Το 1985 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών καθιέρωσε την Παγκόσμια Ημέρα των Εθελοντών. Η ελληνική απόδοση της παγκόσμιας ημέρας κάνει συνήθως λόγο για εθελοντισμό και όχι εθελοντές ή εθελόντριες μεταθέτοντας έστω και ακούσια την προσοχή πρωτίστως στον θεσμό και μέσω αυτού στα πρόσωπα. Οι εθελοντές και οι εθελόντριες, που μπορούμε να συναντήσουμε σε ένα μεγάλο εύρος δράσεων, προσφέρουν ανιδιοτελώς είτε μεμονωμένα είτε μαζί με άλλα πρόσωπα χωρίς να λαμβάνουν υλικό ή άλλο χρηματικό αντάλλαγμα. Αυτά τα σημεία διαφοροποιούν αυτομάτως τον εθελοντισμό από την εργασία ή από άλλες συναφείς έννοιες. Ο εθελοντισμός δεν είναι μαύρη εργασία και δεν μπορεί να αξιοποιείται για να καλυφθούν κενά για υπηρεσίες που πρέπει να παρέχονται από επαγγελματίες είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα. Από τα παραπάνω φαίνεται πως οι εθελοντές και οι εθελόντριες είναι μια κατηγορία με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δεν αντιμετωπίζεται πάντα με τη δέουσα προσοχή. Συνεπώς, λόγω της ρευστότητας που επικρατεί στις κοινωνίες που βιώνουν διαφόρων ειδών κρίσεις, κάθε άνθρωπος που επιλέγει να προσφέρει χωρίς αντάλλαγμα πρέπει να προστατεύεται και όχι αντιμετωπίζεται καχύποπτα.
Στην Ελλάδα οι εθελοντές και οι εθελόντριες αιμοδοσίας, καθώς και εκείνοι που συμμετέχουν στις ενέργειες της πολιτικής προστασίας είναι οι μόνοι που προστατεύονται. Ωστόσο, ειδικά τα τελευταία είκοσι χρόνια, με πολλές μεγάλες αφορμές, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, κινητοποιήθηκε μεγάλος αριθμός εθελοντών και εθελοντριών που σε αρκετές περιπτώσεις εκτέθηκε σε κινδύνους. Η συζήτηση γύρω από το πώς μπορούν να προστατευθούν καλύτερα οι άνθρωποι που προσφέρουν επανήλθε πολλές φορές μέσα στην οικονομική κρίση και, αργότερα, στο πλαίσιο της προσφοράς σε προσφυγικούς πληθυσμούς που έφτασαν στη χώρα μας.
Από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι και σήμερα, οπότε η τήρηση φυσικών αποστάσεων αποτελεί ένα από τα βασικά μέτρα πρόληψης του κορωνοϊού, η προσέγγιση του ζητήματος έλαβε διαφορετικό χαρακτήρα. Η εγγύτητα που μέχρι τώρα θεωρούνταν απαραίτητη προϋπόθεση της προσφοράς δεν μπορούσε να επιτευχθεί με την ίδια ευκολία. Πολλοί εθελοντές και πολλές εθελόντριες που συνήθιζαν να προσφέρουν δια ζώσης δεν μπορούσαν να μετακινηθούν γι’ αυτόν τον σκοπό, που δεν ήταν στη λίστα των έξι εξαιρέσεων μετακίνησης και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν ταυτίζεται με την εργασία ώστε να καλύπτεται με αυτόν τον τρόπο. Κανένας φορέας (είτε δημόσιος είτε ιδιωτικός -συμπεριλαμβανομένων των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων) δεν θα έβαζε σε κίνδυνο τους εθελοντές και τις εθελόντριες, και μόνο μετά από αρκετούς μήνες δόθηκε από το αρμόδιο Υπουργείο η οδηγία έκδοσης ειδικής βεβαίωσης κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.
Η πανδημία ανέδειξε πολλά κενά τα οποία σε πολλές περιπτώσεις έθεσαν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές. Είδαμε, μάλιστα, την εθελοντική προσφορά να εργαλειοποιείται και να χρωματίζεται αρνητικά, ενώ είναι σαφές ότι δε θα έπρεπε. Οι αποσπασματικές προσπάθειες που έγιναν να καλυφθούν τα κενά που εντοπίστηκαν δεν είναι επαρκείς για την επόμενη μέρα, η οποία δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς θα έρθει. Άλλωστε, η ανθεκτικότητά μας και η προετοιμασία μας για την αντιμετώπιση των κρίσεων δεν χτίζεται κατά τη διάρκεια αυτών, αλλά αρκετά πριν και ο ανθρώπινος παράγοντας πρέπει να είναι πάντα στο κέντρο των σχεδιασμών.
Αν σκεφτούμε πως η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών συνυφαίνεται με την ιδέα της προσφοράς και οι οργανωμένες κοινωνίες δεν ξεκίνησαν να εξελίσσονται με τα πρώτα σημάδια ανάπτυξης της τεχνολογίας ή της οικονομίας, αλλά όταν το «μαζί» υπερίσχυσε του «εγώ», θα αντιληφθούμε πόσο σημαντικό είναι να βγουν οι έννοιες της προσφοράς και της αλληλεγγύης αλώβητες από την κρίση που περνάμε και από όσες άλλες ενδέχεται να έρθουν στο μέλλον. Οι εθελοντές και οι εθελόντριες ήταν πάντα παρόντες και παρούσες για την κοινωνία. Τώρα είναι η στιγμή, η κοινωνία και η οργανωμένη πολιτεία να αποδείξουν ότι είναι εκεί για να τους στηρίξουν και όχι για να τους χρησιμοποιήσουν με πρόσχημα την άσκηση ελέγχου σε εκφάνσεις της καθημερινότητας.