PISA 2018: «Κάτω από τη βάση» οι Ελληνες μαθητές στη διεθνή εκπαιδευτική έρευνα του ΟΟΣΑ

H Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε.
Open Image Modal
EUROKINISSI/ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ

Οι Ελληνες μαθητές εμφανίζουν διαχρονικά επιδόσεις κάτω του μετρίου στο πρόγραμμα PISA, τη μεγάλη διεθνή εκπαιδευτική έρευνα που διεξάγει ο ΟΟΣΑ από το 2000 και κάθε τρία χρόνια, όπως έδειξε η πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις. Η μελέτη ανέλυε τα αποτελέσματα της έρευνας του 2015 και τεκμηρίωνε τους παράγοντες που σχετίζονται με τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών, ενώ αναδείκνυε και τις διαφορές με άλλες συγκρίσιμες χώρες, οι μαθητές των οποίων τα πήγαν πολύ καλύτερα.

Σήμερα, Τρίτη, ο ΟΟΣΑ δημοσίευσε τα πρώτα αποτελέσματα από την εξέταση του 2018. Και αυτή τη φορά χιλιάδες 15χρονοι και 15χρονες από σχολεία όλης της Ελλάδας και από άλλες 78 χώρες και περιοχές δοκιμάστηκαν σε μια σειρά από κοινά θέματα σε τρία γνωστικά αντικείμενα (μαθηματικά, φυσικές επιστήμες και κατανόηση κειμένου, που φέτος ήταν το κύριο αντικείμενο). Τα θέματα αυτά είναι σχεδιασμένα για να αξιολογούν την κριτική και την αναλυτική σκέψη των παιδιών, καθώς και την ικανότητά τους να επεξεργάζονται έννοιες και δεδομένα για να επιλύσουν προβλήματα με επιστημονικό τρόπο. Είναι μια έρευνα που δεν σχετίζεται με συγκεκριμένη διδακτική ύλη, αλλά που καλείται να εξετάσει το αν και κατά πόσο οι 15χρονοι σήμερα είναι κατάλληλα καταρτισμένοι για να αντιμετωπίσουν της προκλήσεις της εποχής μας.

Πώς τα πήγαν αυτή τη φορά οι Έλληνες μαθητές και μαθήτριες; Υπήρξε κάποια βελτίωση; Κάποια άλλη διαφοροποίηση σε σχέση με τις διαχρονικά κακές επιδόσεις των τελευταίων σχεδόν δύο δεκαετιών;

Από ό,τι φαίνεται, όχι.

Και το 2018 οι Έλληνες μαθητές και μαθήτριες πήραν «κάτω από τη βάση» και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Ανάμεσα στις 78 χώρες/περιοχές που συμμετέχουν (77 στην κατανόηση κειμένου) κατατάγησαν 45οι στα μαθηματικά (πέτυχαν μέσο όρο 451 μονάδες), 45οι στις φυσικές επιστήμες (452 μονάδες) και 42οι στην κατανόηση κειμένου (457 μονάδες). Όπως συνέβη και τις προηγούμενες φορές, και στα τρία γνωστικά αντικείμενα οι Έλληνες μαθητές και μαθήτριες υπολείπονται κατά πολύ του μέσου όρου των μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ:

Open Image Modal
ΟΟΣΑ/διαΝΕΟσις

Στην μεγάλη έρευνα της διαΝΕΟσις μελετήσαμε τα αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών σε σύγκριση με τους μαθητές από κάποιες χώρες που έχουν κάποια χρήσιμα χαρακτηριστικά: τη Γαλλία, το εκπαιδευτικό σύστημα της οποίας παρουσιάζει ομοιότητες με το δικό μας, την Πορτογαλία, που είναι μια χώρα και μια οικονομία αντίστοιχου μεγέθους με τη δική μας και τη μικρή Εσθονία, που είναι η χώρα της Ε.Ε. που πετυχαίνει τις καλύτερες επιδόσεις από όλες. Οι μαθητές της χώρες μας υστερούν έναντι των μαθητών αυτών των χωρών και στην έρευνα του 2018, και στα τρία γνωστικά αντικείμενα.

Open Image Modal
ΟΟΣΑ/διαΝΕΟσις
Open Image Modal
ΟΟΣΑ/διαΝΕΟσις
Open Image Modal
ΟΟΣΑ/διαΝΕΟσις

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του 2018, η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε., ξεπερνώντας μόνο τη Μάλτα, τη Ρουμανία, την Κύπρο και τη Βουλγαρία. Είναι αξιοσημείωτο ότι, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε σε προηγούμενες έρευνες, στην έρευνα του 2018 οι μαθητές από την Τουρκία πέτυχαν καλύτερες επιδόσεις από τους δικούς μας και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Η Τουρκία είναι μία από τις χώρες που έχει εμφανίσει σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια, μεταξύ άλλων επειδή αύξησε θεαματικά το ποσοστό των 15χρονων παιδιών της που πηγαίνουν στο σχολείο, από 36% το 2003 σε 73% το 2018.

Όπως και τις προηγούμενες χρονιές, τις πρώτες θέσεις στις επιδόσεις του PISA τις καταλαμβάνουν οι μαθητές από την Κίνα (για τις ανάγκες της έρευνας αυτοί είναι χωρισμένοι σε τέσσερις διαφορετικές γεωγραφικές ομάδες -και οι τέσσερις κατατάσσονται στο top-5), τη Σιγκαπούρη, την Ιαπωνία, την Κορέα, τον Καναδά, τις ΗΠΑ και τις χώρες της Ωκεανίας και της βόρειας Ευρώπης. Στην Ευρώπη, όπως είπαμε, τις καλύτερες επιδόσεις έχει η Εσθονία, ακολουθούμενη από την Φινλανδία και την Ιρλανδία. Όπως και το 2015, και λαμβάνοντας υπ′ όψιν την εκτίμηση των ερευνητών ότι η φοίτηση στο σχολείο για ένα σχολικό έτος βελτιώνει τις επιδόσεις ενός μαθητή κατά περίπου 38 μονάδες, παρατηρεί κανείς πως ο μέσος 15χρονος Έλληνας μαθητής έχει περίπου τις γνώσεις και τις ικανότητες του μέσου 12χρονου μαθητή από τη Σιγκαπούρη ή το Πεκίνο.

Στον παρακάτω πίνακα μπορείτε να δείτε ολόκληρη την κατάταξη των χωρών που συμμετέχουν, με τις βαθμολογίες τους.

Open Image Modal
ΟΟΣΑ

Όπως έγινε σαφές και από τα στοιχεία του 2015, το πρόβλημα με τις επιδόσεις των Ελλήνων δεν έχει να κάνει μόνο με τον μέσο όρο. Το ποσοστό των Ελλήνων μαθητών που πετυχαίνουν πολύ υψηλές επιδόσεις είναι εξαιρετικά χαμηλό (σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες άλλες χώρες), ενώ το ποσοστό των μαθητών που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν ούτε στα βασικά είναι εξαιρετικά υψηλό. Το 2018 μόλις το 6,2% των Ελλήνων μαθητών πέτυχε πολύ υψηλές επιδόσεις σε έστω και ένα γνωστικό αντικείμενο αντικείμενο (από 6,8% το 2015). Για να έχετε μια εικόνα, στις χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό των μαθητών πολύ υψηλών επιδόσεων είναι 15,7%, στη Σιγκαπούρη 43,3%, στην Εσθονία 22,5%, στη Γαλλία 15,9% και στην Πορτογαλία 15,2%. Αντίστροφα, όπως και στην προηγούμενη έρευνα, και το 2018 2 στους 10 Έλληνες μαθητές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν ούτε στα βασικότερα προβλήματα και στα τρία γνωστικά αντικείμενα -ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό της Τουρκίας, της Σλοβακίας και της Λευκορωσίας, μεταξύ άλλων.

Πίσω από αυτά, τα πρώτα αποτελέσματα που δημοσιεύτηκαν σήμερα από τον ΟΟΣΑ, βεβαίως, βρίσκεται ένας πλούτος δεδομένων που δεν αποτυπώνει μόνο τις επιδόσεις και τις ικανότητες των μαθητών, αλλά και πολύτιμα στοιχεία για το πώς ζουν, τι προσλαμβάνουσες έχουν από το σπίτι και από το σχολικό τους περιβάλλον, καθώς και για τις συνθήκες και τις υποδομές των σχολείων. Στην πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις αναλύσαμε τα δεδομένα αυτά και μελετήσαμε πώς σχετίζονται με τα αποτελέσματα του 2015. Η ερευνητική ομάδα, με τον συντονισμό της Επικ. Καθηγήτριας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Χρύσας Σοφιανοπούλου, που είναι η εθνική συντονίστρια του PISA για τη χώρα μας, θα επαναλάβει μια αντίστοιχη ανάλυση και στα δεδομένα του 2018, επισημαίνοντας και τυχόν αλλαγές και τάσεις στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα σε μια νέα, συμπληρωματική έρευνα, που προγραμματίζεται για τα μέσα του 2020.