Η προσφυγή σε παλαιότερα και η αναζήτηση νέων αφηγημάτων συνιστά προσφιλή ενασχόληση της παρούσας συγκυβέρνησης, προσπαθώντας να δικαιολογήσει ιδεολογικές αντιφάσεις, συλλογικές αυταπάτες και προσωπικές ανεπάρκειες. Πολύ πριν, το πρόσφατο μνημονικό, ή το νέο μετα-μνημονιακό, προϋπήρξε το μεταπολιτευτικό αφήγημά της. Οι θέσεις του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου περί της ιδεολογικής του ευρωστίας (ακόμη και μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού), της ηθικής του ακεραιότητας, και της αποκλειστικότητάς του στην κοινωνική ευαισθησία και αγωνιστικότητα, υπήρξαν μερικά από τα κυριότερα γνωρίσματα του εν λόγω αφηγήματος. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια το συγκεκριμένο ιδεολογικό αφήγημα πέρασε από την καταχρηστική αμεριμνησία της δομικής αντιπολίτευσης στη βάσανο της πραγματικής διακυβέρνησης. Παρατηρώντας όμως τα πεπραγμένα της συγκυβέρνησης δύναται να διερωτηθεί κάποιος, ότι σαράντα έτη αυτο-οργάνωσης, ελεύθερης έκφρασης και προνομιακής μεταχείρισης σε σημαντικότατους κοινωνικούς τομείς όπως ο πολιτισμός και η παιδεία, μήπως τελικά:
…τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.( Γ. Σεφέρης, Ελένη)
Βαδίζοντας προς στις εκλογές, ο μεγαλύτερος κυβερνητικός εταίρος θα προσπαθήσει να πείσει το κοινωνικό σώμα περί της συνάφειας των ιδεολογικών του προταγμάτων, της κυβερνητικής του πρακτικής και της εκπλήρωσης, εφ’ όσον επανεκλεγεί, της ιστορικής του αποστολής. Για τον άλλον εταίρο, οι μετεκλογικές προοπτικές κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης είναι ιδιαιτέρως δυσοίωνες, πόσο μάλλον αν επικυρωθεί η επιζήμια συμφωνία των Πρεσπών. Ήδη, αμφότεροι έχουν επιδοθεί στην διατύπωση των νέων τους αφηγημάτων, επιδιώκοντας να τα παρουσιάσουν ως εθνικά αναγκαία και συνακόλουθα της κυβερνητικής τους θητείας.
Η περίσταση όμως δεν αφήνει στην επόμενη κυβέρνηση, η οποία εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα συγκροτηθεί είτε αυτοδύναμα, είτε αξονικά από την παρούσα αξιωματική αντιπολίτευση, κανένα περιθώριο αμφιταλαντεύσεων, αναβλητικότητας και την υιοθέτηση νέων, περισσότερο ή λιγότερο, βολικών αφηγημάτων. Σημαντικό εφόδιο της επόμενης κυβέρνησης, για το ηράκλειο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα που απαιτείται στην χώρα, συνίσταται ότι θα (αν) διαδεχθεί την παρούσα και πρώτη αριστερή, η οποία (ως αδειανό πουκάμισο με ή χωρίς γραβάτα) κυβέρνησε έμφορτη των κοινών μεταπολιτευτικών παθογενειών του πολιτικού συστήματος, καταναλώνοντας παράλληλα την «ηθική υπεραξία» του οικείου ιδεολογικού χώρου.
Η αναγκαιότητα των τομών δεν είναι μόνο, ούτε κυρίως ιδεολογικής χροιάς, αλλά ζωτικής σημασίας για την κοινωνία. Η τωρινή κρίση στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη κατέδειξαν την τρωτότητα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έναντι στις λαϊκιστικές ή μη-δημοκρατικές νοοτροπίες. Η δημοκρατία χρειάζεται, πέραν της αναγκαίας θεσμικής θωράκισης, και την διαρκή εμβάθυνσή της ως ένα δυναμικό και διαρκώς επιβεβαιωμένο γεγονός και όχι μία στατική υπόμνηση θεσμών. Ακολούθως και συναφώς, είναι αναγκαία η ανάδειξη της ατομικής ευθύνης ως συστατικού στοιχείου της κοινωνικής και πολιτικής μας συγκρότησης. Αλήθεια, δύναται να υπάρξει δημοκρατική και σοβαρή πολιτεία, απαρτιζόμενη από ανεύθυνους πολίτες;
Βασική μέριμνα και στον πυρήνα κάθε ειλικρινούς μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος επιβάλλεται να βρίσκεται η παιδεία, η οποία στον αντίποδα της σημερινής «χαλαρής» εκπαιδευτικής διαδικασίας, οφείλει να μορφώνει πραγματικά την νεολαία, ώστε να παραδίδει στην κοινωνία υπεύθυνους και εγγράμματους πολίτες. Επίσης ως συνταγματικά κατοχυρωμένος της ρόλος, είναι να στοχεύει στη διαιώνιση των διακριτών γνωρισμάτων της συλλογικής μας ιδιοσυστασίας και όχι στην αποδόμησή τους. Η συλλογική μας αυτοσυνειδησία πρέπει να αποτελεί άξονα κοινωνικής συνοχής και εφαλτήριο συμμετοχής στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, απαλλάσσοντάς μας από εθνικιστικές υστερίες και ανυπόστατους διεθνισμούς. Αλήθεια, τί πιθανότητες έχουμε να επιβιώσουμε ως ένα άθροισμα δημογραφικά φθινουσών και ανερμάτιστων μετριοτήτων;
Αναμφίβολα, η χώρα μας συμμετέχει στους δυτικούς πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς οργανισμούς λόγω κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών και συμφερόντων. Παράλληλα όμως, η εξωτερική της πολιτική οφείλει να είναι σύμφυτη με τον διακρατικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και τον διακυβερνητικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλήθεια, τί ωφέλειες αποκόμισε η χώρα και ποιές ακόμη θα έχει από την δεοντολογική προσέγγιση του διεθνούς γίγνεσθαι;
Διαφαίνεται πλέον, στην πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, η τάση υπέρβασης του κρατισμού στην οικονομική σφαίρα. Επομένως, οφείλει η επόμενη κυβέρνηση να κινήσει τις διαδικασίες οικονομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα απελευθερώσουν την οικονομία και το επιχειρείν από τον κρατικό εναγκαλισμό και τις εκάστοτε κομματικές ορέξεις, εξασφαλίζοντας την δυναμική συμμετοχή της χώρας στο διεθνοποιημένο οικονομικό σύστημα και αναστρέφοντας την μεταναστευτική αιμορραγία των νέων προς το εξωτερικό. Η υψηλή και καλά αμειβόμενη απασχόληση μπορούν να προκύψουν μόνο μέσω της ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα. Αλήθεια, ποιές θα είναι οι δυνατότητες της χώρας να διεκδικήσει θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, εφ’ όσον συνεχιστεί η διατήρηση ενός κρατικοκεντρικού οικονομικού μοντέλου;
Παρά τα αντιθέτως λεχθέντα, η χώρα όχι μόνο δεν έχει αναστρέψει την παρακμιακή της πορεία, αλλά δημιουργούνται συνθήκες επιτάχυνσής της. Η αναγκαιότητα των απαιτούμενων αποφάσεων εξαλείφει τυχόν ενδοιασμούς, δεύτερες σκέψεις και νέες εξωραϊστικές αφηγήσεις.
Καλά Χριστούγεννα και ευτυχές το νέο έτος!