Πιθανή υπαναχώρηση στην Ουκρανία: Μια απειλή για το διεθνές δίκαιο

Η αποδοχή των ρωσικών απαιτήσεων υπονομεύει τη διεθνή τάξη και ενθαρρύνει επεκτατικές πρακτικές από αναθεωρητικά κράτη.
Open Image Modal
Ουκρανός στρατιώτης
via Associated Press

Ξαφνικά και πρόωρα, ενώ όλοι ανέμεναν την επόμενη κίνηση μετά την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε δηλώσει ότι θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μόλις αναλάβει καθήκοντα, ο Ζελένσκι φάνηκε να υψώνει λευκή σημαία, προτείνοντας παύση των εχθροπραξιών. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός με τη Ρωσία, εάν τα ουκρανικά εδάφη τεθούν υπό την «ομπρέλα» του ΝΑΤΟ, γεγονός που θα του επέτρεπε να διαπραγματευθεί την επιστροφή των υπόλοιπων εδαφών μέσω διπλωματικών οδών. 

Φυσικά, η πρόταση του Ζελένσκι αναμένεται να απορριφθεί από τη Ρωσία ως απαράδεκτη. Η ένταξη της Ουκρανίας «υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ» είναι για τη Μόσχα σχεδόν ταυτόσημη με την πλήρη ένταξή της στη Συμμαχία, γεγονός που θεωρείται casus belli. Ωστόσο, η πιθανότητα αμοιβαίων υποχωρήσεων εκατέρωθεν δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Η πορεία του πολέμου φαίνεται να μην εξελίσσεται ευνοϊκά για την Ουκρανία. Μετά την εκλογή του Τραμπ, αναμένονται δυσκολίες στη χρηματοδότηση της χώρας από τις ΗΠΑ. Παράλληλα, η Ρωσία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λόγω των κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί. Υπό αυτές τις συνθήκες, διαφαίνεται μια αχτίδα ελπίδας για εκεχειρία ή ανακωχή. Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται την επίλυση του Ουκρανικού ζητήματος, καθώς οι δύο λαοί παραμένουν βαθιά διχασμένοι από διαχρονικό μίσος. 

Σε κάθε περίπτωση, η δήλωση του Ζελένσκι μου θυμίζει το επιφώνημα «Finis Poloniae» του ήρωα της Πολωνίας, Κοστσιούσκο, όταν η χώρα του τριχοτομήθηκε. Όποια λύση και αν προκύψει, η καταστραμμένη Ουκρανία φαίνεται πως θα είναι η χαμένη πλευρά. Η ανοικοδόμησή της θα απαιτήσει τεράστιους πόρους, τους οποίους είναι πιθανό να απομυζήσουν εξωτερικές δυνάμεις, αφήνοντας τη χώρα οικονομικά εξαντλημένη.

Το διεθνές δίκαιο αποτελεί το σύνολο κανόνων, συμβάσεων και συνθηκών που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ κρατών, διεθνών οργανισμών και νομικών οντοτήτων. Εφαρμόζεται σε τομείς όπως η εδαφική κυριαρχία, το δίκαιο της θάλασσας, το περιβάλλον, οι διεθνείς μεταφορές, οι διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις, καθώς και η προστασία αμάχων, προσφύγων και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Επιπλέον, το διεθνές δίκαιο καθορίζει τους τρόπους, τις διαδικασίες και τα αρμόδια όργανα για την επίλυση διαφορών, τον έλεγχο της τήρησης των συνθηκών και την επιβολή κυρώσεων. Ωστόσο, οι κυρώσεις εφαρμόζονται μόνο όταν αυτό προβλέπεται από τις διεθνείς συνθήκες και με την προϋπόθεση ότι η υπόλογος χώρα έχει προσχωρήσει σε αυτές.

Αναφορές σε συνθήκες μεταξύ κρατών υπάρχουν ήδη από τη μυθολογική εποχή, αλλά η συστηματική κατάρτισή τους ξεκίνησε το 1815, με το Συνέδριο της Βιέννης. Έκτοτε, χιλιάδες διεθνείς συμβάσεις έχουν επικυρωθεί, δημιουργώντας τη βάση για την ίδρυση αξιόπιστων διεθνών οργανισμών, όπως η Κοινωνία των Εθνών, που αργότερα διαδέχθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Υπό την αιγίδα αυτών των διεθνών συνθηκών και οργανισμών, ιδρύθηκαν και λειτουργούν ειδικοί φορείς που έχουν προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες. Μεταξύ αυτών, ο Ερυθρός Σταυρός, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), η UNESCO και η UNICEF. Παράλληλα, ιδρύθηκαν δικαστήρια όπως το Διεθνές Δικαστήριο και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, που εδρεύουν στη Χάγη, καθώς και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Επιπλέον, συγκροτήθηκαν ad hoc δικαστήρια, όπως το δικαστήριο της Νυρεμβέργης, για την εκδίκαση εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Το πλέγμα των διεθνών συνθηκών και οργανισμών έχει συμβάλει καθοριστικά στην παγκόσμια συναδέλφωση των λαών, στην κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων και στην προώθηση της παγκοσμιοποίησης. Επιπλέον, συνέβαλε στην οικονομική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη, στη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής, καθώς και στην προστασία του περιβάλλοντος. Οι υπηρεσίες που προσέφεραν οι οργανισμοί αυτοί αποδείχθηκαν πολύτιμες κατά τη διάρκεια κρίσεων και φυσικών καταστροφών. 

Ωστόσο, ιδεολογικές και θρησκευτικές διαφορές, ιδεολογικά κατάλοιπα του Ψυχρού Πολέμου, εθνικιστικές διεκδικήσεις και μεγαλοϊδεατισμοί για την ανασύσταση αυτοκρατοριών, καθώς και η μη δημοκρατική λειτουργία πολλών πολιτευμάτων, δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια.

Αυτοί οι παράγοντες οδηγούν σε ένοπλες επεμβάσεις ισχυρών κρατών σε άλλα κράτη, συχνά υπό το πρόσχημα ειρηνευτικών αποστολών. Παράλληλα, προκύπτουν τοπικοί πόλεμοι, επαναστάσεις, οικονομικοί πόλεμοι, οικονομικές κρίσεις, εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί και γενοκτονίες. Όλα αυτά επηρεάζουν δραματικά την πορεία των χωρών και της ανθρωπότητας συνολικά.

Το αποτέλεσμα είναι ότι οι επιταγές του διεθνούς δικαίου δεν εφαρμόζονται πάντα. Όταν συγκρούονται με ισχυρότερα συμφέροντα, παραμένουν ανενεργές, με σοβαρές συνέπειες τόσο για τα εμπλεκόμενα κράτη όσο και για τη διεθνή τάξη. 

Οι ποικίλες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, που συνήθως προέρχονται από ισχυρότερα κράτη, δεν αναιρούν ούτε την αξία ούτε τη χρησιμότητα του συστήματος διεθνών σχέσεων. Παρά τις αδυναμίες του, υπό την πίεση της παγκόσμιας κοινής γνώμης – η οποία ευαισθητοποιείται ιδιαίτερα σε ανθρωπιστικά θέματα, όπως οι ταλαιπωρίες αμάχων και προσφύγων – μπορούν να γεννηθούν ευκαιρίες για τη βελτίωση του συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι ευκαιρίες οδηγούν ακόμη και σε πολιτικές αλλαγές, ιδιαίτερα όταν ο ισχυρός χάνει τη μάχη στο πεδίο της επικοινωνίας.

Στον πρόλογο του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, οι λαοί που τον υπογράφουν δηλώνουν:

«Είμαστε αποφασισμένοι να σώσουμε τις επόμενες γενιές από τη μάστιγα του πολέμου, να διακηρύξουμε την πίστη μας στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, στην αξιοπρέπεια και αξία του ανθρώπου, καθώς και στην ισότητα δικαιωμάτων μικρών και μεγάλων εθνών. Δεσμευόμαστε να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη και σεβασμός προς τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις συνθήκες και άλλες πηγές του διεθνούς δικαίου». 

Η μέχρι τώρα πρακτική έχει δείξει ότι η διακήρυξη αυτή παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένα ευχολόγιο. Συχνά, οι μεγάλες δυνάμεις, που αποτελούν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, εμποδίζουν με τη χρήση του veto την έκδοση εκτελεστών αποφάσεων σε κρίσιμα θέματα.

Παράλληλα, η καταδίκη μιας χώρας από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για μη νόμιμη επέμβαση σε άλλη χώρα – όπως συνέβη με τις εισβολές στην Κύπρο και την Ουκρανία – έχει προς το παρόν περισσότερο θεωρητική παρά πρακτική αξία. Το ίδιο ισχύει και για αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου, όπως η πρόσφατη εντολή προς τη Ρωσία να σταματήσει την εισβολή στην Ουκρανία. Αν και τέτοιες ενέργειες χαρακτηρίζουν την εισβολή ως επιθετική πράξη, η εφαρμογή τους εξαρτάται από τους συσχετισμούς δυνάμεων.

Ωστόσο, αυτές οι καταδικαστικές αποφάσεις ενδέχεται να νομιμοποιούν ηθικά τις κυρώσεις που επιβάλλονται στον επιτιθέμενο. Με την πάροδο του χρόνου και την αλλαγή των συσχετισμών, υπάρχει η πιθανότητα να οδηγήσουν ακόμη και σε καταδίκες για εγκλήματα πολέμου. 

Στις διεθνείς σχέσεις, και ιδιαίτερα στη σύναψη διμερών συμβάσεων, συχνά επικρατεί το «δίκαιο του ισχυρότερου». Αυτός επιβάλλει, μέσω άμεσης ή έμμεσης απειλής και χρήσης βίας, όρους που εξυπηρετούν τα δικά του συμφέροντα.

Ένα κλασικό παράδειγμα αποτελεί το ιστορικό επιφώνημα της αρχαίας Ρώμης, «vae victis – ουαί τοις ηττημένοις», το οποίο αναδεικνύει τη σκληρή πραγματικότητα για τους ηττημένους. Σύγχρονες αναλογίες περιλαμβάνουν την απειλή της Τουρκίας με casus belli για την αποτροπή της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων, καθώς και τους επαχθείς όρους που επέβαλε ο Πούτιν για να σταματήσει την εισβολή στην Ουκρανία.

Κάθε φορά που ο ισχυρότερος παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, επικαλούμενος ψευδεπίγραφα την ισχύ του για να δικαιολογήσει τις πράξεις του, δημιουργείται ένα επικίνδυνο διεθνές προηγούμενο. Η αποδοχή τέτοιων ενεργειών ανοίγει τον δρόμο για τη νομιμοποίηση παρόμοιων παραβιάσεων από άλλους ισχυρούς παίκτες ή από όσους θεωρούν ότι διαθέτουν την απαραίτητη ισχύ.

Οι παραβιάσεις αυτές συχνά συνοδεύονται από προσχηματικές δικαιολογίες, όπως η ανάγκη για «ζωτικό χώρο», «ζώνη ασφαλείας», «γαλάζια πατρίδα» ή ακόμη και η ουδετεροποίηση μικρότερων κρατών. Αυτές οι έννοιες χρησιμοποιούνται ως μέσα για την επίτευξη πολιτικών ή εδαφικών κερδών, εις βάρος της διεθνούς τάξης και των αδύναμων κρατών. 

Υπό αυτούς τους όρους, υποκρύπτεται επεκτατική επέμβαση, η οποία απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, με την απειλή της ισχύος και την αβουλία πολιτικών κυβερνήσεων – που συχνά ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διατήρηση της εξουσίας παρά για την εφαρμογή της δικαιοσύνης – οι διεκδικήσεις μετατρέπονται σε διενέξεις. Αυτές συνήθως επιλύονται εις βάρος του αδύναμου μέρους, είτε μέσω διαπραγματεύσεων είτε με αποφάσεις Διεθνούς Δικαστηρίου, με την παρέμβαση υπέρ του ισχυρού τρίτων δυνάμεων.

Φυσικά, οποιαδήποτε συνθήκη καταρτίστηκε υπό απειλή ή κατόπιν πολεμικής ήττας σπάνια γίνεται αποδεκτή μακροπρόθεσμα. Οι λαοί που αισθάνονται ότι έχουν αδικηθεί προσπαθούν, μόλις παρουσιαστεί η ευκαιρία, να την ανατρέψουν. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Συνθήκη των Βερσαλλιών, που επιβλήθηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η προεκλογική υπόσχεση ανατροπής της έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία. Το ίδιο ενδέχεται να συμβεί στην περίπτωση της Ουκρανίας, εάν αναγκαστεί να συνθηκολογήσει και να εκχωρήσει εδάφη.

Στο παρελθόν, η τήρηση των συνθηκών εξασφαλιζόταν με διάφορους τρόπους. Αυτοί περιλάμβαναν επιγαμίες, την παροχή ομήρων, την εγγύηση από ηγεμόνες, ισχυρούς φεουδάρχες ή εκκλησιαστικούς άρχοντες. Σε πιο πρόσφατους χρόνους, χρησιμοποιήθηκε η παρεμβολή εγγυητριών δυνάμεων, όπως στην περίπτωση της Συνθήκης της Ζυρίχης για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Τουρκία αναγνωρίστηκε ως εγγυήτρια δύναμη για την προστασία της τουρκικής μειονότητας, κάτι που έγινε δεκτό χωρίς επαρκή εξέταση. Αυτό το γεγονός ψευδεπίγραφα νομιμοποίησε την τουρκική επέμβαση στην Κύπρο, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για άλλες παράνομες επεμβάσεις της Τουρκίας σε ξένα κράτη

Στις παρούσες συνθήκες, και υπό τον φόβο ενός πυρηνικού πολέμου, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η αδυναμία της Διεθνούς Κοινότητας να επιβάλει στον ισχυρό παραβάτη να συμμορφωθεί με τις επιταγές του διεθνούς δικαίου. Η ανικανότητα αυτή ενισχύεται από την έλλειψη ενός μόνιμου μηχανισμού βίας που θα μπορούσε να εξαναγκάσει τη συμμόρφωση.

Αντί για αυτό, η διεθνής κοινότητα βασίζεται σε άμεσες ή έμμεσες πιέσεις και κυρώσεις, κυρίως μέσω οικονομικών μέτρων. Ωστόσο, αυτά λαμβάνονται κατά περίπτωση, με εξαιρέσεις, και όχι με έναν οριζόντιο και καθολικό τρόπο. Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων, η διάρκειά τους, η αποδοχή τους από όλα τα κράτη και η αποφυγή καταστρατηγήσεων είναι στοιχεία που δεν μπορούν να προδικαστούν με βεβαιότητα. 

Η Δύση, κυρίως για γεωπολιτικούς λόγους και υπό την πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης, επέβαλε αυστηρά οικονομικά μέτρα και κυρώσεις κατά της Ρωσίας, των Ρώσων ηγετών και των ολιγαρχών, ως απάντηση στην εισβολή στην Ουκρανία. Παρόλο που αυτά τα μέτρα δεν απέφεραν άμεσα ουσιαστικά αποτελέσματα, προκάλεσαν παράπλευρες συνέπειες. Μεταξύ αυτών, η δημιουργία πλούτου για όσους παραβιάζουν τις κυρώσεις, όπως ορισμένοι εφοπλιστές που εμπλέκονται σε λαθρεμπόριο πετρελαίου.

Σε κάθε περίπτωση, οι κυρώσεις ενέχουν σημαντικούς κινδύνους. Μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω κλιμάκωση, με τη δημιουργία ενός ντόμινο συνεπειών που ίσως καταλήξει ακόμη και σε πολεμικές συγκρούσεις σε παγκόσμια κλίμακα.

Κάθε πόλεμος, ανεξαρτήτως του πώς ψευδεπίγραφα αποκαλείται – είτε «ειρηνευτική αποστολή» είτε «ειδική επιχείρηση» – είναι ηθικά απαράδεκτος και καταδικαστέος. Οι διεθνείς διαφορές πρέπει να επιλύονται μέσω ειρηνικών μέσων, χωρίς τη χρήση βίας ή στρατιωτικής ισχύος.

Οι πόλεμοι, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, διακρίνονται σε άδικους, που είναι οι επιθετικοί, και σε δίκαιους, που είναι οι αμυντικοί. Ακόμη και οι αμυντικοί πόλεμοι, ωστόσο, μπορεί να περιλαμβάνουν φάσεις για την ανάκτηση εδαφών που έχουν χαθεί σε προηγούμενους πολέμους.

Οι ένοπλες επεμβάσεις σε ξένα κράτη, εάν γίνονται χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, δεν μπορούν νομικά να χαρακτηριστούν ως πόλεμοι. Ως εκ τούτου, δεν υπόκεινται στις διατάξεις του δικαίου και της ηθικής του πολέμου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, τέτοιες επεμβάσεις μπορεί να δικαιολογηθούν ως αναγκαίο μέτρο άμυνας κατόπιν προηγούμενης επίθεσης – όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με το Ισραήλ, τουλάχιστον ως προς το αναγκαίο μέτρο.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, επιτρέπεται να αποτελούν στόχο μόνο στρατιωτικοί στόχοι. Ο άμαχος πληθυσμός, σε καμία περίπτωση και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν επιτρέπεται να στοχοποιείται άμεσα ή εκ προθέσεως.

Επιπλέον, απαγορεύεται να αποτελούν στόχο κατοικίες, χώροι θρησκευτικής λατρείας, σχολεία και νοσηλευτικά ιδρύματα, τα οποία συχνά χρησιμοποιούνται ως καταφύγια για αμάχους.

Για να ενεργοποιηθούν οι διεθνείς δικαστικοί μηχανισμοί έρευνας και δίωξης εγκλημάτων πολέμου, όπως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, η υπόλογος χώρα πρέπει να έχει υπογράψει τη σχετική διεθνή σύμβαση.

Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε η Ρωσία ούτε η Ουκρανία έχουν υπογράψει τη σύμβαση αυτή. Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχει νομοθετική βάση για να ασκηθεί διεθνής ποινική δίωξη κατά της Ρωσίας, του Βλαντιμίρ Πούτιν ή άλλων υπευθύνων για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου ή γενοκτονίες που διαπράχθηκαν στο παρελθόν ή συνεχίζουν να διαπράττονται στην Ουκρανία.

Ομοίως, δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη κατά Ουκρανών αξιωματούχων, εάν υπάρξει σχετική καταγγελία από τη Ρωσία.

Στον δυτικό κόσμο, υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων που, είτε λόγω ιδεολογίας είτε θρησκοληψίας, και συχνά με τη στήριξη του ρωσικού χρήματος, προσπαθούν να δικαιολογήσουν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι ίδιοι τη θεωρούν δικαιολογημένη για λόγους ασφαλείας, προκειμένου να αποτραπεί η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν μπορεί να προσδώσει καμία ηθική νομιμοποίηση στην εισβολή, σύμφωνα με την παγκόσμια κοινή γνώμη.

Παράλληλα, όσοι υποστηρίζουν, σε Ελλάδα και Κύπρο, τέτοιες θέσεις παραβλέπουν ότι, με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά νομιμοποιούν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Κάθε παραβίαση του διεθνούς δικαίου αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση και πρέπει να κρίνεται αυτοτελώς.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει πραγματικός ή ηθικός συμψηφισμός ανάμεσα στις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, είτε αυτές αφορούν διαφορετικά κράτη είτε διαφορετικές περιστάσεις.

Η προσπάθεια της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν παρέχει καμία δικαιολογία στη Ρωσία για την επέμβασή της. Ο ισχυρισμός περί «προληπτικής αυτοάμυνας» για να αποτραπεί η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν ευσταθεί, καθώς αντίκειται στο διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ.

Σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, κανένα κράτος δεν έχει το δικαίωμα να απαιτεί, μέσω της απειλής πολέμου, τον μη εξοπλισμό ή την ουδετεροποίηση γειτονικών κρατών, ούτε να επιβάλλει περιορισμούς στη συμμετοχή τους σε διεθνείς συμμαχίες. Αυτή η αρχή ισχύει τόσο για την περίπτωση της Ρωσίας, που ζητά την ουδετεροποίηση της Ουκρανίας, όσο και για την Τουρκία, η οποία απαιτεί την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου.

Ανεξάρτητα από το αν η Ουκρανία, κατόπιν ήττας, αποδεχθεί τη μη νόμιμη απαίτηση της Ρωσίας, η αποδοχή αυτής της απαίτησης από τη διεθνή κοινότητα, έστω και για να αποφευχθεί ένας παγκόσμιος πόλεμος, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο.

Μια τέτοια εξέλιξη θα έδινε τη δυνατότητα σε ισχυρά κράτη να επιβάλλουν τις απαιτήσεις τους σε ασθενέστερα. Ειδικότερα, θα επέτρεπε στην Τουρκία να χρησιμοποιήσει αυτό το προηγούμενο ως βάση για να προωθήσει την απαράδεκτη αξίωσή της για αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, προβάλλοντας μάλιστα «βάσιμα» επιχειρήματα.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία παρουσιάζει ομοιότητες με την απρόκλητη και ψευδεπίγραφη επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο, η οποία πραγματοποιήθηκε με το πρόσχημα της προστασίας της τουρκικής μειονότητας, ενώ στην πραγματικότητα είχε κατακτητικό σκοπό. Αυτή η τακτική της Τουρκίας χρησιμοποιήθηκε για την κατάληψη εδαφών σε γειτονικά κράτη, προκαλώντας παράλληλα κύματα προσφύγων.

Πιστεύω ότι η Διεθνής Κοινότητα πρέπει με κάθε τρόπο να σταματήσει εγκαίρως τέτοιες πρακτικές, προτού ανοίξει για τα καλά η πόρτα του φρενοκομείου.