Παρακολουθώντας τις ειδήσεις σε ημερήσια βάση αναρωτιέται κανείς ποιος από τους παράλληλους πολέμους που διεξάγονται αυτή τη στιγμή είναι ο πιο ανελέητος. Η περίπλοκη συμβατική σύρραξη της Ουκρανίας, ή η μονομερής οικονομική επίθεση των ΗΠΑ εναντίον όλων σχεδόν των άλλων. Δύο παραδείγματα των τελευταίων ημερών: οι ”σαρωτικές” και ”εξαιρετικά επιθετικές”, όπως αποκλήθηκαν, νέες απαγορεύσεις εξαγωγής αμερικανικής τεχνολογίας στην Κίνα, και οι απειλές πολλών Αμερικανών πολιτικών κατά του ΟΠΕΚ+ και ειδικά της Σαουδικής Αραβίας μετά από την πρόσφατη απόφαση για μείωση της παραγωγής πετρελαίου κατά 2.000.000 βαρέλια την ημέρα.
Οι κινήσεις αυτές είναι βεβαίως κατανοητές. Σε πείσμα του φιλελεύθερου ευαγγελίου περί ανοιχτών αγορών, υπέρ του ”ελεύθερου εμπορίου” οι χώρες της Δύσης στην ιστορία τους μόνον κατ’ επιλογήν υπήρξαν: όταν είχαν οι ίδιες το απόλυτο πλεονέκτημα και ήθελαν να επιβληθούν στους ανταγωνιστές τους.
Και δεν ορρώδησαν ακόμη και προ της στρατιωτικής βίας για να το πετύχουν, όπως φέρ’ ειπείν στον πόλεμο του οπίου των Βρετανών κατά της Κίνας ή στην πειρατική επιδρομή του Πέρρυ και των Αμερικανών κατά της Ιαπωνίας τον 19ο αιώνα, διά της «διπλωματίας των κανονιοφόρων» όπως αποκλήθηκε.
Αντιστρόφως, όποτε οι λεγόμενες ”φιλελεύθερες” δυνάμεις είχαν το κάτω χέρι, προχωρούσαν εξίσου ανενδοίαστα σε εμπορικούς πολέμους ή και σε ναυτικούς αποκλεισμούς, όπως στους ναπολεόντειους πολέμους ή τώρα κατά της Ρωσσίας, του Ιράν και της Κίνας (διά των αποκαλούμενων κυρώσεων).
Διαχρονικά, κύριο χαρακτηριστικό της ”φιλελεύθερης” εξωτερικής πολιτικής ήταν ανέκαθεν η λεηλασία του πλέον ανίσχυρου, από την συστηματική αποικιοκρατική απομύζηση των Ινδιών ώς τους χρυσοθηρικούς πολέμους κατά των Μπόερς. Φυσικά, και μη φιλελεύθερες μεγάλες δυνάμεις, λεηλάτησαν επανειλημμένα τους υποτελείς πληθυσμούς. Η διαφορά είναι ότι η δυτική εμποροκρατία, ως εκ της εκτατικής φύσεώς της, ήταν ανέκαθεν καταστροφικότερη. Τα δύο κύρια παραδείγματα: οι συνέπειες της αποικιοκρατίας με τις οποίες παλεύουν ακόμη πάμπολλες χώρες και η προϊούσα οικολογική εξάντληση του πλανήτη, το μέγιστο τμήμα της οποίας χρεώνεται στον δυτικό λογαριασμό.
Ωστόσο, οι υπολογισμοί των δυτικών ιθυνόντων δεν ήταν πάντα αλάνθαστοι. Η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ήταν το ένα από τα δύο μοιραία σφάλματα του προέδρου Κλίντον τη δεκαετία του 1990 (το άλλο ήταν η διεύρυνση προς Ανατολάς του ΝΑΤΟ που προκάλεσε τον σημερινό πόλεμο στην Ουκρανία).
Ο Κλίντον και οι liberals πίστευαν σοβαρά ότι με αυτόν τον τρόπο θα ”ανοίξουν”, ότι μάλιστα θα εκδυτικίσουν την Κίνα, προσδένοντάς την στο αμερικανικό άρμα. Όπως ξέρουμε έγινε το αντίθετο. Οι Κινέζοι εκμεταλλεύθηκαν την αμερικανική αφέλεια, και με την συνέργεια των μεγάλων δυτικών πολυεθνικών που αποκόμιζαν μυθικά κέρδη στην τεράστια αυτή ασιατική αγορά, αφενός μεν αφαίμαξαν την παραγωγική βάση της αμερικανικής και ευρωπαϊκής οικονομίας, αφετέρου δε επιτάχυναν τον κοινωνικό διχασμό που έχει φέρει τις ΗΠΑ (και κάμποσες χώρες της Ευρώπης) στα πρόθυρα του εμφυλίου.
(Τηρουμένων των αναλογιών, πρέπει να ειπωθεί ότι το ίδιο ακριβώς πέτυχαν οι Γερμανοί και ο ευρωπαϊκός βορράς έχοντας όπλο τους θεσμικό την ΕΕ του Μάαστριχτ. Εις βάρος των χωρών του ευρωπαϊκού νότου εκείνοι, και με τη συνέργεια των επιτόπιων ιθυνουσών τάξεων προφανώς...)
Ο Μπάιντεν, όπως προηγουμένως ο Τραμπ, στην ουσία δεν κάνει άλλο παρά να προσπαθεί να θεραπεύσει τις συνέπειες εκείνης της μοιραίας απόφασης του Κλίντον. Και επειδή το αρχικό σχέδιο της παγκόσμιας ηγεμονίας διά της οικονομίας (αυτό που ευφημιστικά αποκλήθηκε παγκοσμιοποίηση, ενώ ήταν βεβαίως τεχνήεις εξαμερικανισμός-εκδυτικισμός, οργανική συνέχεια της αγγλικής ή γαλλικής αποικιακής πολιτικής με άλλα μέσα) είναι πλέον ανέφικτο, το ζητούμενο πλέον είναι το αντίθετο: η περιχαράκωση. Η διατήρηση ενός υπό πλήρη έλεγχο και αμόλυντου από έξωθεν επιρροές σκληρού πυρήνα του αμερικανικού dominium: χονδρικά της Ευρώπης, της λεγόμενης Αγγλόσφαιρας και των προγεφυρωμάτων της Ουάσιγκτον στην ασιατική ήπειρο (κυρίως σε Ιαπωνία, Ν. Κορέα, Ταϊβάν).
Υπό την έννοια αυτή, και οι δύο τρέχοντες πόλεμοι, τόσο ο παγκόσμιος οικονομικός όσο και ο συμβατικός ρωσσοδυτικός πόλεμος στην Ουκρανία, στρέφονται ευθέως, αν όχι πρωτίστως, και κατά της Ευρώπης τορπιλίζοντας, πιθανότατα οριστικά, το μεταπολεμικό όραμα της ευρωπαϊκής αυτονομίας. Μετά από τόσες δεκαετίες ατλαντικής εξάρτησης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνεται να έχουν συμβιβαστεί με τη μοίρα τους και αντί της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού ΝΑΤΟ να αποδέχονται την απορρόφηση πλέον της ΕΕ από το ΝΑΤΟ. Πράγμα που αντικειμενικά θα θέσει κάποια στιγμή υπό αίρεση την ύπαρξη της πρώτης.
Αξιοσημείωτη φυσικά είναι η μεταλλαγή των ιδεολογημάτων. Εκεί που, κυριολεκτικά ώς χθες, τη δημόσια σφαίρα μονοπωλούσε η δοξολόγηση των ανοιχτών συνόρων και της, κατά Χάμπερμας, «υπερεθνικής συναστρίας», τώρα προβάλλεται το ιδεώδες της εθνικής αυτοδιάθεσης (των Ουκρανών και των Ταϊβανέζων, όχι όμως και των Κούρδων ή των Καταλάνων) και διακηρύσσεται ο ζωτικός δεσμός «φιλελευθερισμού και εθνικισμού», όπως εσχάτως στον Φουκουγιάμα. Εκεί που ΗΠΑ και ΕΕ φιλοδοξούσαν να εξαγάγουν την ελευθερία και τη δημοκρατία όπου γης, τώρα δηλώνουν ότι δίνουν τον αγώνα τον καλό για την προάσπισή τους, ακόμη και εντός των ίδιων τους των συνόρων. Και εκεί που ανέμιζαν τη σημαία της οικουμενικότητας, τώρα ανακαλύπτουν τις αρετές και την προτεραιότητα των δικών τους ενδοδυτικών δεσμών. Σημεία των καιρών…