Το πρωί της 27ης Φεβρουαρίου η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την αποστολή αμυντικού υλικού με δύο αεροσκάφη C-130 στη δοκιμαζόμενη Ουκρανία. Ταυτόχρονα προωθήθηκε και ανθρωπιστική βοήθεια με αεροσκάφος της Aegean. Όπως αναφέρουν δημοσιογραφικές πληροφορίες η αμυντική βοήθεια περιλαμβάνει πολεμικά τυφέκια με τα πυρομαχικά τους, κράνη, αντιβαλλιστικά και αντιθραυσματικά γιλέκα και αντιαρματικούς εκτοξευτές.
Η αποστολή της ελληνικής στρατιωτικής βοήθειας προκάλεσε πληθώρα δημοσιευμάτων που εκφράζουν από εύλογα ερωτήματα μέχρι και ανυπόστατες κινδυνολογίες.
Για παράδειγμα αναφέρεται η αποδυνάμωση της αμυντικής μας ισχύος με τη διάθεση εκατοντάδων τυφεκίων εφόδου, πυρομαχικών και παρελκομένων τους, μη συμβατών με τον ελληνικό οπλισμό, τα οποία είχαν στο παρελθόν κατασχεθεί από τις αρχές ασφαλείας της χώρας σε παρεμπόδιση παράνομων προσπαθειών μεταφοράς πολεμικού υλικού σε εμπόλεμες χώρες.
Ακόμη έγινε και αναφορά στον κίνδυνο κατάρριψης των ελληνικών αεροσκαφών καίτοι αυτά δεν εισήλθαν στον εναέριο χώρο της Ουκρανίας.
Φυσικά και δεν έλειψαν οι συνειρμοί με την αποστολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, το 1919 στην Μεσημβρινή Ρωσία (Ουκρανία), γεγονός που εικάζεται ότι προκάλεσε την σοβιετική ενίσχυση προς τις κεμαλικές δυνάμεις και συνετέλεσε στην Μικρασιατική καταστροφή 3 χρόνια μετά. Φυσικά δεν θα μπορούσαν να λείψουν και οι αναφορές σε εμπλοκή της Ελλάδος σε επικίνδυνες ιμπεριαλιστικές περιπέτειες.
Γεγονός είναι ότι κάθε απόφαση εμπλοκής σε ζωτικής σημασίας γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και στρατιωτικές συγκρούσεις (έστω και έμμεσα με τη διάθεση πολεμικού υλικού) ενέχει κινδύνους.
Αντίστοιχα όμως κινδύνους εμπεριέχει και η τήρηση ίσων αποστάσεων ή η αποφυγή σύμπλευσης με τις συμμαχίες και οργανισμούς στους οποίους ανήκουμε και από τους οποίους εύλογα αναμένουμε τη θετική τους στήριξη στα δικά μας προβλήματα.
Προς θεού δεν αναμένουμε από αύριο κιόλας οι εταίροι μας θα προωθήσουν αμυντική βοήθεια προς τα απειλούμενα από τον τουρκικό επεκτατισμό νησιά μας. Ούτε ευελπιστούμε ότι θα υπάρξουν σύντομα αυστηρές οικονομικές κυρώσεις προς την Άγκυρα ως αποδοκιμασία για τις κατάφωρες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου σε βάρος του Ελληνισμού εδώ και δεκαετίες.
Η συγκεκριμένη αμυντική συνεισφορά μας πρέπει να γίνει κατανοητή υπό το πρίσμα μιας γενικότερης τοποθέτησης μας σε επίπεδο αρχών (διεθνούς δικαίου) αλλά και πολιτικής επιλογής ένταξης μας σε ομάδες κρατών με κοινούς στόχους και παραπλήσιες επιδιώξεις (ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση).
Μια παρόμοια κίνηση προσθέτει και το δικό της ειδικό βάρος στην ενίσχυση του ευρύτερου πλέγματος αποτροπής (όχι μόνο αμυντικής) της τουρκικής επεκτατικότητας.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η αρχικά διστακτική αντιμετώπιση της ρωσικής επεκτατικότητας, εκ μέρους της Ευρώπης, φαίνεται να μεταβάλλεται και να αποκτά μια δυναμική που ευελπιστούμε να ολοκληρωθεί σταδιακά, αλλά σύντομα, με μια στενότερη αμυντική συνεργασία η οποία καρκινοβατεί επί δεκαετίες ελλείψει ορατής στρατιωτικής απειλής και ένεκα των αντικρουόμενων συμφερόντων.
Να μη ξεχνάμε ότι ο «πατερούλης» Στάλιν συχνά αναφέρεται ως ο βασικός δημιουργός της Ατλαντικής Συμμαχίας και αυτός που έδωσε την αρχική ώθηση στα πρώτα βήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κατά αντιστοιχία ίσως, ο κύριος Πούτιν να συνδράμει στην ενίσχυση μιας πραγματικά κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας.
Από αυτά τα πρωτόγνωρα βήματα μιας πραγματικής και δυναμικής ευρωπαϊκής πολιτικής η Ελλάδα δεν μπορεί να απουσιάζει παρά τους υπαρκτούς κινδύνους καθόσον το αναλαμβανόμενο ρίσκο μιας ρωσικής δυσαρέσκειας κρίνεται διαχειρίσιμο. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζουμε ότι ευρωπαϊκές χώρες που απείχαν από την παροχή αμυντικών υλικών μάλλον δεν αντιμετωπίζουν την περίπτωση να αναζητήσουν εξωτερική στήριξη για απόκρουση μιας ζωτικής απειλής.
Ο αναφερόμενος κίνδυνος μιας αρνητικής μεταστροφής της ρωσικής πολιτικής σε θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος (πχ κυπριακό) είναι υπαρκτός αλλά μάλλον όχι πιθανός, παρά μόνο στην περίπτωση που επιτευχθεί μια θεαματική περαιτέρω σύμπλευση της με την Τουρκία. Επίσης δεν εκτιμώ πιθανόν ότι η Μόσχα θα στρέψει το μένος της κατά των Ελλήνων ομογενών στην Ανατολική Ουκρανία έχουσα ήδη να αντιμετωπίζει την εχθρότητα εκατομμυρίων Ουκρανών.
Επιπρόσθετα εδώ και χρόνια κατηγορούμε -συχνά ορθώς- τις ελληνικές κυβερνήσεις για αδράνεια και ατολμία λήψης δραστικών αποφάσεων και για απλή παρακολούθηση των γεγονότων. Η πρόσφατη άμεση αντίδραση της επιφέρει τώρα την αντίστροφη κριτική!
Πέραν των συνεπειών της απόφασης, που θα αξιολογηθούν μετά σχετικής βεβαιότητας μετά από χρόνια, δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι η κυβέρνηση έλαβε την απόφαση διάθεσης της στρατιωτικής βοήθειας την Κυριακή το πρωί και αυτή είχε ολοκληρωθεί τις βραδινές ώρες με την επιστροφή των αεροπλάνων μας. Επιδείχτηκε δηλαδή άριστη αντίδραση πολλών εμπλεκομένων σε ελάχιστο χρόνο και προφανώς είχε υπάρξει κατάλληλη προετοιμασία. Σε ελάχιστο χρόνο, βρέθηκαν τα υλικά, μεταφορτώθηκαν και προωθήθηκαν στον προορισμό τους παρά τις γνωστές δυσκολίες που συσσώρευσε η απαράδεκτη και σε βάθος δύο δεκαετιών παραμέληση πληθώρας ζωτικών οπλικών μας συστημάτων.
Χωρίς να τρέφουμε ουτοπικές προσδοκίες για μια αποφασιστική συμβολή της παραχώρησης αμυντικού υλικού στην Ουκρανία -στα δικά μας προβλήματα- πρέπει να αναλογιστούμε και τις συνέπειες της μη εμπλοκής μας τη στιγμή που η Άγκυρα θα προχωρούσε στο «κλείσιμο των στενών» ενδεχόμενα με την παράλληλη ενεργοποίηση των πολλών ασφαλιστικών δικλείδων που η Συνθήκη του Μοντρέ της παρέχει. Πολλές φορές στη διεθνή πολιτική δεν αρκεί να εξετάσεις τις συνέπειες των ενεργειών και πρωτοβουλιών σου αλλά και της συνέπειες της αδράνειας σου ειδικά στην περίπτωση ενός «επαγγελματία» επιτήδειου ουδέτερου! Σημαντικός παράγων είναι και ο χρόνος λήψης της απόφασης εμπλοκής που προσμετράτε θετικότερα στην αρχή της επιχείρησης ή των εξελίξεων.
Συνοψίζοντας εκτιμώ ότι η απόφαση διάθεσης αμυντικής βοήθειας εκ μέρους της Ελλάδος, παρά τους υπαρκτούς κινδύνους, υπήρξε ορθή και εκτελέστηκε με υποδειγματική ταχύτητα και αποτελεσματικότητα από όλους τους εμπλεκομένους. Αναμφίβολα η ουκρανική κρίση δεν έχει ολοκληρωθεί, μάλλον δεν έχει ακόμη κορυφωθεί και θα απαιτηθεί μεγίστη προσοχή.