Παραδοσιοκεντρικός Συντηρητισμός εναντίον Διεθνιστικού Προοδευτισμού

Από το πραγματικό διακύβευμα των αμερικανικών εκλογών στο αέναο δίδαγμα του Κονδύλη για την Ελλάδα
Open Image Modal
INDRANIL MUKHERJEE via Getty Images

Εισαγωγή: Ο φόβος της μαζικής σύγχυση πριν την ημέρα της κρίσεως 

Αναμένοντας καρτερικά τα τελικά αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών, καταθέτω μία εκ των ανησυχιών μου, ίσως την κυριότερη και πιο σημαντική, δίχως να αξιώνομαι τον τίτλο του εκλογολόγου, παρά μόνο υποκινούμαι από την αρχή του έμφυτου ανθρωπίνου πάθους για εξουσία (animus domiandi) των Morgenthau και Nietzsche και της αριστοτελικής θεάσεως του φύσει πολιτικού ανθρώπινου όντος.

Προς δυσάρεστη πλην αναμενόμενη έκπληξη όλων, η πλειονότητα φαίνεται πως είχε επικεντρωθεί́ κατά την προεκλογική περίοδο σε μία επιδερμική ψυχολογική ανάλυση προσωπικοτήτων και μονό, δίχως να αντιλαμβάνεται την ουσία της σημερινής εκλογής.

Πράγματι, όσοι σώφρονες αποτόλμησαν και κατόρθωσαν αισίως να παρακολουθήσουν μετά περίσσιου θάρρους τα πολύωρα και εν ολίγοις «προπαγανδιστικά» αφιερώματα διαφόρων εκπομπών των εγχώριων και μη ΜΜΕ, γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι το ζήτημα είχε αναχθεί πλέον σε επίπεδο μεσημεριανού «magazino», δίχως να καταβάλλεται η κάθε δυνατή́ και προβλεπόμενη από τη δημοσιογραφική δεοντολογία προσπάθεια ώστε ο μέσος θεατής να κατατοπιστεί́ πλήρως, ιδίως αναφορικά́ με την ιδεολογική́ προσέγγιση των δύο υποψηφίων. Εύχομαι, λοιπόν, και θέλω να πιστεύω ότι τόσο ο αμερικάνικος λαός, ο άμεσος πρωταγωνιστής, όσο και η ανθρωπότητα σύσσωμη σε παγκόσμιο επίπεδο κατόρθωσε, εν μέσω ενός ομιχλώδους τοπίου, να κατανοήσει το βαθύτερο διακύβευμα της κάλπης, απορρίπτοντας επί της ουσίας την άκρατη και ανώφελη προσωπολαγνεία που κυριάρχησε εσχάτως. 

Η μητέρα των μαχών μεταξύ συντηρητισμού και προοδευτισμού 

Αποτελεί κοινό τόπο ότι σήμερα δίνεται η μητέρα των μαχών ανάμεσα όχι τόσο σε δύο πολιτικά πρόσωπα, αλλά κυρίως μεταξύ δύο έτερων, ανομοιογενών και διαχρονικά́ συγκρουόμενων κόσμων εντός του αμερικανικού πολιτικού γίγνεσθαι. Σήμερα λαμβάνει χώρα η σύγκρουση μεταξύ́ του Παραδοσιοκεντρικού́ Συντηρητισμού́ και του Διεθνιστικού́ Προοδευτισμού́.

Μεταξύ́, δηλαδή́, της προάσπισης των «αιώνιων πραγμάτων», όπως τα κατονόμαζε ο μεγάλος θεωρητικός Russell Kirk (The Conservative Mind), ήτοι των πάγιων και διαρκών ανθρώπινων ηθικών αξιών και, στον αντίποδα, του δυτικού́ ηθικιστικού οικουμενισμού́ της «εξαγώγιμης» δημοκρατίας και του μετανεωτερικού ολοκληρωτισμού́, ενδεδυμένου του μανδύα της α-λα-καρτ προάσπισης των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» και των αδρά́ χρηματοδοτημένων από κεφάλαια αδιευκρίνιστης προέλευσης «πράσινων» προγραμμάτων.

Μεταξύ́ των υποστηρικτών της έννοιας του εθνοκράτους και των απορρεουσών αξιών του κλασικού φιλελευθερισμού, και των φανατικών θιασώτων του υπερεθνικού́ ακραιφνούς νεοφιλελευθερισμού, του εντασσόμενου σε ένα άτακτα διαμορφωμένο και απρόσωπο, άρα και μη συμπαγή και εύκολα χειραγωγήσιμο κατά τα κελεύσματα της Επαναστατικής Θεωρίας του Κοσμοπολιτισμού (βλέπε: R. E. Osgood, “Ideals and Self-Interest in America’s Foreign Relations”, 1953), κοινωνικό μωσαϊκό κράμα, εντεταγμένο και προσαρμοσμένο πλήρως στο όραμα της ιδεαλιστικής Civitas Maxima, όπου η δίωξη των αντίθετων απόψεων προς την ευρέως αποδεκτή «νόρμα» πρόκειται να αποτελεί́ συχνό φαινόμενο στο όνομα ενός ψευδούς... πλουραλισμού! 

Η σύγκριση δύο κόσμων πριν το τελικό αποτέλεσμα: Το «Δημοκρατικό» αμάρτημα 

Οπωσδήποτε, κανείς δεν θα μπορούσε να θεωρήσει μετά βεβαιότητας τον Trump ως τον αξιολογότερο του ρεπουμπλικανικού́ χρίσματος ή τον καθ’ ύλην αρμόδιο της ενσάρκωσης του αξιακού πλαισίου του αμερικανικού́ και εν γένει Συντηρητισμού́ σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής των ΗΠΑ, όπως αυτός δομήθηκε κατά τους προηγούμενους αιώνες από́ τους θεωρητικούς του πατέρες Burke, Weaver, Burnham, Eliot, και από την ευρύτερη έκφραση και κοινωνία των συντηρητικών αυτών απόψεων από το κυριότερο έντυπο μέσο συντηρητικής σκέψης των ΗΠΑ, το National Review. Κάθε άλλο, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί εκτός από την απόλυτη καταλληλότητα του Trump στην θέση του «ενσαρκωτή» του συνόλου της συντηρητικής πολιτικής θεάσεως.

Από́ την άλλη πλευρά, ο εκλεκτός των Δημοκρατικών Biden φαίνεται να έχει αποδεχθεί́ αναντίρρητα τον τίτλο του εν δυνάμει συνεχιστή́ των μεσσιανικών ιμπεριαλιστικών πολίτικων του Βαθέως Κράτους των ΗΠΑ, την αμέριστη υποστήριξη του οποίου έχαιρε προεκλογικά, περί εξαγωγής πολιτισμού και τάσεων σε παγκόσμια κλίμακα (διαμόρφωσης της παγκόσμιας κοινής γνώμης διά της εμπορευματοποιημένης κουλτούρας, κατά́ τον μεγάλο θεωρητικό των Διεθνών Σχέσεων Martin Wight) και εγκαθίδρυσης δημοκρατικών δορυφορικών καθεστώτων σε γεωγραφικές θέσεις-κλειδιά του παγκόσμιου χάρτη βαρύτατης γεωπολιτικής και στρατηγικής σημασίας, μέσω αιματηρών πολέμων και της μεθοδικής προώθησης των διάφορων «πολύχρωμων» επαναστάσεων σε Μέση Ανατολή και Τρίτο Κόσμο, με άμεσο σκοπό́ την αποκαθήλωση νόμιμα εκλεγμένων κυβερνήσεων με τον γνωστό και μη εξαιρετέο τρόπο των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων».

Τρανό παράδειγμα στέκεται η μέχρι τώρα αγκομαχούσα Λιβύη, η μόνη εκ των λεγομένων κρατών/παρειών (rogue states) που δέχθηκε επίθεση παρά το ήπιο modus vivendi που ο Καντάφι είχε έως τότε επιτύχει. Αποτέλεσμα αυτής της απερίσκεπτης και ανορθολογικής κίνησης της Δύσης, μόνο και μόνο στο όνομα του «εκδημοκρατισμού» (άρα γε, επιβάλλεται η Δημοκρατία;), υπήρξε όχι μόνο η ενίσχυση της ατέρμονης ανάπτυξης οπλοστασίων μαζικής καταστροφής από τα υπόλοιπα κράτη/ταραχοποιούς της διεθνούς νομιμότητας (βλέπε Ιράν, Β. Κορέα κ.λπ.) εξαιτίας της επικρατούσας δυσπιστίας προς κάθε αμερικανική ειρηνευτική πρόταση, αλλά και η περεταίρω εδραίωση ενός αποσταθεροποιημένου, ρευστού διεθνούς συστήματος. Τω όντι, το μεγαλύτερο μερίδιο υπαιτιότητας της σημερινής κατάστασης σε κράτη όπως τη Συρία καθώς και του «Boomerang» (κατά τον προφητικό Mark Zepezauer στο ομώνυμο βιβλίο του) της εμφάνισης της Τρομοκρατίας στη Δύση οφείλει να αποδοθεί στα σφάλματα της ιδεοληψίας των Δημοκρατικών... 

Κάποιες επιβεβαιωμένες παραδοχές της πραγματικότητας 

Στο σημείο αυτό, η διατύπωση κάποιων πραγματικοτήτων κρίνεται επιβεβλημένη. Ο Trump, αν και προσωπικότητα ιδιαίτερα δυσανάγνωστη και απρόβλεπτη καθώς έχει αποδειχθεί (γεγονός αρνητικό για την διεθνή σκηνή και τις ισορροπίες ισχύος), ανέδειξε επί τέσσερα συναπτά έτη διά της πολιτικής του τον Παραδοσιοκεντρικό και Κρατοκεντρικό Συντηρητισμό, θέτοντας στο επίκεντρο τον Αμερικανό πολίτη και την προσπάθεια ευημερίας του, σε αντίθεση με τον πολυδάπανο δημοκρατικό ιμπεριαλισμό. Τα δημοσιονομικά στοιχεία και, ιδίως, τα ποσοστά ανεργίας της προ του κορωνοϊού περιόδου ομιλούν. Συν τοις άλλοις, πρόκειται για τον μοναδικό Αμερικανό Πρόεδρο ο οποίος στοχοποιήθηκε εξ αρχής από το σύνολο σχεδόν των αμερικανικών κέντρων διαμόρφωσης κοινής γνώμης διά της ταχύτατης στοιχειοθέτησης δικογραφιών εις βάρος του με σκοπό την καθαίρεσή του και την τοποθέτηση της «κεφαλής του επί πίνακι», γεγονός που έθεσε παράλληλα στο στόχαστρο άμεσα και την βούληση της πλειοψηφίας του αμερικανικού εκλογικού σώματος.

Σε διεθνές επίπεδο, επί προεδρίας Trump, σημειώθηκαν σημαντικές θετικές εξελίξεις στο μέτωπο της χρόνιας αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης με τη σύναψη διμερών ειρηνευτικών συμφωνιών, σημαντικών για τη σταθερότητα στην γεωγραφική περιοχή της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Συνάμα, η σταδιακή επιστροφή αμερικανικών στρατευμάτων από διάφορα σημεία του κόσμου και η απουσία πολεμικών συρράξεων κατά τη διάρκεια αυτής της τετραετίας είχε άμεσο και αξιοσημείωτο αντίκτυπο στο σύνολο της αμερικανικής κοινωνίας. Τα στοιχεία αυτά προφανώς συνεκτιμήθηκαν και διαμόρφωσαν την τελική απόφαση του μέσου Αμερικανού, δεδομένου των υψηλών ποσοστών που διατήρησε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

Το παρελθόν των Δημοκρατικών κυβερνήσεων, από την άλλη, όχι μόνο είναι ένοχο αλλά και δυσοίωνο για την επαύριον των ΗΠΑ και του κόσμου, συλλογιζόμενοι τον αδίσταχτο οικουμενισμό́ (κατά́ τον Morgenthau) και τον ηθικό́ - νιχιλιστικού τύπου - ιμπεριαλισμό́ που επί σειρά ετών πρεσβεύει. Όπως, άλλωστε, έχει επισημάνει ο ιστορικός Edward Shapiro “ουδεμία κοινωνία δύναται να οικοδομηθεί επί του μηδενισμού».

Αυτό το παρελθόν είναι αδύνατον να αποσβηστεί από τον συλλογικό αμερικανικό νου μόνο και μόνο από την έξαρση της πανδημίας, η οποία έχει εξελιχθεί εν ολίγοις στο μοναδικό προταχθέν επιχείρημα των Δημοκρατικών έναντι της ρεπουμπλικανικής ατζέντας του Trump, δίχως, όμως, να αντιτάσσεται ένα συγκροτημένο σχέδιο καταπολέμησης του κορωνοϊού από το δημοκρατικό στρατόπεδο. Επί του ζητήματος αυτού, αξίζει να σημειωθεί ότι, σε τελική ανάλυση, ο αμερικανικός λαός είναι αυτός που βρίσκεται σε δυσχερή θέση προ του τελικού αποτελέσματος, αναμεταξύ μίας στείρας, άγονης κριτικής και μίας προβληματικής πολιτικής έναντι της πανδημίας (σε στάδιο αρνήσεως), η οποία έχε στοιχίσει τη ζωή χιλιάδων Αμερικανών πολιτών. 

Και αν, εν τέλει, ξημερώσουμε με Τραμπ; Η ετεροχρονισμένη υποστήριξη από τον Gus Hall

Το σενάριο επανεκλογής Trump και της επακόλουθης ανανέωσης της λαϊκής (εκλεκτορικής ορθότερα, βάσει του αμερικανικού συστήματος) εντολής για μία ακόμη τετραετία, το οποίο φαίνεται να απομακρύνεται από τη σφαίρα της πραγματικότητας, πρόκειται να σημάνει το καθοριστικό βήμα για τον διαχωρισμό της εξωτερικής και της εσωτερικής αμερικανικής πολιτικής, συμβάλλοντας τα μέγιστα στον ενταφιασμό του δογματικού ιμπεριαλισμού και της επικρατούσας και αντλιθείσας των θεμελιωδών αρχών της από την Παλαιά Διαθήκη και την «Αινειάδα» του Βιργιλίου (κατά το μνημειώδες “Ego poscor Olympo”) αταβιστικής θεωρίας του περιούσιου έθνους, πεπρωμένο του οποίου είναι η σωτηρία της ανθρωπότητας διά της οικουμενικής επιβολής (!) της αλήθειας που μόνο αυτό κατέχει. Θεωρία η οποία, τέλος, θυμίζει νοερά την αδυσώπητη πάλη του αμερικανικού κατεστημένου εναντίον του ψυχροπολεμικού του εχθρού, του Κομμουνισμού.

Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί εύλογα ότι η δυνητική νίκη των Ρεπουμπλικανών θα σηματοδοτούσε την τελική αποδοκιμασία των «επαναστατικών» (κατά τη Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων) πολιτικών των Δημοκρατικών στην διεθνή σκηνή, επί των οποίων το ρητό «ο σκοπός [δηλαδή η βίαιη εγκαθίδρυση της ειρήνης διά της δυτικού τύπου δημοκρατίας] αγιάζει τα μέσα» δέσποζε σε περίοπτη θέση, ενσαρκώνοντας τα λόγια του ενορχηστρωτή της Περιόδου της Βασιλείας του Τρόμου στην μετά τον Ροβεσπιέρο Γαλλία (1793-94), Jacques Nicolas Billaud-Varenne: «τα μάτια μας κοίταζαν πολύ ψηλά για να δουν το αιματοκυλισμένο έδαφος επί του οποίου περπατούσαμε»...

Καταληκτικά, αξίζει να αναφερθεί επιπροσθέτως η προ ετών διαφωτιστική παραδοχή του ιστορικού ηγέτη του Κομμουνιστικού́ Κόμματος των ΗΠΑ και τρανής προσωπικότητας της Αριστεράς διεθνώς, Gus Hall, ενός πολιτικού ανδρός καθ’ όλα ενάντιου και προς τις δύο πολιτικές κατευθύνσεις που εξετάζονται στο παρόν κείμενο, ο οποίος στο έργο του “Imperialism Today” αναφέρει ρητώς (φυσικά από τη δική του σκοπιά), εν έτει 1972, ήτοι στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, ότι: «Ο Ιμπεριαλισμός [πάσης φύσεως] είναι ένας αδίσταχτος εχθρός της προόδου» καθώς και ότι «Όλες οι συζητήσεις ειρήνης δεν γίνονται για την... ειρήνη».

 Από τα αδήριτα δεδομένα της γεωπολιτικής ως δεσμά για μια πάγια εξωτερική πολιτική στο ασυμβίβαστο ιδεολογίας και συμφέροντος 

Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε αναμονή των τελευταίων εξελίξεων, ενθυμούμενοι πάντα ότι ένας λαός εκλέγει τον αρχηγό του βάσει των εθνικών του ιδιαιτέρων συμφερόντων, και όχι βάσει των ετερόκλητων προσδοκιών της διεθνούς κοινότητας. Και ούτως οφείλει έκαστος μελετητής να προσεγγίζει πρωταρχικώς τις αμερικανικές ή όποιες άλλες εθνικές εκλογές, ανεξαρτήτως ιδεολογικών καταβολών.

Ως προς την μελλοντικά δυνητική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, μία ρεαλιστική προσέγγιση ορίζει ότι τα αδήριτα και ακλόνητα γεωγραφικά δεδομένα, για τα οποία έχει μιλήσει εκτενώς και ο Robert D. Kaplan στο έργο του «The revenge of Geography», φαίνεται να διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο, μην αφήνοντας σε όποιον εκλεγεί μεγάλα περιθώρια για ελιγμούς και «ρηξικέλευθες» αλλαγές, αντίθετες στην πάγια διπλωματική και στρατηγική γραμμή. Πάντοτε, η κατοχή του πολυπόθητου Αναχωματικού Δακτύλιου (Rimland), η σημασία του οποίου έχει διατυπωθεί ποικιλοτρόπως στο συγγραφικό έργο του Spykman και του Brzezinski, θα αποτελεί πάντοτε πάγια αξία για τον εκάστοτε πρόεδρο των ΗΠΑ, είτε Δημοκρατικό είτε Ρεπουμπλικανό. Και οι δύο υποψήφιοι είναι δέσμιοι αυτών των αμετάβλητων στοιχείων, που ορίζουν και το αμερικανικό εθνικό συμφέρον.

Το γενικό ερώτημα που τίθεται εύστοχα εδώ είναι το εάν τελικά η (υποκειμενική) Ιδεολογία, όπως αυτή πρωτοορίστηκε από τον Antoine Destutt de Tracy το έτος 1796, σχετίζεται με το (αντικειμενικό) Συμφέρον. Κατά την ταπεινή κρίση του αρθρογράφου, η μόνη ικανοποιητική απάντηση σχετικώς δύναται να δοθεί από την περίφημη ρήση του Λόρδου Palmerston «Τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα», τονίζοντας τοιουτοτρόπως έμμεσα το ασυμβίβαστο μεταξύ του «βαριδιού» της έκαστης ιδεολογίας και των συνεχώς ανταγωνιστικών, μακιαβελικής φύσεως, συμφερόντων των δρώντων ανά τον κόσμο. Και, εδώ, είναι πρέπον να σημειωθεί ότι ο Πρόεδρος Trump έχει επέλθει σε μία σύγχυση, όντας πιστός στην πρωταρχική του ιδιότητα του επιχειρηματία, αναμειγνύοντας την έννοια της εθνικής εξωτερικής πολιτικής με προσωπικές φιλίες, προτιμήσεις και διενέξεις, γεγονός το οποίο απασχολεί άμεσα και την Ελλάδα, κατόπιν της απροκάλυπτης ενθέρμου φιλίας του με τον Τούρκο ομόλογό του, Recep Tayyip Erdoğan.

(Παρ’ όλα αυτά, ο αναγνώστης είναι δέον να γνωρίζει ότι, από ψυχολογικής άποψης, κάθε άτομο το οποίο βρίσκεται σε μία βαρυσήμαντη θέση ευθύνης δεν δύναται να απαρνηθεί και να υπεκφύγει της ατελούς ανθρώπινης φύσης του, καθώς εμπίπτει της λεγόμενης περιπτωσιολογικής ανάλυσης, ως ατελές ανθρώπινο ον με αδυναμίες και συμπαρομαρτούντα πάθη (όπως εμπάθειες και συμπάθειες προς ένα πρόσωπο) που αρχικώς ακολουθεί κατά βούληση τις προσταγές της ατομικής του συνείδησης, δίχως όμως να αντικατοπτρίζει τις επίσημες ενέργειες ενός κράτους, ενώ στη συνέχεια συνετίζεται με το πρόσταγμα του συμφέροντος.

 

Τα ιστορικά παραδείγματα φιλιών και προσωπικών – ακόμη και συγγενικών – δεσμών μεταξύ πολιτικών ανδρών που κατέληξαν σε αντίπαλα στρατόπεδα βρίθουν, ερχόμενα να αποδείξουν το αβάσιμο του επιχειρήματος αυτού. Ένα τρανταχτό παράδειγμα σύγκρουσης μεταξύ υποκειμενισμού και αντικειμενισμού και μεταξύ ιδεολογίας και συμφέροντος έρχεται από το σχετικά κοντινό παρελθόν, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ο ίδιος ο Hitler φαίνεται να έφερε βαριά τη καρδία το άκουσμα της είδησης της τελικής επικράτησης των συμμάχων του στον πόλεμο Ιαπώνων έναντι των Βρεττανικών Δυνάμεων κατά την πολιορκία της Σιγκαπούρης (Φεβρουάριος 1942), του πάλαι ποτέ προπύργιου του περίφημου British Empire και του Royal Navy στην Άπω Ανατολή, καθώς ο ίδιος θεωρούσε αδιανόητη την ήττα μίας ανώτερης φυλής (του περιβόητου Αγγλοσαξονικού Έθνους) από μία, κατά τον ίδιο, κατώτερη, άποψη η οποία (ας μην ξεχνάμε ότι οδήγησε στο αιματοκύλισμα εκατομμυρίων αθώων και αμάχων ψυχών από όλο το ηλικιακό φάσμα κατά το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα) πήγαζε από την υιοθέτηση των αρχών της θεωρίας του «επιστημονικού φυλετισμού» του Γάλλου Arthur de Gobineau και του Αγγλογερμανού Houston Stewart Chamberlain, οι οποίες αρχές εμπεριέχονται τόσο στο βιβλίο του πρώτου με τίτλο «Essai sur linégalité des races humaines (1853-1855)», όσο και στα βιβλία του δεύτερου με τίτλους «Arische Weltanschauung (1905)» και «Die Grundlagen des neunzehnten Jahrunderts (1899)»!

 

Είναι ιστορική αλήθεια ότι η παράδοση της Σιγκαπούρης στα χέρια των Ιαπώνων στάθηκε μία «πύρρειος νίκη» για τον βαθιά κατά τα άλλα «ιδεολόγο» Hitler. Εντούτοις, η επικράτηση αυτή δεν έπαψε, αντιθέτως, να λογίζεται από το τότε γερμανικό ιθύνον επιτελείο ως ένα καίριο πλήγμα κατά του αντίπαλου στρατοπέδου σε ένα γεωγραφικό σημείο ύψιστης στρατηγικής σημασίας. Συνεπώς, το ιστορικό αυτό παράδειγμα αποδεικνύει με τον πλέον απλοϊκό προς κατανόηση απάντων τρόπο την κατίσχυση του συμφέροντος έναντι της ιδεολογίας και των προσωπικών «δεσμών», της λογικής έναντι του θυμικού.)

«Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται...»: Η επιτακτική ανάγκη ενστερνισμού της κονδύλειας κληρονομιάς

 

Σχετικά με τα της Ελλάδας, καλό θα ήταν να μη θρέφουμε φρούδες ελπίδες, επενδύοντας σε αμφιλεγόμενες «υποσχέσεις» και αντιμετωπίζοντας έκαστη επιλογή ως πανάκια... Ως προς τη σχέση της ελληνοτουρκικής διενέξεως και των αμερικανικών εκλογών, αρκεί να ανατρέξουμε στο επίμετρο του βιβλίου «Θεωρία του Πολέμου», στο οποίο ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης ανέφερε ότι:

«[...] η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη “δεν παραχωρούμε τίποτα” δεν έχει έμπρακτο αντίκρισμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των ΗΠΑ, ξέροντας ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις[...]».

Ας επιμείνουμε, όμως σε αυτό, με την ελπίδα να γίνει (επιτέλους) κατανοητή η παρακαταθήκη του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου του 20ου αιώνα. Ιδίως την δεδομένη στιγμή κατά την οποία η τουρκική ιθύνουσα πολιτική ελίτ των νεοθωμανικών καταβολών, βλέποντας το σενάριο της μακροπερίοδης ακυβερνησίας στην Ουάσιγκτων και της ανάλωσης των Αμερικανών στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των ενδοκρατικών τους «εμφυλιακού» τύπου διενέξεων να έρχεται όλο και πιο κοντά, δεν θα αργήσει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία του «κενού ισχύος» εις βάρος των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, όπως τόλμησε και διέπραξε και το ΄74 στην πολύπαθη και, ακόμα από τότε, διχοτομημένη Κύπρο... Όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός, «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται»! 

Αντί επιλόγου: Το πραγματικό διακύβευμα των αμερικάνικων εκλογών 

Οι αμερικάνικες εκλογές δεν πραγματεύονται τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου. Τουναντίον, αυτό είναι το τυπικό και μόνο της υπόθεσης! Στην πραγματικότητα, φέρνουν έκαστο σκεπτόμενο νου ενώπιον δύο κρίσιμων επιλογών: Της οριστικής στροφής της αμερικανικής πολιτικής στα «του οίκου της» οδεύοντας σε μία συντηρητική και εθνοκεντρική εποχή της ημερήσιας διάταξης των ΗΠΑ, συνοδευόμενης από σημαντικές, έως και κοσμογονικές, εξελίξεις και ανακατατάξεις στη διεθνή σκακιέρα, ή της θριάμβευσης ενός μεταμοντέρνου ιμπεριαλισμού αυστηρής ουϊλσονικής εμπνεύσεως που «κραδαίνει το λάβαρο της πανανθρώπινης δημοκρατίας (κατά το γνωστό «the war to end all wars»), του οικουμενισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», για ίδιον όμως όφελος και προς εξυπηρέτηση προσωπικών, ιδιοτελών στόχων. Οψόμεθα!