Πυρηνική ισχύς, ο πόλεμος της Ουκρανίας και τα διλήμματα ασφαλείας

Διέξοδος δεν υπάρχει. Εάν δεν υπάρξει αλλαγή προσεγγίσεων δεν είναι καθόλου απίθανη.μια πολύ μεγάλη κρίση ανυπολόγιστων προεκτάσεων
|
Open Image Modal
via Associated Press

Η συζήτηση για τα πυρηνικά όπλα, την χρήση τους, τους κινδύνους για το μέλλον και τις στρατηγικές των κρατών δεν είναι νέα. Απλά ο πόλεμος της Ουκρανίας και οι θέσεις που διατυπώθηκαν από Ρώσους ηγέτες πυροδότησαν μια συζήτηση που συχνά ξενίζει.

Αυτό δεν αφορά μόνο όσους σπεύδουν να σχολιάσουν με σχεδόν απόλυτες και άκαμπτες θέσεις αλλά και οι θέσεις και αποφάσεις κρατών και ηγετών. Ολοφάνερα πλέον το πρόβλημα είναι ότι δεν συνεκτιμάται δεόντως το γνωστικό κεκτημένο της στρατηγικής ανάλυσης για τους κινδύνους έναρξης μιας πυρηνικής σύγκρουσης. Πάντως, οι αγωνιώδεις δηλώσεις του προέδρου Μπάιντεν έστω και καθυστερημένα δείχνουν ότι ενδέχεται να δρομολογήσει πιο ορθολογιστικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς.

Το γνωστικό κεκτημένο είναι απόρροια τόσο επιστημονικών αναλύσεων για πολλές δεκαετίες στα πεδία της στρατηγικής θεωρίας όσο και πολιτικών αποφάσεων που εδραίωσαν συμπεράσματα για τους κινδύνους που δεν αφορούν μόνο το κράτος που θα έκανε το πρώτο και ακραία επικίνδυνο βήμα έναρξης ενός πυρηνικού πολέμου.

Αφορά όλα τα άλλα κράτη. Η συζήτηση για την χρήση πυρηνικών όπλων επιταχύνθηκε μετά την κρίση της Κούβας και μετά από μια δεκαετία οι αποφάσεις αποτυπώθηκαν στις συμφωνίες SALT/ABM του 1973 (όρια πυραύλων πλανητικής εμβέλειας και περιορισμός των αντιβαλλιστικών πυραύλων γύρω από τις δύο πρωτεύουσες). Μετά από μερικά χρόνια έγινε γνωστό ότι παράλληλα με τις συμφωνίες αυτές υπήρξε και μυστικό πρωτόκολλο Κίσινγκερ-Γκρομύκο με το οποίο οι δύο υπερδυνάμεις δεσμεύονταν να μην έλθουν σε κατευθείαν συμβατική αναμέτρηση καθότι παραμόνευε ο κίνδυνος να εξελιχθεί σε έναρξη πυρηνικής αναμέτρησης. 

Η συζήτηση για τα θέματα αυτά συνεχίστηκε εντονότερα με τις μελέτες για τον «πυρηνικό χειμώνα». Ακολούθησαν οι δηλώσεις του πρόεδρου Ρηγκαν ο οποίος αφού δήλωσε ότι ο ίδιος αδυνατεί να συλλάβει τι θα μπορούσε να σημαίνει το «πάτημα ενός κουμπιού» που θα προκαλέσει θανάτους εκατομμυρίων ή και ολική καταστροφή του πλανήτη. Έτσι, άρχισε το πρόγραμμα SDI (Στρατηγική Αμυντική Πρωτοβουλία για αντιβαλλιστικούς πυραύλους) που  αρχικά δήλωσε αν πρώτες οι ΗΠΑ το ολοκλήρωναν θα το έδιναν και στην τότε Σοβιετική Ένωση για να αποτραπεί τόσο πόλεμος μεταξύ του όσο και τυχόν επίθεση από άλλους. Τα θέματα αυτά αναλύθηκαν εκτεταμένα σε αγγλικά και Ελληνικά βιβλία μας.

Συντομογραφικά, θα εξηγήσουμε ότι καμιά διατύπωση άποψης για τα πυρηνικά όπλα δεν μπορεί να είναι γραμμική και οι μεταβλητές που επηρεάζουν τις αποφάσεις είναι πολλές. Σχετίζεται με πολλά, μεταξύ άλλων τα εξής:

α) Από το κατά πόσο ισχύει η δέσμευση για πυρηνικό αφοπλισμό σε μακροχρόνιο επίπεδο και κατά πόσο αυτό είναι εφικτό λόγω τεχνολογικών εξελίξεων που διευκολύνουν την διασπορά.

β) Ποιοι «δικαιούνται» να έχουν πυρηνικά όπλα, μέχρι πότε και με ποια ηθική, πολιτική και στρατηγική αιτιολόγηση-δικαιολόγηση.

γ) Επειδή «ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» ποιος σκοπός εξυπηρετείται με την κατοχή αυτής της ισχύος με δεδομένο ότι ισχύει το εξής παράδοξο: Ενώ η πυρηνική υπεροχή είναι ο μόνος τρόπος παγκόσμιας ηγεμονικής υπερίσχυσης μιας μεγάλης δύναμης (John Mearsheimer), όπως γνωρίζουμε ήδη από την δεκαετία του 1970 (μελέτη για τον «πυρηνικό χειμώνα» του ΜΙΤ αλλά και πολλών άλλων), αφενός αυτό είναι ανέφικτο, και αφετέρου μπορούν χρησιμοποιηθούν μόνο αν είναι βέβαιο ότι αντίθετα με αυτό που πολλοί υποστηρίζουν δεν θα επιφέρει ολική καταστροφή του πλανήτη και δεν θα είναι αυτοκαταστροφική (και) για τον επιτιθέμενο.

Το πόσο αμφίπλευρη είναι αυτή η συζήτηση μπορεί να το καταλάβει αν κανείς αναλογιστεί το πώς μπορεί να επηρεάσει την διαλεκτική πολέμου-αποτροπής-θερμής αναμέτρησης η αλματώδης τεχνολογική πρόοδος. Παρά το ότι πολλά λέγονται, η προαναφερθείσα θέση του προέδρου Ρήγκαν για το αδιανόητο «να πατήσει το κουμπί» ενισχύεται και από αναρίθμητες μελέτες για το ποια θα μπορούσε να είναι η κλιμάκωση εάν μια πυρηνική δύναμη χρησιμοποιήσει πρώτη τακτικά πυρηνικά όπλα. 

Η συζήτηση για τις ρωσικές θέσεις όσον αφορά την Ουκρανία αναβίωσε αυτό τον διάλογο, αλλά πολλοί που αναλύουν τα ζητήματα αυτά δεν φαίνεται να έχουν υπόψη το γνωστικό κεκτημένο για το πώς θα μπορούσε να κλιμακωθεί μια έναρξη πυρηνικών συναλλαγών που στην περίπτωση της Ουκρανίας θα επηρεαστεί λόγω έντονων διλημμάτων ασφαλείας που προκλήθηκαν από ανορθολογικές στρατηγικές τις τρεις τελευταίες δεκαετίες.

Κοντολογίς: Κανείς δεν γνωρίζει την εξέλιξη της κλιμάκωσης ενώ μια γενικευμένη πυρηνική σύγκρουση –ή ακόμη και μια πολύ μικρότερης έντασης– θα μπορούσε να τερματίσει την ζωή στον πλανήτη Γη όπως την ξέρουμε. Οτιδήποτε άλλο ειπωθεί είναι λάθος. Και μιλώντας για πυρηνική ισχύ κυριαρχία λανθασμένων θέσεων και αναλύσεων είναι ακραία επικίνδυνη. Γι΄αυτό και κυριολεκτικά ξενίζει αλλά και θέτει πολλά ερωτήματα για τις θέσεις της Ρωσίας όσον αφορά την πιθανή χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων στην Ουκρανία. 

Για τους μυημένους στα άδυτα της πυρηνικής στρατηγικής είναι γνωστό πως η πλέον κατασταλαγμένη αντίληψη στην στρατηγική ανάλυση, όπως εξάλλου κατοπτρίζεται στο στρατηγικό δόγμα των κρατών που κατέχουν πυρηνικά όπλα, είναι η αποτροπή του πολέμου και όχι η «διεξαγωγή μάχης» με (πυρηνικά) όπλα. Λογικά,  η τρομακτικές συνέπειες ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος δεν χωράνε στο μυαλό κανενός ανθρώπου, είτε αυτός είναι πολιτικός ηγέτης μεγάλου κράτους είτε απλός άνθρωπος. 

Καταληκτικά και χωρίς να εξαντλήσουμε αυτό το πολύ σημαντικό ζήτημα που πλέον τίθεται επιτακτικά λόγω εξελίξεων στην Ουκρανία περιοριζόμαστε στα εξής:

Πρώτο, το πυρηνικό όπλο ήταν και συνεχίζει να είναι όπλο αποτροπής του πολέμου και όχι όπλο διεξαγωγής μάχης, μικρής ή μεγάλης.

Δεύτερο, η κατοχή «μικρών» πυρηνικών όπλων, ιδιαίτερα στο θέατρο της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, πρόβλεπε μόνο υποθετικά τη χρήση τους, εξ ου και οι πολλές και ποικιλόμορφες στάσεις των ευρωπαϊκών κρατών στο παρελθόν για την αξιοπιστία του δόγματος της «ευλύγιστης ανταπόδοσης» (flexible response) της Ατλαντικής Συμμαχίας. Αυτό το γεγονός εξάλλου ήταν και μια κύρια αιτιολόγηση εκ μέρους της Γαλλίας για να αποκτήσει δικά της πυρηνικά όπλα.

Τρίτοόταν η πολιτική ένταση μεταξύ των τότε δύο υπερδυνάμεων έφτασε στο αδιέξοδο και όταν με τη βοήθεια της τεχνολογίας βελτιώθηκε η ακρίβεια των πληγμάτων που θα μπορούσαν να επιφέρουν οι πυρηνικοί πύραυλο (και ο αριθμός των πυρηνικών κεφαλών που μπορούσε να μεταφέρει κάθε πυραυλικό όχημα), οι δύο υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου εισήλθαν στη λογική του πολέμου (δεκαετία του 1970 και αρχές της δεκαετίας του 1980). 

Η κρίση οξύνθηκε σε εκρηκτικό σημείο για δύο κυρίως λόγους: Την αντιπαράθεση για την εγκατάσταση εκατέρωθεν των «ευρωπυραύλων» (ουσιαστικά γύρω από αυτή τη σκληρή αντιπαράθεση παίχθηκε το μέλλον της Ευρώπης αλλά και του κόσμου συνολικά) και την διεξαγωγή «νοερών» σεναρίων πυρηνικής μάχης, πρώτου χτυπήματος και ενδοπολεμικής πυρηνικής αποτροπής. Δεν ήταν διόλου τυχαία η εκατέρωθεν απόσυρσή τους την δεκαετία του 1980.

Τέταρτο, η πτώση της ΕΣΣΔ δεν άλλαξε τις κυρίαρχες θέσεις για την κατοχή και χρήση πυρηνικών όπλων. Παραμένει ότι κράτη όπως η Κίνα, η Ινδία ή ακόμη και η Κορέα προχώρησαν σε απόκτηση πυρηνικών όπλων ενώ η Ρωσία παραμένει πυρηνικά ισοδύναμη με τις ΗΠΑ και τα δύο κράτη είναι συντριπτικά οι ισχυρότερες πυρηνικές δυνάμεις. 

Πέμπτο, η πυρηνική ισχύς είχε διττό πολιτικό αποτέλεσμα: Αφενός σταθεροποίησε τις σχέσεις μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων επειδή υπήρχε ο φόβος πως ακόμη και μια απλή συμβατική σύγκρουση θα οδηγούσε σε κλιμάκωση της κρίσης και πυρηνικό ολοκαύτωμα. Αφετέρου, αποδεσμεύτηκαν δυνάμεις που μετάθεσαν το πεδίο αντιπαράθεσης στις περιφέρειες.

Έκτο, αν και οι πιο πάνω εξελίξεις στιγμάτισαν τον ψυχρό πόλεμο και ανέδειξαν τα διλήμματα της πυρηνικής εποχής, το πυρηνικό όπλο παρέμεινε πάντοτε ένα όπλο αποτροπής και όχι χρήσης στο πεδίο της μάχης. 

Τέλος, αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, οι υπαινιγμοί της Ρωσίας για πιθανή χρήση στην Ουκρανίας όχι μόνο αλλάζουν το σκηνικό αλλά δημιουργούν μια ακραία επικίνδυνη εκρηκτική κατάσταση γεγονός που κατοπτρίζεται και σε σχετικές δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ Μπάιντεν.

Πάντως, οι ευθύνες είναι πολύπλευρες και αφορούν την υποβάθμιση της αντίδρασης μιας μεγάλης πυρηνικής δύναμης εάν αντιμετωπίσει μεγάλα διλήμματα ασφαλείας. Ως προς αυτό ουκ ολίγοι υποστήριξαν και ολοένα  περισσότεροι υποστηρίζουν ότι η εξέλιξη του Ουκρανικού ζητήματος τις τρεις τελευταίες δεκαετίες εδραζόταν σε ανορθολογικές στρατηγικές κινήσεις που αναπόφευκτα θα οδηγούσαν στην παρούσα κρίση.

Για να το κατανοήσει κανείς αυτό απαιτείται να κατανοεί επαρκώς την τυπολογία της διαπαλής των ηγεμονικών δυνάμεων που είναι διαχρονικά η ίδια. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα διέξοδος δεν υπάρχει. Εάν δεν υπάρξει αλλαγή προσεγγίσεων δεν είναι καθόλου απίθανη μια πολύ μεγάλη κρίση ανυπολόγιστων προεκτάσεων.