Παγκοσμιοποιημένη κρίση και  παγκοσμιοποίηση της αντιμετώπισής της

Ώρα να προετοιμαστούμε για το αβέβαιο κοινό μας μέλλον.
Open Image Modal
.
SILVIO AVILA via AFP via Getty Images

Προ των πυλών ένα νέο σχέδιο αντιμετώπισης των πανδημικών κρίσεων με σύνθημα: «κανείς δεν θα είναι ασφαλής αν δεν είναι όλοι ασφαλείς». 

Ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμανουέλ Μακρόν, η καγκελάριος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας  Άνγκελα Μέρκελ και ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μπόρις Τζόνσον, υπέγραψαν κοινή διακήρυξη για την ανάγκη μιας παγκόσμιας συμφωνίας προκειμένου να αντιμετωπίζονται άμεσα και αποτελεσματικά οι πανδημίες αλλά και οι οικονομικές επιπτώσεις τους.

Οι τρεις ηγέτες συμφώνησαν ότι στο μέλλον η ανθρωπότητα θα αντιμετωπίσει αναπόφευκτα και άλλες παρόμοιες κρίσεις, ενώ αυτή του Covid-19 που στοίχησε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη θα μπορούσε να αποτελέσει έναν χρήσιμο οδηγό ώστε να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο κοινής δράσης, αλλά και οι μηχανισμοί του, προκειμένου να αποφύγουμε στο μέλλον τις επιπτώσεις ανάλογων φαινομένων.

Το κοινό κάλεσμα υπογράφουν 24 ηγέτες από όλο τον κόσμο κι από διάφορους οργανισμούς χαρακτηρίζοντας τη σημερινή υγειονομική κρίση ως την μεγαλύτερη πρόκληση μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο.

Οι στόχοι της κοινή διακήρυξης  είναι  σαφείς: «να ενωθούν οι χώρες, να διαλυθούν οι πειρασμοί του απομονωτισμού και του εθνικισμού και να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που θα μπορούσαν να επιτευχθούν από κοινού μόνο στο πνεύμα της αλληλεγγύης και της συνεργασίας, δηλαδή της ειρήνης, της ευημερίας, της υγείας και της ασφάλειας.»

Από την πλευρά του ο Μπόρις Τζόνσον επισήμανε ότι η ομάδα των G7 (των 7 πιο αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη), θα μπορούσε να συνδράμει στην προσπάθεια αυτή, στηρίζοντας τις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες και διασφαλίζοντας την επάρκεια εμβολίων ή φαρμάκων, ειδικά μετά την αδιανόητη στάση των φαρμακευτικών κολοσσών, τα τεράστια προβλήματα έγκαιρης διάθεσης των διαθέσιμων-κατά παράβαση των συμφωνηθέντων-  εμβολίων στις χώρες μέλη της Ε.Ε, αλλά και τα φαινόμενα ενός είτε παραεμπορίου είτε επιλεκτικής διάθεσης τους με όρους καθαρά εμπορικού κέρδους, σε τρίτες χώρες όπως στο Ισραήλ ή στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Αραβικού  Κόλπου.

Και αν ως εδώ οι προθέσεις δείχνουν αγαθές και αυτονόητες, υπάρχουν όψεις αυτής της πρωτοβουλίας που προκαλούν αμφιβολίες και εύλογο σκεπτικισμό.

Σε μια παγκόσμια κινητοποίηση προκειμένου να δημιουργηθούν οι δομές εκείνες που θα εξασφάλιζαν μια αποτελεσματική αντιμετώπιση παρόμοιων μελλοντικών κρίσεων, δεν μπορεί να απουσιάζει η ανάγκη για ενίσχυση και αναβίωση μεγάλων δημόσιων ερευνητικών και φαρμακευτικών μονάδων, είτε στο πλαίσιο της Ε.Ε ή οποία βρέθηκε έρμαιο των φαρμακευτικών συμφερόντων που όμως η ίδια ενίσχυε για δεκαετίες, είτε σε ένα ευρύτερο φάσμα κρατών και οργανισμών, ώστε σε μεγάλο βαθμό η επιστημονική κοινότητα να αποδεσμευθεί από τις ιδιωτικές φαρμακοβιομηχανίες οι οποίες λειτουργούν ασύδοτα, χωρίς κανόνες δεοντολογίας και ηθικής, με κύριο γνώμονα το κέρδος και την επικράτηση σε έναν ανελέητο αγώνα οικονομικών συμφερόντων. 

Τρανή απόδειξη πέρα από την τωρινή κατακριτέα στάση, αποτελεί και ο τρόπος που οι εταιρείες κατευθύνουν τους προϋπολογισμούς τους, ώστε να παράγονται ακριβά σκευάσματα μακράς δράσης και όχι π.χ. φθηνά αντιβιοτικά ή ουσίες περιορισμένης χρήσης, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε και στην εμφάνιση της σημερινής πανδημίας.

Το ίδιο συμβαίνει και με την αμφιλεγόμενη αγορά των γενόσημων σκευασμάτων, τα οποία παράγονται σε τρίτες χώρες -κυρίως την Ινδία- σε ιδιαίτερα χαμηλό κόστος και μετά επαναπροωθούνται στις πλουσιότερες της Δύσης. Εξασφαλίζοντας μια διαφορά κέρδους στις μητρικές εταιρείες παραγωγής.

 Όταν χώρες με μακρά παράδοση στην έρευνα και την ανάπτυξη νέων φαρμακευτικών σκευασμάτων και μάλιστα μέσα από τα εκπαιδευτικά τους ιδρύματα όπως οι Η.Π.Α, Γαλλία, Αγγλία κλπ. έχουν αναθέσει τον ρόλο αυτό σε ιδιωτικές εταιρείες -με το ανάλογο τίμημα-είναι φυσικό επακόλουθο να δημιουργούνται παρόμοια εξοργιστικά φαινόμενα.

Φαινόμενα όπως αυτά που ζήσαμε το προηγούμενο διάστημα με τις καθυστερήσεις στις παραδόσεις των εμβολίων για τον Covid-19, με τις απειλές από την πλευρά της Ε.Ε προς τις φαρμακευτικές οι οποίες έπεσαν στο κενό αλλά και την αναπόφευκτη έξαρση των ευρωσκεπτικιστικών τάσεων όλων εκείνων οι οποίοι είδαν  για μια ακόμη φορά την Ευρώπη, να αδυνατεί να λειτουργήσει ενιαία, δυναμικά και αποτελεσματικά και σε αυτή την κρίση. 

Από την άλλη είναι απαραίτητη  η ενίσχυση του Παγκόσμιου και Ευρωπαϊκού οργανισμού Υγείας, καθώς και η δημιουργία ενός υπερεθνικού μηχανισμού δράσης, ο οποίος θα περιλαμβάνει όλες τις χώρες και δεν θα αποκλείει κάποιες με κριτήρια γεωπολιτικά και πάντως όχι επιστημονικά, όπως συμβαίνει με την επιφυλακτική αν όχι εχθρική στάση που τηρεί ο «δυτικός» κόσμος έναντι της Ρωσίας αλλά και της Κίνας, αλλά και με την οικονομική διαμάχη Ε.Ε και Βρετανίας μετά το πολυθρύλητο Brexit.

Ένας υπερεθνικός οργανισμός αρχών  και αξιών είναι αναγκαίος όχι όμως  για να νομιμοποιήσει αυθαιρεσίες, αυταρχικότητα, έλεγχο της κοινής γνώμης, καταστολή και περιορισμό των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, αλλά προκειμένου να θέσει κανόνες και όρια σε κράτη και εταιρείες, να διασφαλίσει με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο την κατανομή οικονομικής και επιστημονικής βοήθειας.

Να ενισχύσει τις αναπτυσσόμενες χώρες και να υποχρεώσει -όχι απλώς να ενθαρρύνει- τις μεγάλες αναδυόμενες υπερδυνάμεις να συνδράμουν στην κοινή παγκόσμια προσπάθεια αντιμετώπισης όχι μόνο πανδημικών καταστάσεων, αλλά και αυτής της κλιματικής αλλαγής, της έξαρσης των μετανευστικών ροών και της διασφάλισης της γεωστρατηγικής ισορροπίας σε σημεία του πλανήτη όπου συγκρούονται στρατιωτικές σφαίρες επιρροής, θρησκείες και οικονομικά συμφέροντα, από τη Μέση Ανατολή, την Βαλτική και  τον Ειρηνικό.

Οι προκλήσεις που αφορούν την επάρκεια σε ενεργειακές πηγές, τροφή και νερό, αλλά και ενδεχόμενες μελλοντικές απειλές ασθενειών σε οικουμενικό επίπεδο απαιτούν συνεργασία, αλληλεγγύη, άρση της διαχρονικής αντιπαλότητας μεταξύ εθνών, θρησκειών και κοινοτήτων.

Το οδυνηρό παράδειγμα από την  πολιτική, επιστημονική, οικονομική και κοινωνική ανεπάρκεια, ανικανότητα και αδυναμία δράσης ανεξαιρέτως όλων των χωρών, των οργανισμών και των υπερδυνάμεων, θα πρέπει όχι απλώς να μας προβληματίσει, αλλά να αποτελέσει κρίσιμο σημείο εκκίνησης προκειμένου να προετοιμαστούμε για το αβέβαιο κοινό μας μέλλον σε έναν πλανήτη που φαίνεται ολοένα να πλησιάζει και πιο κοντά στο τέλος του, με δική μας αποκλειστικά ευθύνη.