Περισσότερα από 200 εκατομμύρια μικρά κορίτσια έχουν υποστεί κλειτοριδεκτομή στον κόσμο, ενώ οι μισθολογικές ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα είναι μια πραγματικότητα που, δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει αλλάξει.
Στον ισλαμικό κόσμο και σε αρκετές χώρες, γυναίκες αποτελούν αντικείμενα συναλλαγής, ενώ και δυτικότερα αν κοιτάξουμε, καταγράφεται υποεκπροσώπηση γυναικών σε υψηλόβαθμες θέσεις. Και ναι, παρόλο που η νέα γενιά -στην πλειοψηφία της τουλάχιστον- μεγαλώνει με περισσότερη ελευθερία γύρω από τις σεξουαλικές επιλογές και την ταυτότητα του φύλου -κι αυτό θεωρητικά θα έπρεπε να σημαίνει πως πολλά δικαιώματα που αφορούν τη γυναίκα έχουν κατακτηθεί- δεν είναι λίγα αυτά που πρέπει ακόμα να γίνουν σε μια κοινωνία που έχει αφομοιώσει σε βάθος την πατριαρχική δομή της.
Το γυναικείο κίνημα όμως αφορά και τους άνδρες. Και ειδικότερα όλα αυτά τα αγόρια που είναι καθημερινά παγιδευμένα στο μοντέλο της αρρενωπότητας που παραλληλίζει τον ανδρισμό με τη δύναμη και καθιστά αυτόματα ο,τιδήποτε διαφορετικό σε ένα ευάλωτο και αδύναμο ον.
Με αφορμή όλα αυτά, η HuffPost Greece έθεσε στη Διοτίμα, το Κέντρο Γυναικείων Ερευνών και Μελετών και την κα Νατάσα Κεφαλληνού, μερικά ερωτήματα για κάποια από τα πιο καίρια ζητήματα που αφορούσαν και αφορούν την κάθε γυναίκα.
-Αναλογιζόμενος κάποιος τα περιστατικά βίας κατά των γυναικών, όποια μορφή κι αν αυτά έχουν, σκέφτεται ίσως το εξής: Στην εποχή μας ένα κομμάτι του ακραία συντηρητισμού έδωσε τη θέση του στην σεξουαλική απελευθέρωση που με τη σειρά της δημιούργησε νέους ορίζοντες για συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού κυρίως. Με δεδομένο αυτό, το λογικό θα ήταν να έχει παρουσιάσει μείωση και η έμφυλη βία, κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Πώς το εξηγείτε;
Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα μας μια σειρά από αναχρονιστικές, συντηρητικές νοοτροπίες, πρακτικές, αλλά και προκαταλήψεις –που σχετίζονται με τους τα έμφυλα στερεότυπα– έχουν υποχωρήσει, τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό αντανακλάται και σε νομοθετικό επίπεδο με τη νομική κατοχύρωση της ισότητας των φύλων και τη ρητή αποτύπωσή της σε πλήθος νομικών κειμένων. Παρόλα αυτά η πραγματικότητα καταδεικνύει πως ακόμη και σήμερα η έμφυλη ανισότητα παραμένει. Ο δρόμος για την κατάκτηση της ουσιαστικής ισότητας μοιάζει ακόμα μακρύς.
Η έμφυλη βία σε όλες της τις μορφές (σωματική, ψυχολογική, οικονομική, σεξουαλική βία, trafficking) αποτελεί καρδιά της έμφυλης ανισότητας. Πρόκειται για φαινόμενο που δεν αφορά παλαιότερες συντηρητικότερες κοινωνίες, όπως πολλοί και πολλές νομίζουν. Είναι σύγχρονο, καθημερινό, παγκόσμιο φαινόμενο, που πλήττει στη συντριπτική πλειοψηφία γυναίκες, νεαρά κορίτσια, ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, ανεξαρτήτως τάξης, θρησκείας, μορφωτικού, οικονομικού επιπέδου, σεξουαλικού προσανατολισμού, όπως καταδεικνύουν όλες ανεξαιρέτως οι έρευνες.
Βέβαια τόσο οι ορισμοί, τα είδη αλλά και το επίπεδο κοινωνικής ανοχής απέναντι της, αλλάζουν στο χώρο και το χρόνο, ανάλογα με το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Ωστόσο, ο πυρήνας της έμφυλης βίας, διαχρονικά, δεν είναι άλλος από την ιστορικά διαπιστωμένη ανισότητα στις σχέσεις κοινωνικής ισχύος/εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ των φύλων. Ανισότητα που οδήγησε στην κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών και στις διακρίσεις σε βάρος των τελευταίων. Άλλωστε η έμφυλη βία, που εμπεριέχει τη χρήση υπαρκτής ή υποτιθέμενης δύναμης, αξιοποιείται από τους δράστες ως μέσο άσκησης κοινωνικού ελέγχου, τιμωρίας και «σωφρονισμού» των γυναικών. Συμπυκνώνοντας θα λέγαμε ότι όσο συνεχίζουν οι έμφυλες ανισότητες δεν θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε οριστικά από την έμφυλη βία.
“Η 8η Μάρτη -με την πορεία της στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον- αποτελεί για εμάς διαρκή υπόμνηση ότι στην πατριαρχία κάθε μέρα είναι αγώνας”
- Ο βιασμός και η δολοφονία της νεαρής κοπέλας στη Ρόδο έδωσε αφορμή για συζητήσεις σχετικά με το πότε το “όχι” σημαίνει “όχι”, και τα σχόλια που καταγράφηκαν -ακόμα και στα social media αν έριχνε κάποιος μια πρόχειρη ματιά- τάσσονται σε πολλές περιπτώσεις εναντίον του θύματος. Είναι άραγε τα όρια αυτά τόσο δυσδιάκριτα;
Το «όχι» της Ελένης Τοπαλούδη, όπως και τόσων άλλων γυναικών θυμάτων βιασμού και σεξουαλικών επιθέσεων, είναι απολύτως καθαρό. Ακριβώς για αυτό το «όχι» η Ελένη «τιμωρήθηκε» από δύο νεαρούς άνδρες, με τους οποίους αρνήθηκε να συνευρεθεί σεξουαλικά, πληρώνοντας με τη ζωή της. Αυτή η γυναικοκτονία (η τέταρτη τους τελευταίους 3 μήνες) καταδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο πως τα έμφυλα/σεξιστικά στερεότυπα, η «τοξική αρρενωπότητα» και η διάχυτη κουλτούρα του βιασμού, μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε δολοφονίες γυναικών, μόνο και μόνο επειδή αρνούνται να είναι υποτελείς στην ανδρική εξουσία.
Και εξηγούμαστε: Τα έμφυλα στερεότυπα, που από πολύ μικρές ηλικίες καλούνται να εμπεδώσουν τα αγόρια και τα κορίτσια, ταυτίζουν την αρρενωπότητα με το σεξισμό, την επιθετικότητα και τη βία. Η ανάδυση της τοξικής αρρενωπότητας -εκτός από τα παραπάνω στοιχεία- περιλαμβάνει τον ακραίο μισογυνισμό και την αντικειμενοποίηση των γυναικείων σωμάτων. Η θηλυκότητα αντίθετα συνδέεται με την υποταγή στις θελήσεις του «κυρίαρχου αρσενικού», απαραίτητο στοιχείο μιας υποτιθέμενης «γυναικείας φύσης». Φυσικά τα στερεότυπα δεν παρουσιάζονται έτσι όπως είναι, δηλαδή ως κοινωνικές κατασκευές που επιδέχονται κριτικής και αμφισβήτησης, αλλά ως φυσικοί, βιολογικοί προσδιορισμοί των υποκειμένων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι δράστες της πιο ακραίας μορφής έμφυλης βίας, όπως και οι δολοφόνοι της Ελένης, αρνούνται να αποδεχτούν την αυτεξουσιότητα των γυναικών, το δικαίωμα τους στην αυτοδιάθεση των σωμάτων τους. Η συναίνεση ή μη των γυναικών δεν μετρά, καθώς «εκ του φυσικού τους» οι γυναίκες πρέπει να υποτάσσονται στις ανδρικές θελήσεις.
-Τα μέσα ενημέρωσης τι ρόλο παίζουν στη διάδοση των έμφυλων στερεοτύπων; Και με τι πρέπει ακόμα να αντιπαλέψει το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα;
Τα έμφυλα στερεότυπα συνεπικουρούνται από την κυρίαρχη κουλτούρα του βιασμού που παραγνωρίζει το θέμα της συναίνεσης, στη διάχυση της οποίας σημαντικό ρόλο παίζουν και τα μίντια. Στην κουλτούρα του βιασμού η αντρική έκφραση σεξουαλικής βίας παρουσιάζεται ως κάτι θεμιτό, φυσιολογικό, ακόμη και επιθυμητό. Διαμορφώνεται έτσι ένα περιβάλλον κοινωνικής ανοχής σε αυτό το είδος έμφυλης βίας και στις εκδηλώσεις του, μια εκ των οποίων είναι ο βιασμός.
Είναι η διαδεδομένη κουλτούρα του βιασμού, λοιπόν, που καλεί τις γυναίκες θύματα βιασμών να απολογηθούν, να αποδείξουν ότι δεν ήταν οι ίδιες υπεύθυνες για αυτό που τους συνέβη. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που σε υποθέσεις βιασμού το victim blaming είναι κυρίαρχο. Οι στερεοτυπικές φράσεις «τι φόραγε;», «πόσο είχε πιει;», «πόσους συντρόφους είχε;», «τι ώρα γύριζε στο σπίτι της;», που ακούγονται συχνά εντός και εκτός των δικαστικών αιθουσών, βάζουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου αντί για τους θύτες τα θύματα, αμφισβητώντας το βίωμά τους.
Δεδομένων όλων των παραπάνω, και στην υπόθεση της γυναικοκτονίας στη Ρόδο καταγράφηκαν διάφορα σχόλια -τόσο στα μίντια όσο και στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης- για το «ποιόν» του θύματος, τη στάση του κλπ. Όμως το σημαντικό αυτή τη φορά ήταν ότι ορθώθηκε ισχυρός αντίλογος στο δημόσιο λόγο και χώρο. Γυναικείες και φεμινιστικές ομάδες, οργανώσεις τις κοινωνίας των πολιτών, φορείς, ακτιβίστριες, διανοούμενοι/ες, κόμματα κλπ, με κείμενα, διαμαρτυρίες, κινητοποιήσεις, φώναξαν ότι η κουλτούρα της ανοχής στην έμφυλη βία πρέπει να σταματήσει εδώ και τώρα.
- Η Διεθνής Αμνηστία τους προηγούμενους μήνες πραγματοποίησε καμπάνια ώστε και στη χώρα μας το σεξ χωρίς συναίνεση να θεωρηθεί και επίσημα ως βιασμός. Τελικά η πρόταση για την τροποποίηση του επίμαχου άρθρου έγινε, αλλά μάλλον δεν είναι ικανοποιητική. Την ίδια ώρα μικρό ποσοστό των θυτών που ευθύνονται για τους βιασμούς τελικά καταδικάζονται. Αν τελικά το θύμα καταγγείλει το περιστατικό. Πώς θα αλλάξει όλο αυτό;
Ο βιασμός είναι ένα ειδεχθές έγκλημα εξουσίας και επιβολής, που πλήττει βάναυσα την προσωπικότητα και την αξιοπρέπειά των θυμάτων. Περίπου 9 εκατομμύρια γυναίκες στην ΕΕ, δηλαδή 1 στις 20 γυναίκες άνω των 15 ετών, έχει υποστεί βιασμό, ενώ 1 στις 10 γυναίκες έχει βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής βίας, σύμφωνα με την έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA 2014), τη μεγαλύτερη δημοσκοπική έρευνα, με δείγμα 42.000 γυναίκες από 28 κράτη μέλη της ΕΕ.
Παρά το γεγονός ότι οι αριθμοί είναι συγκλονιστικοί δεν αποτυπώνουν το εύρος του φαινομένου, καθώς μικρό ποσοστό βιασμών τελικά καταγγέλλονται. Γιατί συμβαίνει αυτό θα αναρωτηθείτε. Επειδή, οι γυναίκες όχι μόνο δεν ενθαρρύνονται, αλλά αποθαρρύνονται να καταγγείλουν. Αποθαρρύνονται: όταν πηγαίνουν στις αστυνομικές αρχές για να αναφέρουν το συμβάν και τις διώχνουν «γιατί έχουν περάσει μέρες» (περίπτωση Τοπαλούδη). Όταν ολόκληρες τοπικές κοινωνίες κατηγορούν το θύμα, υπερασπιζόμενες τα «παιδιά καλών οικογενειών» (υπόθεση ομαδικού βιασμού ανήλικης μαθήτριας στην Αμάρυνθο). Όταν οι δικαστικές αρχές, στις οποίες καταφεύγουν θαρραλέες επιζήσασες αποζητώντας δικαιοσύνη, αθωώνουν ή «ρίχνουν στα μαλακά» τους βιαστές τους.
Φυσικά κινήματα όπως το #MeToo, εμπνέουν και ενδυναμώνουν τις γυναίκες να μιλήσουν. Παράλληλα, όμως, είναι αναγκαία και η αλλαγή νομοθεσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η καμπάνια της Διεθνούς Αμνηστίας, την οποία στηρίζει το Κέντρο Διοτίμα, τονίζει την αναγκαιότητα τροποποίησης του ορισμού του βιασμού (άρθρο 336 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα).
Βάση του ισχύοντος άρθρου ως βιασμός ορίζεται η συνουσία μετά από καταναγκασμό με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Εδώ ο νόμος αρνείται ένα θεμελιακό δικαίωμα των γυναικών: το δικαίωμα τους στη μη συναίνεση, οπουδήποτε, οποτεδήποτε, ακόμη και αν αρχικά έχουν συναινέσει, ακόμη και απέναντι στο σύζυγο - σύντροφό τους (ο βιασμός άλλωστε εντός γάμου είναι ποινικό αδίκημα).
Η αναθεώρηση του άρθρου είναι μάλιστα αναγκαία καθώς πολλοί βιασμοί δεν τελούνται με τη χρήση βίας, μιας και το «πάγωμα» είναι εξαιρετικά συνηθισμένη αντίδραση. Άλλωστε και η σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, που πρόσφατα έγινε νόμος του κράτους, προβλέπει την αλλαγή του ορισμού στη βάση της συναίνεσης. Σε κάθε περίπτωση πάντως η μοναδική και απαράβατη προϋπόθεση για την τέλεση οποιασδήποτε συνουσίας θα πρέπει να είναι στη βάση της ελεύθερης, εκούσιας και αβίαστης συναίνεσης των γυναικών.
Φυσικά δεν θεωρούμε ότι η αλλαγή του ορισμού θα εξαλείψει το φαινόμενο, ωστόσο είναι μια καλή αρχή, που μπορεί να συμβάλει στην κοπιώδη προσπάθεια μετασχηματισμού των έμφυλων στερεοτύπων. Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλουν οι επιμορφώσεις επαγγελματιών (αστυνομικές, δικαστικές αρχές κλπ), η ένταξη ζητημάτων φύλου στην εκπαίδευση, οι καμπάνιες ενημέρωσης. Με γνώμονα τα παραπάνω το Κέντρο μας «τρέχει» και φέτος την καμπάνια #DontSkip, που καλεί τον/την κάθε πολίτη να μην προσπερνά τα περιστατικά της έμφυλης βίας, που γνωρίζει, ακούει, μαθαίνει, βλέπει, υποψιάζεται, και να σταθεί δίπλα στις επιζήσασες.
“Κάθε έξι ώρες παγκοσμίως δολοφονούνται 6 γυναίκες από τους οικείους τους”
- Θα μπορούσατε να μας παραθέσετε κάποια αριθμητικά στοιχεία για τις γυναικοκτονίες; Ποιος είναι ο δράστης της γυναικοκτονίας στις περισσότερες περιπτώσεις;
Οι γυναικοκτονίες, δηλαδή οι ανθρωποκτονίες από πρόθεση γυναικών επειδή είναι γυναίκες, ως επί το πλείστον διαπράττονται από (νυν ή πρώην) συζύγους/ συντρόφους. Ο δράστης μάλιστα είθισται να έχει μακροχρόνια κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στη σύζυγο/ σύντροφο, η οποία βρίσκεται πολλές φορές σε θέση οικονομικής εξάρτησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιες φορές δράστες είναι και άλλα μέλη της οικογένειας.
Όπως καταγράφει πιο πρόσφατη παγκόσμια έρευνα (UNODC 2018): το 50-58% των ανθρωποκτονιών γυναικών το 2017 διαπράχθηκαν από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή μέλη της οικογένειας τους. Για να καταλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος: Στην ουσία κάθε έξι ώρες παγκοσμίως δολοφονούνται 6 γυναίκες από τους οικείους τους.
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή του φαινομένου, η Αφρική και η Αμερική είναι οι πιο επικίνδυνες περιοχές για τις γυναίκες. Στην Αφρική, το ποσοστό είναι περίπου 3,1 θύματα ανά 100.000 γυναικείο πληθυσμό, στην Αμερική 1,6, στην Ωκεανία 1,3 και στην Ασία 0,9. Το χαμηλότερο ποσοστό εντοπίστηκε στην Ευρώπη, με 0,7/100.000.
Ωστόσο και στην ΕΕ, οι αριθμοί δημιουργούν αποτροπιασμό, καθώς κάθε εβδομάδα 50 γυναίκες πεθαίνουν εξαιτίας ενδοοικογενειακής βίας (FRA, 2014).
Με αυτά τα δεδομένα, το ζήτημα των γυναικοκτονιών είναι λογικό να βρίσκεται υψηλά στη φεμινιστική αντζέντα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ως Κέντρο Διοτίμα σκοπεύουμε να «σηκώσουμε» το θέμα και σε επίπεδο του δικαιακού συστήματος, ώστε να καταγράφονται επισήμως τέτοια περιστατικά ως γυναικοκτονίες αλλά και να αντιμετωπίζονται αρμοδίως από τις δικαστικές αρχές.
-Το ζήτημα της ισότητας και στην εργασία αποτέλεσε και έναν από τους στόχους του σχεδίου δράσης που είχε καταρτίσει η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, καθώς αποδυναμώθηκε αισθητά και με την κρίση. Από την εμπειρία σας, είχαν αποτέλεσμα οι παρεμβάσεις στις επιχειρήσεις που υπήρχαν διακρίσεις μισθού και δικαιωμάτων βάσει φύλου;
Η υποχώρηση ως προς την ισότητα των φύλων στην εργασία, είχε αρχίσει να γίνεται ορατή σε επίπεδο ΕΕ ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, λόγω της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας. Στην Ελλάδα, παρά τις προόδους των τελευταίων δεκαετιών (π.χ. νομοθετικό πλαίσιο, θετικά μέτρα κ.λπ.), η οικονομική κρίση και οι παρατεταμένες πολιτικές λιτότητας οδήγησαν σε επίθεση στα κεκτημένα δικαιώματα των γυναικών και σε πολλαπλασιασμό των εμποδίων στην ισότιμη ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχε πράγματι σημαντικές έμφυλες συνέπειες: η γυναικεία απασχόληση καταβαραθρώθηκε με την ανεργία των γυναικών, ιδίως την μακροχρόνια, να εκτινάσσεται. Ολοένα και περισσότερες γυναίκες εξωθούνται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, εξαιρετικά χαμηλά αμειβόμενες, χωρίς κοινωνική ασφάλιση και δικαιώματα.
Συνεπώς, το έμφυλο χάσμα αμοιβών (και συντάξεων) κάθε άλλο παρά κλείνει, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν καλύτερες εκπαιδευτικές επιδόσεις. Όσο για τις ευάλωτες ομάδες γυναικών (μετανάστριες, προσφύγισσες, Ρομά, μονογονείς, γυναίκες με αναπηρία, κ.λπ.) ο κίνδυνος να βιώσουν φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό αυξήθηκε σε δραματικό βαθμό. Ταυτόχρονα, το γεγονός της κατάρρευσης των κρατικών προνοιακών δομών και παροχών έριξε στις πλάτες των γυναικών, το κύριο μερίδιο της οικιακής εργασίας και της παροχής φροντίδας. Παράλληλα, ανισότητες και διακρίσεις όπως η «γυάλινη οροφή», η υποεκπροσώπηση των γυναικών στα οικονομικά και πολιτικά κέντρα λήψης αποφάσεων, εξακολουθούν να υφίστανται. Στην ουσία, στην Ελλάδα, οι υφιστάμενες ανισότητες στην εργασία διαιωνίζονται και διαπλέκονται πλέον με νέες.
Με αυτές τι νέες προκλήσεις έρχεται να αναμετρηθεί το εθνικό σχέδιο για την ισότητα των φύλων 2016-2020 που κατέθεσε η ΓΓΙΦ, το οποίο βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση προτείνοντας τόσο την ένταξη της διάστασης του φύλου σε όλες τις πολιτικές όσο και μια σειρά από ειδικά μέτρα – θετικές δράσεις, και για την έμφυλη ισότητα στην εργασία.
Παράλληλα, θεωρούμε ότι για να αλλάξει αυτή η εικόνα είναι αναγκαία η δικτύωση και η συνεργασία των φεμινιστικών και γυναικείων οργανώσεων, των εναλλακτικών κινημάτων, των δικτύων αλληλεγγύης, των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, για την ανανέωση των σύγχρονων φεμινιστικών αιτημάτων.
-Σκέφτομαι πως η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας είναι η ανάμνηση μιας μεγάλης διαμαρτυρίας των γυναικών της Νέας Υόρκης για καλύτερες συνθήκες εργασίας και δικαιώματα, ανθρώπινα δικαιώματα. Αντί επιλόγου, θα ήθελα να κλείσουμε με τις δικές σας σκέψεις για την ημέρα.
Η 8η Μάρτη αποτελεί ημέρα ορόσημο για τους αγώνες των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Αγώνες τριών αιώνων, χιλιάδων ανώνυμων και επώνυμων γυναικών, που με τις νίκες, τις ήττες, τους συμβιβασμούς και τις επανεφορμήσεις τους κατόρθωσαν να καλυτερεύσουν σε σημαντικό βαθμό τη θέση των γυναικών, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες.
Ο σημαντικός συμβολισμός της ημέρας επανανοηματοδοτείται σήμερα με νέα αιτήματα, διεκδικήσεις και μορφές αγώνα που αναδύονται με την άνθιση των φεμινισμών παγκοσμίως· από το Women’s Strike, μέχρι το #metoo, και από τις μεγάλες κινητοποιήσεις του πρωτοπόρου φεμινιστικού κινήματος στη Λατινική Αμερική και την Ισπανία, μέχρι τους αγώνες των γυναικών σε Ιρλανδία, Πολωνία αλλά και Ελλάδα.
Η 8η Μάρτη -με την πορεία της στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον- αποτελεί για εμάς διαρκή υπόμνηση ότι στην πατριαρχία κάθε μέρα είναι αγώνας. Αγώνας μέχρι την οριστική εξάλειψη των ιστορικά διαμορφωμένων έμφυλων ανισοτήτων , για την άρση όλων των έμφυλων διακρίσεων και του σεξισμού, μέχρι την κατάκτηση της ουσιαστικής ισότητας παντού (στη δουλειά, στο σπίτι, στο δημόσιο χώρο, στον ελεύθερο χρόνο, στη ζωή) και για όλες, ιδίως τις πιο ευάλωτες ομάδες γυναικών και θηλυκοτήτων.