Με τον Ερντογάν να ζητά την αναθεώρηση της συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το προσφυγικό/μεταναστευτικό, ως μη λειτουργική, από τη Γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ, κλιμακώνοντας παράλληλα, οριζόντια και κάθετα, τις προκλήσεις προς την Ελλάδα, το ερώτημα που τίθεται για τους διαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και την ελλαδική κοινωνία γενικότερα, είναι εάν και σε ποιο βαθμό είναι δυνατή η ανάσχεση της εξαναγκαστικής διπλωματίας της Άγκυρας σε όλα τα επίπεδα.
Εκκινώντας από την έμπρακτη διαμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα εναέρια και θαλάσσια καθεστώτα στο Αιγαίο-Κύπρο, η Άγκυρα θα αξιοποιήσει την παγίδα επενδύσεως της Αθήνας, με την εφαρμογή των Κανονισμών «Δουβλίνο ΙΙ-ΙΙΙ», για την άμεση κατάληψη μέρους της ελληνικής εδαφικής επικράτειας από τα ανεξέλεγκτα κύματα μεταναστών-προσφύγων που η ίδια κατευθύνει. Αν και δύναται ο καθείς να επικαλεστεί την ανθρωπιστική πλευρά του ζητήματος, αναφερόμενος στην αδυναμία της ανθρώπινης ζωής να διαβιώσει σε συνθήκες τρόμου, φόβου και ανασφάλειας, δεν μπορεί να διαμφισβητηθεί ότι οι αυξανόμενες σε ένταση-έκταση προσφυγικές διασυνοριακές ροές, σε ξηρά και θάλασσα, προκαλούν κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αναταράξεις στο εσωτερικό του Ελληνικού κράτους. Τούτων λεχθέντων και λαμβάνοντας υπόψη και την προοδευτικά κλιμακούμενη πληθυσμιακή συρρίκνωση του ελληνικού κράτους, ο αφελληνισμός της χώρας ανάγεται σε μείζον κοινωνικοπολιτικό ζήτημα. Δεν είναι μόνο ότι ένας ευμεγέθης αριθμός των προσφύγων εγκλωβίζεται στην Ελλάδα, αφού σύμφωνα με τους Κανονισμούς του Δουβλίνου ΙΙ & ΙΙΙ «ο μετανάστης δικαιούται να ζητήσει άσυλο στην ευρωπαϊκή χώρα στην οποία θα εισέλθει την πρώτη φορά», που σημαίνει ότι «οι μετανάστες που εισέρχονται στην Ελλάδα και κατόπιν μεταβαίνουν σε άλλη χώρα για να αιτηθούν άσυλο θα πρέπει, […] να επιστρέφονται πίσω στη χώρα μας», αλλά καλείται να ενσωματωθεί σε ένα διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό-πολιτισμικό περιβάλλον. Τοιουτοτρόπως για την πλήρωση των στοιχειωδών όρων διαβίωσης, σίτισης και περίθαλψης των προσφύγων-μεταναστών, απαιτείται ένα σημαντικό ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο δυνητικά καλύπτεται από τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Αν και οφείλουμε να συνομολογήσουμε ότι οι Ευρωπαϊκές ενισχύσεις προς την Ελλάδα, θα δύνατο να λειτουργήσουν ανακουφιστικά στον ανθρώπινο πόνο της βίαιης έξωσης των πληθυσμών από τις πατρίδες του, εάν και εφόσον κατανεμηθούν κατά το δοκούν, το τελικό γινόμενο είναι η μετατροπή της χώρας σ’ ένα απέραντο hot spot, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για την εγκατάσταση και ανεξέλεγκτη δράση Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ). Αρκεί να θυμίσουμε ότι τα ποσά που διανεμήθηκαν από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Managing Migration, EU Financial Support to Greece», ανέρχονται σε 1,522 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, «από τα εθνικά προγράμματα για την περίοδο 2014-2020 δόθηκαν ως έκτακτη χρηματοδότηση τόσο σε υπουργεία, όσο και σε διεθνείς οργανισμούς και ΜΚΟ 561 εκατομμύρια ευρώ (2014-2015). […]. Για την Ελλάδα –υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες, διεθνείς οργανισμοί και ΜΚΟ από τακτική και έκτακτη χρηματοδότηση– από τα αναθεωρημένα εθνικά προγράμματα, για την περίοδο 2015-2020, διατίθεται τακτική και έκτακτη χρηματοδότηση 961 εκατομμυρίων ευρώ. Προσθέτοντας, επομένως, στα 561 εκατ. ευρώ έκτακτης χρηματοδότησης -με βάση τα εθνικά προγράμματα 2014-2020, τα 961 εκατ. ευρώ έκτακτης και τακτικής χρηματοδότησης -με βάση τα αναθεωρημένα εθνικά προγράμματα για την περίοδο 2015-2020- προκύπτει συνολικά το ποσό των 1,522 δισ. ευρώ. Αναλυτικά, όπως επισημαίνεται στο σχετικό σημείωμα, […], τα 961 εκατομμύρια ευρώ τακτικής και έκτακτης χρηματοδότησης κατανέμονται ως εξής: Από τα 561 εκατομμύρια ευρώ τακτικής χρηματοδότησης (AMIF KAI ISF) έχουν ήδη πιστωθεί τα 153 εκατομμύρια ευρώ σε δημόσιες υπηρεσίες και διεθνείς οργανισμούς (ΥΑ/ΟΗΕ, ΔΟΜ και EASO), 400 εκατομμύρια ευρώ έκτακτη χρηματοδότηση (ΕΜΑS DG HOME& ESI DG ECHO) σε δημόσιες υπηρεσίες, διεθνείς οργανισμούς (ΥΑ/ΟΗΕ, ΔΟΜ και EASO) και ΜΚΟ. Από αυτά έχουν ήδη διατεθεί τα 311 εκατομμύρια ευρώ. Από τα 400 εκατομμύρια ευρώ έκτακτης χρηματοδότησης, τα 197,4 εκατομμύρια ευρώ αφορούν αποκλειστικά και μόνο διεθνείς οργανισμούς (ΥΑ/ΟΗΕ, ΔΟΜ και EASO) και ΜΚΟ, από το χρηματοδοτικό εργαλείο ESI, DG ECHO.
Τέλος, όπως υπογραμμίζεται, η περίοδος απορρόφησης αφορά μέχρι και το 2020, ενώ σήμερα η απορρόφηση βρίσκεται περίπου στο 35%. Οι χρηματοδοτήσεις που αφορούν το αναθεωρημένο εθνικό πρόγραμμα για την περίοδο 2015-2020 ούτε έχουν διατεθεί, ούτε έχουν απορροφηθεί εν συνόλω ακόμη, από τον οποιοδήποτε δικαιούχο -δημόσιο, διεθνή οργανισμό ή ΜΚΟ- που παρέχει υπηρεσίες για το προσφυγικό στην Ελλάδα».
Ωστόσο το αξονικό ερώτημα, εάν και σε ποιο βαθμό η Ελλάδα μετατρέπεται προοδευτικά σ’ ένα απέραντο hot spot, λειτουργώντας ως ανασχετικό ανάχωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) για τις αθρόες προσφυγικές ροές, αποτελώντας μία βάση εγκατάστασης και μία ασπίδα προστασίας για την εσωτερική συνοχή των κυβερνήσεων των κρατών της ΕΕ, είναι υπαρκτό και συνδυαστικό με την αναφυόμενη απειλή της εσωτερικής αποδιάρθρωσης των εσωτερικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών της δομών. Δεν είναι μόνο τα διάφορα κελεύσματα των μουσουλμάνων του εξωτερικού για εξέγερση των ομόδοξών τους στην Ελλάδα, αλλά κυρίως η εργαλειακή χρήση του προσφυγικού από την Άγκυρα, ή οποία συντεταγμένα και μεθοδικά υλοποιεί τη στρατηγική της, για την ολοκληρωτική κατάκτηση του Ελλαδικού χώρου μέσω της ισλαμοποίησής του. Ήδη από τη δεκαετία του 80’, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ, (1983-1989) προδήλωσε ότι: «Δεν χρειάζεται να προκαλέσουμε πόλεμο με την Ελλάδα, αφού οι πληθυσμιακές εξελίξεις των δύο λαών θα επιλύσουν το Κυπριακό και το Αιγαίο».
Συνακόλουθα τη δεκαετία του 90’, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, περιέγραψε την εργαλειακή χρήση των μουσουλμανικών μειονοτήτων στα Βαλκάνια, ως αποτελεσματικό μέσο για την άσκηση πολιτικοδιπλωματικής και οικονομικοστρατιωτικής επιρροής στο εσωτερικό των κρατών της Χερσονήσου του Αίμου.
«[…] η Τουρκία πρέπει να έχει συνεχώς για στόχο να εξασφαλίσει εγγυήσεις, οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα επέμβασης σε υποθέσεις που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια. Ως ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, η επέμβαση στην Κύπρο, κατέστη δυνατόν να νομιμοποιηθεί, εντός ενός τέτοιου νομικού πλαισίου».
Στο ίδιο πλαίσιο, θα πρέπει να ειδωθεί, η τακτική των ρητορικών απειλών του προέδρου Ερντογάν, ως μέρος της εξαναγκαστικής διπλωματίας της Άγκυρας για την παροχή οικονομικής βοήθειας από την Ευρώπη : «Αν σε αυτόν τον αγώνα μας δεν μας δώσουν την απαραίτητη στήριξη, δεν θα μπορέσουμε να εμποδίσουμε τους 3,6 εκατ. Σύρους πρόσφυγες και άλλα 2 εκατ. προσφύγων που θα φτάσουν στα σύνορα μας από το Ιντλιμπ».
Στο οργανωμένο και συντεταγμένο στρατηγικό σχέδιο της Τουρκίας για τον αφελληνισμό της χώρας, καλούνται οι Έλληνες λήπτες αποφάσεων να δώσουν την ανάλογη απάντηση ή οποία δεν μπορεί παρά να συντάσσεται με τον ορισμό του ελληνικού εθνικού συμφέροντος, ως ένα αυθύπαρκτο δικαίωμα για τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας, την ανεμπόδιστη άσκηση εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας, την πλήρωση των στοιχειωδών αναγκών της ελλαδικής κοινωνίας (κοινωνική, οικονομική και πολιτική ευημερία) και την προάσπιση των πρωταρχικών συμφερόντων του έξω-ελλαδικού ελληνισμού. Διαφορετικά και σύμφωνα με την ανάλυση του Hans Morgenthau, το εθνικό συμφέρον δύναται να αποτελέσει αντικείμενο σφετερισμού από τρίτα κράτη με δύο τυπικούς τρόπους:
α) στην περίπτωση της εθνικής μειοδοσίας από ιδιώτες, είτε λόγω δωροδοκίας, είτε λόγω εξαναγκασμού,
β) στην περίπτωση της εργαλειακής χρήσης των εθνικών μειονοτήτων για την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων τρίτων κρατών.