Στις 18 Μαρτίου, ο 96χρονος κάτοικος του Χάρκοβο, Μπόρις Ρομάντσενκο, ο οποίος επέζησε από τέσσερα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, πέθανε όταν το διαμέρισμά του χτυπήθηκε από ρωσική οβίδα. Ζούσε στη Βόρεια Σαλτόβκα, μια περιοχή που δεχόταν πυρά από τις πρώτες μέρες του πολέμου. Σύμφωνα με την εγγονή του, την Γιούλια Ρομάντσενκο, η πολυκατοικία του «κάηκε ολοσχερώς».
Ο Μπόρις Ρομάντσενκο γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1926 στο Μπόνταρυ, ένα χωριό κοντά στη Σάμμη κι εκεί έζησε με τους γονείς του και τις δύο αδερφές του. Κατά τη διάρκεια του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, το χωριό καταλήφθηκε από τους Γερμανούς και το 1942, ο 16χρονος Μπόρις απελάθηκε στη Γερμανία για να ενταχθεί στο εργατικό δυναμικό.
«Έφτιαξαν λίστες με όλους τους άνδρες ηλικίας 16 έως 60 ετών και τους μετέφεραν σταδιακά στη Γερμανία — μόνο και μόνο για να αποτρέψουν την ένταξή τους στα αποσπάσματα των ανταρτών στην Ουκρανία», είχε πει στον τηλεοπτικό σταθμό του Χάρκοβο, το 2014.
Ο Μπόρις μεταφέρθηκε στο Ντόρτμουντ και τον έστειλαν να δουλέψει σε ένα ορυχείο. Αρκετές μέρες μετά την άφιξή του, έγινε μια έκρηξη και ένα άτομο πέθανε. Ο Μπόρις και αρκετοί άλλοι κρατούμενοι προσπάθησαν να δραπετεύσουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Τον Ιανουάριο του 1943, στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ. «Το Μπούχενβαλντ βρίσκεται σε ένα βουνό, έχει τρομερές χιονοθύελλες. είναι πολύ κρύο και υγρό το χειμώνα. Και τι ρούχα είχαμε;» είπε σε άλλη συνέντευξη.
Αρχικά εργάστηκε σε ένα λατομείο εκεί, αλλά σύντομα μπόρεσε να παρουσιαστεί ως 22χρονος και να μεταφερθεί στο Πινεμούντε , όπου αναπτύσσονταν ο βαλλιστικός πύραυλος V-2. Εργάστηκε εκεί για αρκετούς μήνες ως μηχανικός. Μετά από αυτό, η ομάδα του στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μιτελμπάου-Ντόρα, όπου έζησε και εργάστηκε σε υπόγειες σήραγγες για αρκετούς μήνες. Τον Μάρτιο του 1945, στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέρκγεν - Μπέλσεν.
Ο ίδιος, περιγράφει αυτό το ταξίδι:
«Είχαμε μεγάλα φορτηγά βαγόνια τεσσάρων αξόνων, αλλά οι Γερμανοί δεν είχαν τόσο μεγάλα, είχαν δύο άξονες. Εκατό άνθρωποι στάθηκαν, στριμώχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλον και άρχισαν να μας μεταφέρουν. Μας έδωσαν στον καθένα κάτι σαν κουτάκι φαγητό και μισό κομμάτι ψωμί. Αλλά τα φάγαμε όλα αμέσως.
Μας οδήγησαν και μας οδήγησαν… Και αυτό ενώ ήταν - ήταν ήδη το 1945, και η Γερμανία ήταν σχεδόν εντελώς διαλυμένη…. Αν κάποιος πέθαινε, ο χώρος δεν ήταν πια δικός του, και καθόμασταν πάνω του. Και ταξιδεύαμε έτσι για επτά μέρες.
Δεν θυμάμαι αν μας έδωσαν νερό ή όχι, αλλά δεν υπήρχε τίποτα να φάμε, και ταξιδεύαμε για επτά ημέρες. Μετά φτάσαμε στο Μπέργκεν-Μπέλσεν όπου το στρατόπεδο, ήταν ήδη γεμάτο. Είχαν φέρει ανθρώπους εκεί από όλη τη Γερμανία.
Μετά από επτά μέρες πείνας, δεν μου έμεινε ενέργεια. Απλώς είχα τη δύναμη να ανεβαίνω στο δεύτερο επίπεδο του κρεβατιού, όπου σκεπτόμουνα, «Αυτό είναι, δεν θα φύγεις από εδώ.»
Όταν έφτασαν τον Απρίλιο, οι Ρώσοι στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, το στρατόπεδο απελευθερώθηκε. Ο Ρομάντσενκο ζύγιζε 39 κιλά. Εργάστηκε για τρεις μήνες στη σοβιετική στρατιωτική διοίκηση, στη συνέχεια εντάχθηκε στον σοβιετικό στρατό και έμεινε στην Ανατολική Γερμανία μέχρι το 1950.
Όταν ο Μπόρις έγινε 24 ετών, επέστρεψε στην Ουκρανία και σπούδασε για να γίνει μηχανικός ορυχείων. Αργότερα είπε ότι ήθελε πολύ να γίνει γιατρός, αλλά νόμιζε ότι ήταν πολύ μεγάλος. Εργάστηκε στην παραγωγή αγροτικών μηχανημάτων και αποσύρθηκε το 1997, σε ηλικία 71 ετών.. Η Γιούλια, η εγγονή του Ρομαντένκο, είπε στους δημοσιογράφους μετά τον θάνατό του ότι «την υποστήριζε πάντα» και ότι της έμαθε πώς να διαβάζει και να γράφει.
Ο Ρομάντσενκο ήταν ο αντιπρόεδρος του ουκρανικού τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής για τους πρώην φυλακισμένους των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ταξίδεψε στο Μπούχενβαλντ πολλές φορές και αναφερόμενος στα ταξίδια του αυτά, εξήγησε ότι «είναι δύσκολο να είσαι εκεί, αλλά είναι ουσιαστικά η μόνη ευκαιρία να συναντήσεις άλλους ανθρώπους που επέζησαν από το ίδιο τρομερό πράγμα που έγινε εκεί και αυτοί οι άνθρωποι γίνονται όλο και λιγότεροι κάθε χρόνο»
«Ο παππούς μου, μου είπε πολλά, είχε πολλές ιστορίες. Είχε ένα χειρόγραφο, αλλά δεν ξέρω αν το έσωσε ο πατέρας μου ή όχι. Ο παππούς δεν σχεδίαζε να εκδώσει το βιβλίο, απλώς ήθελε να υπάρχει κάτι για να τον θυμόμαστε αφού θα έφευγε», ανέφερε στα ΜΜΕ η εγγονή του.
Στο διαμέρισμά του στον όγδοο όροφο, ο Ρομάντσενκο ζούσε μόνος για περισσότερα από 30 χρόνια. Yπέφερε από πόνους στα πόδια και χρειαζόταν βοήθεια για να πληρώσει για φάρμακα και μια νοσοκόμα.
«Του πρότεινα να μετακομίσει, αλλά αρνήθηκε. Δεν μπορεί να περπατήσει καλά, δεν ακούει καλά, αλλά δεν έφευγε. Αφού η οβίδα χτύπησε το διαμέρισμά του, «κάηκαν όλα ολοσχερώς. Το μόνο πράγμα που είχε μείνει ήταν τα κόκαλα στο σκελετό του κρεβατιού, όπως ακριβώς ήταν ξαπλωμένος», ήταν τα λόγια της εγγονής του.
Οι αρχές του Χάρκοβο έχουν υποσχεθεί να βοηθήσουν την οικογένεια να ανασύρει τα λείψανά και τις στάχτες του από το διαμέρισμα και να βοηθήσουν στην αξιοπρεπή ταφή του.
Αυτή είναι μικρή ταπεινή ιστορία του Μπόρις Ρομαντσένκο που επέζησε τεσσάρων στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί…
Αυτά είναι και τα νέα σήμερα από το Χάρκοβο...