Οι παχύσαρκοι είναι περισσότεροι σε αριθμό από τους λιποβαρείς (υπερβολικά αδύνατους) στον πλανήτη, σύμφωνα με νέα μεγάλη διεθνή επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη δείχνει ότι τα τελευταία 40 χρόνια έχει αυξηθεί εντυπωσιακά ο αριθμός των παχύσαρκων, από 105 εκατομμύρια το 1975 σε 641 εκατομμύρια το 2014. Το πρόβλημα είναι επίσης αισθητό στην Ελλάδα, όπου το μέσο βάρος τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών συνεχώς αυξάνεται από δεκαετία σε δεκαετία.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ματζίντ Εζάτι της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet», ανέλυσαν έναν τεράστιο όγκο στοιχείων για 19,2 εκατομμύρια ανθρώπους άνω των 18 ετών σε 186 χώρες.
Οι άνθρωποι κατατάχθηκαν σε κατηγορίες ανάλογα με τον δείκτη σωματικής μάζας τους (αναλογία βάρους σε κιλά προς τετράγωνο ύψους σε μέτρα): κάτω του 18,5 ο άνθρωπος είναι λιποβαρής, έως 25 κανονικού βάρους, 25-30 υπέρβαρος, 30-35 παχύσαρκος, 35-40 σοβαρά παχύσαρκος και άνω του 40 θανάσιμα παχύσαρκος.
Το ποσοστό των παχύσαρκων ανδρών παγκοσμίως έχει υπερτριπλασιαστεί φθάνοντας το 10,8% (από 3,2% το 1975), ενώ των παχύσαρκων γυναικών έχει υπερδιπλασιαστεί στο 14,9% (από 6,4%). Οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι περισσότερο παχύσαρκες σε σχέση με τους άνδρες, αλλά ο αριθμός των τελευταίων αυξάνεται πιο γρήγορα.
Μεταξύ 1975-2014 ο μέσος παγκόσμιος δείκτης σωματικής μάζας αυξήθηκε στους άνδρες από 21,7 (κιλά ανά μέτρο στο τετράγωνο) σε 24,2, ενώ στις γυναίκες από 22,1 σε 24,4. Αυτό, κατά τους επιστήμονες, ισοδυναμεί με το να έχει γίνει ο παγκόσμιος πληθυσμός βαρύτερος κατά ενάμισι κιλό ανά δεκαετία.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, αν αυτή η τάση συνεχισθεί με αυτό το ρυθμό, το 2025 περίπου το ένα πέμπτο των ανδρών (18%) και των γυναικών (21%) παγκοσμίως θα είναι παχύσαρκοι, ενώ πάνω από 6% των ανδρών και 9% των γυναικών θα είναι σοβαρά παχύσαρκοι.
Από την άλλη, ο αριθμός των λιποβαρών (πολύ αδύνατων) εμφανίζει μείωση και είναι πλέον 8,8% μεταξύ των ανδρών (από 13,8% το 1975) και 9,7% μεταξύ των γυναικών (από 14,6%). Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι, παρά την παχυσαρκία, το ελλιπές βάρος παραμένει επίσης πρόβλημα δημόσιας υγείας διεθνώς, ιδίως στις φτωχότερες χώρες. Για παράδειγμα, στη νότια Ασία περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού έχουν βάρος μικρότερο του κανονικού, ενώ υψηλά είναι τα ποσοστά επίσης στην κεντρική και ανατολική Αφρική.
Οι πιο παχύσαρκες χώρες στον κόσμο είναι τα νησιωτικά κράτη της Πολυνησίας και Μικρονησίας, με αποκορύφωμα την Αμερικανική Σαμόα όπου ο μέσος δείκτης σωματικής μάζας για τους άνδρες είναι 32,2 και για τις γυναίκες 34,8. Σε αυτές τις περιοχές πάνω από τις μισές γυναίκες και σχεδόν το 40% των ανδρών είναι παχύσαρκοι.
Οι χώρες με τους πιο αδύνατους (λιποβαρείς) στον κόσμο είναι το Τιμόρ-Λέστε, η Αιθιοπία και η Ερυθραία. Το παγκόσμιο ρεκόρ χαμηλότερου μέσου δείκτη σωματικής μάζας στις γυναίκες έχει το Τιμόρ-Λέστε (20,8) και στους άνδρες η Αιθιοπία (20,1). Πάνω από το ένα πέμπτο των ανδρών στην Ινδία, στο Μπαγκλαντές και στο Αφγανιστάν είναι λιποβαρείς, όπως επίσης τουλάχιστον το ένα τέταρτο των γυναικών στο Μπαγκλαντές και στην Ινδία.
Στην Ευρώπη, τον υψηλότερο μέσο δείκτη σωματικής μάζας έχουν οι άνδρες στην Κύπρο, στην Ιρλανδία και στη Μάλτα (27,8), καθώς και οι γυναίκες στη Μολδαβία (27,3). Τους χαμηλότερους μέσους δείκτες βάρους στην Ευρώπη έχουν οι άνδρες στη Βοσνία και στην Ολλανδία (25,9) και οι γυναίκες στην Ελβετία (23,7).
Στις ΗΠΑ ο μέσος δείκτης είναι πάνω από 28 και για τα δύο φύλα. Πάνω από το 25% των σοβαρά παχύσαρκων ανδρών και σχεδόν το 20% των σοβαρά παχύσαρκων γυναικών του κόσμου ζουν στις ΗΠΑ.
Λίγες ήσαν οι χώρες(Ιαπωνία, Τσεχία, Βέλγιο, Γαλλία, Γαλλία, Ελβετία) όπου κατά την τελευταία 40ετία δεν υπήρξε αύξηση στον μέσο δείκτη σωματικής μάζας στις γυναίκες.
Ελλάδα
Στην Ελλάδα ο μέσος δείκτης σωματικής μάζας για τους άνδρες είναι σήμερα περίπου 27,4, εμφανίζοντας συνεχή αύξηση, καθώς το 1975 ήταν 24,9, το 1985 ήταν 25,7, το 1995 ήταν 26,4 και το 2005 είχε φθάσει το 27. Στις Ελληνίδες υπάρχει ανάλογη διαχρονική αύξηση του μέσου δείκτη σωματικής μάζας από 25,6 το 1975, 26,1 το 1985, 26,4 το 1995, 26,9 το 2005 και 27,1 το 2014.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)