπτευόμενης Χρήσης (ΧΕΧ) έχουν νομοθετηθεί, μάλιστα με ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και, σχεδόν, απόλυτη διακομματική συναίνεση. Αν δεν είχε μεσολαβήσει η επιδημία, ίσως να είχε ξεκινήσει ήδη λειτουργία τους - ο κορονοϊός δεν πρέπει να θέσει την προσπάθεια αυτή “εν αμφιβόλω”, αλλά να την καταστήσει περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Και δομές που ο Δήμος Αθηναίων κατάφερε να δημιουργήσει σε χρόνο ρεκόρ και μεσούσης της πανδημίας, πρέπει να λειτουργήσουν σε μόνιμη βάση από ’δω και στο εξής: το Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων- που ήδη λειτουργεί- και το κέντρο φιλοξενίας των άστεγων χρηστών που αναμένεται να λειτουργήσει μέσα στη βδομάδα.
Γιατί πρέπει να γίνουν αυτά;
Θα χρησιμοποιήσω την ατάκα που μου είπε ο Νίκος όταν, αποχαιρετώντας τον στο τέλος του ρεπορτάζ, τον ρώτησα, ξανά, γιατί το κάνει όλο αυτό, γιατί αναλαμβάνει το όποιο προσωπικό ρίσκο.
«Γιατί υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω, φίλε».