Τα πράγματα είναι απλά και δεν υπάρχει χώρος για προβληματισμούς και αναλύσεις πλέον από τους ήδη υπευθύνους αλλά και ηθικούς αυτουργούς τής καταστροφής. Γράφει ο Μ. Βασίλειος πριν από 1643 χρόνια:
«Δείτε πως οι δικές μας αμαρτίες άλλαξαν και τη φύση, ακόμη και το κλίμα έγινε εχθρικό. Ο χειμώνας δεν είναι υγρός και ξερός, αλλά γεμάτος παγωνιά και χωρίς χιόνια και βροχές. Η άνοιξη έχει ζέστη, όχι όμως τις απαιτούμενες βροχές. Η ζέστη και το κρύο ξεπέρασαν τα φυσιολογικά όρια και βλάπτουν θανάσιμα τους ανθρώπους. Ποια είναι λοιπόν, η αιτία αυτής της αταξίας και αναστάτωσης; Από πού προέρχονται τα καινοφανή αυτά φαινόμενα;
Ως μυαλωμένοι άνθρωποι ας ερευνήσουμε…. Αν και κερδίζουμε, δε δίνουμε τίποτα σε κανέναν. Αν και επαινούμε τις ευεργεσίες, τις στερούμε από αυτούς που τις χρειάζονται. Αν και ελευθερωθήκαμε, είμαστε άσπλαχνοι απέναντι στους δούλους. Όταν πεινάμε, τρώμε, αλλά περιφρονούμε τον φτωχό. Αν και ο Θεός είναι πλούσιος χορηγός είμαστε, σφιχτοχέρηδες και αδιάφοροι στις ανάγκες των φτωχών. Τα πρόβατά μας εἶναι γόνιμα, αλλά οι γυμνοί γύρω μας περισσότεροι από αυτά … Οι αποθήκες μας είναι γεμάτες από αγαθά, αλλά δεν ελεούμε αυτόν που στενάζει από δυστυχία…
Εμείς αποκλείσαμε την αγάπη προς τον διπλανό ως αδελφό μας. Γι’ αυτό και τα χωράφια μας είναι ξερά γιατί πάγωσε η αγάπη ανάμεσα μας» (Ομιλία Μεγάλου Βασιλείου, Εν λιμώ καὶ αυχμώ, ΒΕΠΕΣ, 54, σελ. 78-79).
Βεβαίως σήμερα τα χωράφια μας δεν είναι ξερά γιατί πολύ απλά τα εγκαταλείψαμε, αλλά τα σπίτια μας πλημμύρισαν, όχι γιατί η φύση «εκδικείται», αλλά γιατί η αγάπη πάγωσε.
Η αγάπη πάγωσε και έγινε αιτία των πλημμυρών, γιατί πραγματικότητα είναι η άκρατη εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον συνάνθρωπο και απλούστερα όταν η εξουσία θέλει να εξασφαλίσει ψήφους και χρήμα, μπαζώνει τον ποταμό, δεν κάνει αντιπλημμυρικά έργα, η Αυτοδιοικητική αρχή ασχολείται με φιέστες, τότε φυσικό επόμενο είναι να πλημμυρίσει ό τόπος, ο ίδιος ο πολίτης και το σπίτι του, αλλά και το σπίτι τού αδελφού του.
Όταν βλέπει κανείς μπουλντόζες στο όνομα της αναπτύξεως τότε θα πρέπει να φοβάται την καταστροφή της επομένης μέρας, γιατί πολύ απλά οι μπουλντόζες εκτέλεσαν έργο κινούμενες από τον άνθρωπο στο όνομα του κέρδους, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ότι, οποιοδήποτε έργο γίνεται πρέπει να γίνεται με σκοπό την διακονία τού αδελφού μας και όχι το κέρδος των κατασκευαστικών εταιρειών και των διευθυντών των τεχνικών υπηρεσιών ή άλλων παραγοντίσκων της εκάστοτε τοπικής αρχής.
Η αγάπη πάγωσε για αυτό και ο καθένας εξ ημών επιθυμεί να πουλήσει το χωραφάκι του στον κάθε μεγαλοεργολάβο με την δικαιολογία για να ανοίξει ο δρόμος, αλλά στην πραγματικότητα θέλει να αποκτήσει χρήματα για να επιδειχθεί στον συνάνθρωπο του.
Μια κοινωνία που δεν στηρίζεται σε κίνητρα και σχέσεις διακονικές είναι καταδικασμένη να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους φαινόμενα, όπως οι πρόσφατες πλημμύρες. Αιώνες τώρα ο τόπος αυτός γνώριζε ακραία καιρικά φαινόμενα. Το διαφορετικό αυτή την εποχή είναι ότι οι καταστροφές γίνονται όπου υπήρξε η ανθρώπινη παρέμβαση, η οποία θα έπρεπε να είναι επ’ ωφελεία του ανθρώπου -όχι βεβαίως ως πρόσχημα όπως οι κρατούντες προτάσσουν- αλλά ως πράξη διακονίας προς τον συνάνθρωπο.
Όταν ο άνθρωπος πιστεύει ότι υπάρχει μεμονωμένα απο την υπόλοιπη δημιουργία και ότι αυτός είναι ο κύριος της ή καλύτερα ο εξουσιαστής της, τότε εύκολα εκμεταλλεύεται τα δώρα τής δημιουργίας και τελικά όχι μόνο αγνοεί αλλά και απορρίπτει κάθε δεσμό με αυτήν. Η απόρριψη αυτής της σχέσης σημαίνει την άρνηση του ρόλου του και της κλήσης του, ως φροντιστή και κυρίως μεταμορφωτή της κτίσεως και την επιλογή τού ρόλου ως παραμορφωτή.
Κάνοντας χρήση του αυτεξουσίου του διαλέγει την απομάκρυνση από την ιερότητα της ύλης. Η επιλογή αυτή τον κάνει να διακόψει την αγαπητική κοινωνία με την φύση, να την αποϊεροποιήσει ή να την λατρεύσει. Η ορθή ευχαριστιακή σχέση με την ύλη διασαλεύθηκε, η «παμμήτωρ» ύλη έγινε αντικείμενο για ικανοποίηση των εγωιστικών στάσεων ζωής του ανθρώπου καί όχι δρόμος, οδηγός, συνοδοιπόρος του ανθρώπου στον αγώνα του για κοινωνία με την Πηγή της ζωής, κοινωνία στην οποία συμμετέχουν οι σύμπαντες υλικοί κόσμοι ακόμη και τα «βρέφη» σύμπαντα.
Η παγωνιά της αγάπης κάνει τον σημερινό άνθρωπο να επαναπροσδιορίσει την στάση του έναντι της υλικής φύσεως. Να βρει ζωοποιό λύση στὸ πρόβλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος, το οποίο είναι πρόβλημα οντολογικό.
Η ζητούμενη λύση του οικολογικού προβλήματος είναι όταν ο άνθρωπος αντιμετωπίσει ευχαριστιακά τη φύση και τής αντιπροσφέρει τα δικά της από τα δικά της, όπως βιώνεται στη λειτουργική πράξη της χριστιανικής Εκκλησίας.
Με τη λειτουργική της ζωή η Εκκλησία προτείνει μία οδό κοινωνίας με τόν Θεό, έναν ευχαριστιακό τρόπο, μιά οδό, η οποία προϋποθέτει την ευαισθησία για τα πάντα και τη φροντίδα γιά ολόκληρη τη δημιουργία. Όταν οι άνθρωποι μάθουν να εκτιμούν τούς γήινους πόρους μέ ένα αληθινά ευχαριστιακό πνεύμα, παύουν να αντιμετωπίζουν την δημιουργία ως αντικείμενο χρηστικό ή ως ιδιοκτησία τους. Τότε μόνον καθίστανται ικανοί να αντιπροσφέρουν τον κόσμο στον Δημιουργό του με ευχαριστιακό πνεύμα. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα». Μετά την συμμετοχή στη μία υπό τον Επίσκοπο Θεία Ευχαριστία, που είναι το κέντρο της Εκκλησίας, ο άνθρωπος αγωνίζεται γιά την εξάλειψη της καταστρεπτικής χρήσης των φυσικών πόρων, γιά τη βιωσιμότητα του φυσικού κόσμου, γιά εγκράτεια, λιτότητα και λελογισμένη χρήση όλων των πραγμάτων.
Χωρίς την ευχαριστία δεν υπάρχουν πραγματικά ανθρώπινες υπάρξεις. Όταν όμως η ευχαριστία γίνει τρόπος και στάση ζωής τότε και οι σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον και όλη την κτίση θα γίνουν ευχαριστιακές σχέσεις και δεν θα υπάρχουν πλημμυρικά φαινόμενα, αφού η κτίση θα διακονεί αγαπητικά τον άνθρωπο και άνθρωπος θα την φροντίζει ως μανικός εραστής.