Είναι πολύ πιθανόν να μην αισθανόμαστε καλά όταν μένουμε ξύπνιοι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Ωστόσο, πέρα από το να ξυπνάμε νυσταγμένοι, μια νέα έρευνα λέει ότι οι καθυστερημένες ώρες ύπνου μπορούν πραγματικά να βλάψουν την ψυχική μας υγεία. Σε μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Psychiatry Research, οι ειδικοί ανέλυσαν δεδομένα ύπνου και υγείας από 73.888 άτομα στη Biobank (σ.σ. βάση δεδομένων ερευνών υγείας) του Ηνωμένου Βασιλείου.
Όσοι πήγαιναν για ύπνο τακτικά μετά τη 1 π.μ. είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαταραχές ψυχικής υγείας όπως κατάθλιψη και άγχος σε σχέση με εκείνους που πήγαιναν για ύπνο πριν τη 1 π.μ. (γνωστό ως ο χρονότυπός μας). Το να πηγαίνουμε για ύπνο μετά τη 1 π.μ. βλάπτει ψυχικά τους ανθρώπους, διαπίστωσε η μελέτη...
Τα άτομα που πήγαν για ύπνο πριν τη 1 π.μ. είχαν καλύτερες διαγνώσεις σε σχέση με την ψυχική τους υγεία. Αυτή η μελέτη έχει ορισμένους περιορισμούς: Τα άτομα που απαρτίζουν τη Βιοτράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι κυρίως λευκοί και μεσήλικες ή μεγαλύτεροι, σύμφωνα με την δρ Indira Gurubhagavatula, καθηγήτρια ιατρικής στο τμήμα Ιατρικής Ύπνου στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, η οποία δεν σχετίζεται με τη μελέτη.
Το να κοιμόμαστε αργά έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική μας υγεία — και στη γενικότερη υγεία μας
«Μιλώντας σε γενικές γραμμές, αν δεν πάμε για ύπνο πριν τη 1 το πρωί ή τις 2 το πρωί, είναι πολύ πιθανό να μην ξυπνήσουμε παρά αρκετές ώρες μετά την ανατολή του ήλιου. Και αν δεν προβλέπεται να πάμε για ύπνο παρά μόνο αρκετές ώρες μετά τη δύση του ηλίου, νομίζω ότι αυτό το ζήτημα… το να μην ευθυγραμμιζόμαστε με τον περιβαλλοντικό κύκλο φωτός-σκότους δηλαδή, είναι δυνητικά προβληματικό», λέει ο Matthew Lehrer, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ, ο οποίος επίσης δεν έχει σχέση με τη μελέτη.
Είναι σημαντικό για το σώμα μας να λαμβάνει ισχυρά σήματα ότι είναι μέρα, τα οποία μπορεί να έχουν τη μορφή του πρωινού ήλιου. Εάν δεν λαμβάνουμε αυτά τα σήματα ή λαμβάνουμε μπερδεμένα σήματα, αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα με το βιολογικό μας ρολόι, τα οποία θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν τον εγκέφαλό μας, συμπλήρωσε ο ίδιος.
«Οι συγγραφείς ανέφεραν επίσης ότι υπάρχουν ορισμένοι μηχανισμοί στον άνθρωπο που σχετίζονται με τον εγκέφαλο πέρα από την κιρκαδική κακή ευθυγράμμιση. Η εντονότερη νυχτερινή δραστηριότητα συνδέεται με πιο παρορμητική και δυσπροσαρμοστική συμπεριφορά», ανέφερε ακόμα ο Lehrer.
Ο Gurubhagavatula σημείωσε ότι ορισμένες εγκεφαλικές λειτουργίες είναι πιο ευάλωτες στην απώλεια ύπνου από άλλες.
« ... Ο μετωπιαίος λοβός του εγκεφάλου είναι πολύ ευάλωτος στη στέρηση ύπνου», συνέχισε. Ο μετωπιαίος λοβός είναι υπεύθυνος για πολλές από τις λειτουργίες του εγκεφάλου μας, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης της διάθεσης και των συναισθημάτων.
«Έτσι, η ικανότητά μας να μην ταλαντευόμαστε άγρια από το ένα συναίσθημα στο άλλο – αυτή η ικανότητα να συγκρατούμε τον εαυτό μας – εξασθενεί υπό συνθήκες στέρησης ύπνου ή ξαγρύπνιας», σημείωσε. «Τότε μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερη αρνητικότητα, περισσότερο άγχος… επειδή οι εγκεφαλικές λειτουργίες που ρυθμίζουν αυτά τα συναισθήματα είναι πιο ”θαμπές”».
Τι γίνεται με τους ανθρώπους - όπως οι εργαζόμενοι σε βάρδιες - που πρέπει να πάνε για ύπνο μετά τη 1 π.μ.;
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται αρκετά αποκαρδιωτικά, ειδικά αν έχουμε μια δουλειά που απαιτεί να πηγαίνουμε για ύπνο μετά τη 1 π.μ. Και οι δύο ειδικοί, ωστόσο, ανέφεραν ότι υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για να ελαχιστοποιήσουμε τον αρνητικό αντίκτυπο μιας καθυστερημένης ώρας για ύπνο και να κοιμηθούμε περισσότερο.
Ενας ελαφρύς ύπνος είναι το πρώτο βήμα. «Ένας τύπος υπνάκου ονομάζεται στρατηγικός υπνάκος, ο οποίος συμβαίνει κατά τη διάρκεια της βάρδιας όταν ξέρουμε ότι υπάρχει μια περίοδος ύφεσης όπου είναι τόσο δύσκολο να μείνουμε ξύπνιοι, και τα μάτια μας απλώς θα κλείσουν. Θα είναι πολύ αποτελεσματικό να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον χρόνο για να πάρουμε έναν υπνάκο αν μπορούμε», λέει η Gurubhagavatula.
«Και το άλλο πράγμα είναι αυτό που λέγεται προληπτικός υπνάκος. Έτσι, πριν καν ξεκινήσει η βάρδια, ας δοκιμάσουμε να είμαστε όσο πιο ξεκούραστοι μπορούμε», συμβουλεύει ακόμα η ίδια, σημειώνοντας ότι είναι καλύτερο να κοιμόμαστε 20 ή 30 λεπτά.
Μια άλλη στρατηγική για τους εργαζόμενους στις νυχτερινές βάρδιες είναι «η έκθεση σε έντονο φως κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας, εάν είναι δυνατή, βέβαια», λέει ο Lehrer.
Η τήρηση ενός συγκεκριμένου διατροφικού προγράμματος είναι επίσης σημαντική και μπορεί να είναι χρήσιμη, ενδεχομένως για τη διάθεση. Έχει εμφανιστεί σε προσομοιωμένη εργασία νυχτερινής βάρδιας. «Οι άνθρωποι που έτρωγαν κατά τη διάρκεια της ημέρας είχαν βελτιωμένη διάθεση σε σχέση με αυτούς που έτρωγαν τη νύχτα», λέει ο Lehrer.
Πέρα από αυτό, εάν απλά δεν κοιμόμαστε τις συνιστώμενες επτά έως εννέα ώρες, η Gurubhagavatula προειδοποιεί ότι είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως είναι πιθανόν να έχουμε μια διαταραχή ύπνου. Σε αυτή την περίπτωση, είναι καλή ιδέα να επισκεφθούμε έναν ειδικό σε ζητήματα ύπνου.
«Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μέχρι τώρα έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν ότι όσο κι αν αντιμετωπίζουμε τον ύπνο σαν να είναι μπόνους, είναι κάτι ουσιαστικό. Είναι μια βιολογική αναγκαιότητα», καταλήγει η Gurubhagavatula. «Και δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη ζωή χωρίς αυτόν όπως δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αέρα, φαγητό και νερό.