Το μεγάλο μυστικό για να καταλάβουμε αν το τζιν μας αξίζει τα λεφτά του

Ειδικοί σε θέματα κλωστοϋφαντουργίας και μόδας αποκαλύπτουν τα μικρά πράγματα που πρέπει να προσέξουμε και που μπορούν να κάνουν μεγάλη διαφορά στην τιμή.
Open Image Modal
Iryna Melnyk via Getty Images
Ενα καλά μελετημένο τζιν αναδεικνύει το σωματότυπό μας.

Όταν έρχεται η ώρα να αγοράσουμε ένα καινούργιο τζιν, το κεφάλι μας μπορεί να αρχίσει να γυρίζει. Ορισμένα τζιν κοστίζουν 50 ευρώ, ενώ άλλα κοστίζουν 500 ευρώ, και μπορεί να είναι δύσκολο για τον μέσο καταναλωτή να καταλάβει τι ευθύνεται για τη διαφορά τιμής.

Μερικοί άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν ό,τι κοστίζει για να έχουν την τέλεια εφαρμογή, αλλά δεν θέλουν να πληρώσουν περισσότερα αν το μόνο που παίρνουν για τα χρήματα που δίνουν είναι ένα εμπορικό σήμα ραμμένο στο πίσω μέρος του τζιν. Εν τω μεταξύ, ακόμη και οι πιο φειδωλοί αγοραστές συνήθως δεν θέλουν να σπαταλήσουν τα χρήματα που με κόπο κέρδισαν για να αγοράσουν ένα φτηνό τζιν που δεν θα αντέξει.

«Οι τιμές των τζιν αποκλίνουν σε μεγάλο βαθμό και δεν είναι απαραίτητο ότι έχουν να κάνουν με πράγματα που φαίνονται λογικά, όπως το πόσο κοστίζει η κατασκευή τους», εξηγεί η Κόλμπεϊ Ράιντ, διευθύντρια της Σχολής Μόδας και καθηγητής σπουδών μόδας στο Columbia College του Σικάγο.

«Αυτό κάνει δύσκολη την ... πλοήγησή μας στις τιμές των τζιν... », προσθέτει.

Επικοινωνήσαμε με σχεδιαστές και όσους γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα της βιομηχανίας μόδας για να μας βοηθήσουν να αντιληφθούμε γιατί κάτι πολλές φορές για να αγοράσουμε κάτι τόσο μικρό πρέπει να καταβάλλουμε ένα ποσό τόσο μεγάλο. 

Ας προσέξουμε λεπτομέρειες όπως τζιν με διπλές ραφές

«Τα τζιν με περίπλοκα σχέδια ή πρόσθετα στάδια παραγωγής τείνουν να κοστίζουν περισσότερο», δηλώνει η Ελίζαμπεθ Ντάβεϊ, διευθύντρια προϊόντων της Duer.

Όσο περισσότερη εργασία απαιτεί ένα στυλ, τόσο περισσότερο κοστίζει το τζιν. «Η λείανση, το χειροποίητο κόψιμο και το κέντημα απαιτούν περισσότερο χρόνο εργασίας για να κοπεί και να ραφτεί το τζιν», δηλώνει η Κάρεν Λετιέρ, ιδρύτρια και πρόεδρος της Democracy Clothing. Η διαδικασία φινιρίσματος μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το κόστος. «Το χειροποίητο πλύσιμο στο χέρι, οι εξειδικευμένες βαφές και τα υψηλής ποιότητας διακοσμητικά στοιχεία, όπως το προσαρμοσμένο υλικό, τα κουμπιά και τα μπαλώματα» ανεβάζουν επίσης το κόστος των τζιν, προσθέτει...

Η κλίμακα παραγωγής έχει σημασία

Για όλα τα είδη ένδυσης, «όσο μεγαλύτερη είναι η μάρκα, τόσο φθηνότερα μπορούν να κατασκευαστούν», εξηγεί η Ζακλίν Ντιάν, ανεξάρτητη σχεδιάστρια denim. Πολλά εργοστάσια χρεώνουν τις μάρκες με μια τιμή «ανά τεμάχιο». Όσο περισσότερα τζιν παραγγέλνει μια εταιρεία, τόσο λιγότερο πληρώνει για κάθε ζευγάρι. Αυτό σημαίνει ότι οι γνωστές μάρκες σχεδιαστών μπορούν μερικές φορές να τιμολογούν τα τζιν τους χαμηλότερα από τις μικρότερες μάρκες που παράγουν τζιν παρόμοιας ποιότητας, εξηγεί η η Ράιντ.
Αν αναζητούμε ένα τζιν περιορισμένης παραγωγής που δεν φορούν όλοι, η Λετιέρ αναφέρει ότι πιθανότατα θα μας κοστίσει περισσότερο.

Τα υλικά παίζουν μεγάλο ρόλο στην τιμή επίσης

Ολα τα τζιν περιλαμβάνουν βαμβακερcό ύφασμα, εξηγεί η Ράιντ. Ωστόσο, η ποιότητα του υλικού που χρησιμοποιείται στην κατασκευή του τζιν επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το τελικό κόστος. 

Για παράδειγμα, η Σέλεϊ Ρότζερς, συντονίστρια μόδας στο Earthday.org, δήλωσε ότι το βιολογικό βαμβάκι που καλλιεργείται χωρίς φυτοφάρμακα και χρησιμοποιεί λιγότερο νερό κοστίζει περισσότερο από το συμβατικά καλλιεργούμενο βαμβάκι.

«Χώρες όπως η Ιαπωνία και η Ιταλία είναι γνωστές για την παραγωγή υφασμάτων υψηλού κόστους και ποιότητας», δηλώνει η Ντάβεϊ. Το ιαπωνικό denim, για παράδειγμα, κατασκευάζεται συνήθως με βαμβάκι υψηλής ποιότητας και τεχνικές βαφής που έχουν ως αποτέλεσμα το βαθύ λουλακί χρώμα. Αυτό έχει κόστος.

Επιπλέον, τα τζιν από 100% βαμβάκι είναι συνήθως πιο ακριβά και διαρκούν περισσότερο από τα τζιν που συνδυάζονται με συνθετικά υλικά, σύμφωνα πάντα με την Ρότζερς. Παρ′ όλα αυτά, πολλές εταιρείες συνδυάζουν συνθετικά υλικά με βαμβάκι για να δημιουργήσουν ιδιότητες που δεν έχει το βαμβάκι αλλά αρέσουν στους καταναλωτές - όπως το τέντωμα ή μια πολύ άκαμπτη εμφάνιση, δηλώνει η Ράιντ. Οσον αφορά αυτούς τους συνδυασμούς, «ο καθένας έχει μοναδικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν όχι μόνο την τιμή αλλά και την άνεση, την αντοχή και το πώς το τζιν τελικά κινείται και διαμορφώνεται πάνω στο σώμα μας», εξηγεί με τη σειρά της η Λετιέρ.

Ωστόσο, η Ρότζερς σημειώνει ότι κάποια τζιν δημιουργούν συνδυασμούς για να βοηθήσουν να μειωθεί η τιμή. Υλικά όπως ο πολυεστέρας είναι φθηνότερα από το βαμβάκι, οπότε η προσθήκη πολυεστέρα στα τζιν μειώνει το κόστος.

«Ηθικές» πρακτικές αυξάνουν το κόστος

Αν καταβάλλουμε 20 ευρώ για ένα τζιν, «κάτι έχει πάει τρομερά στραβά στην αλυσίδα εφοδιασμού, καθώς αυτό σημαίνει ότι κάποιος δεν πληρώθηκε με δίκαιο μισθό», δηλώνει η Νταϊάν.

Όσο πιο «υπεύθυνη» είναι η μάρκα, τόσο πιο ακριβά θα είναι τα τζιν. Εκτός από την καταβολή ενός δίκαιου μισθού, τα τζιν που δεν έχουν κατασκευαστεί με περιβαλλοντικά βιώσιμες πρακτικές θα κοστίζουν πιθανότατα λιγότερο. Για παράδειγμα, η Ράιντ δηλώνει ότι οι εταιρείες που διαθέτουν τις βαφές με τρόπο που δεν είναι φιλικός προς το περιβάλλον μπορεί να χρεώνουν λιγότερο. «Ένας τρόπος για να σκεφτούμε το κόστος και την ποιότητα του denim είναι να αναλογιστούμε το κόστος για το περιβάλλον και τους άλλους ανθρώπους και να το ενσωματώσουμε στην κατανόηση της ποιότητάς του», συμβουλεύει η Ράιντ.

Ωστόσο, η Νταϊάν προειδοποιεί ότι το γεγονός ότι ένα τζιν κοστίζει 500 δολάρια (σ.σ. 477,65 ευρώ) δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μια εταιρεία κατασκευάζει τα προϊόντα της με φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο. Για να το καταλάβουν αυτό, οι καταναλωτές πρέπει να κάνουν τη δική τους έρευνα. Το Good On You βαθμολογεί τις μάρκες ανάλογα με το πόσο βιώσιμες είναι. Επιπλέον, οι μάρκες ενδυμάτων που έχουν πιστοποιηθεί από την B Corporation αποδεικνύουν τη δέσμευσή τους σε βιώσιμες κοινωνικές και περιβαλλοντικές πρακτικές. Η Lowthrop εξετάζει επίσης τους ιστότοπους των εμπορικών σημάτων για να δει αν είναι διαφανείς σχετικά με τις διαδικασίες παραγωγής τους.

Πόσο πολύ πληρώνουμε για μια μάρκα; 

Τα εμπορικά σήματα είναι «ένας πολύ σημαντικός παράγοντας (που παίζει ρόλο) στην τιμή» κάτι το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συλλογική αντίληψη  που υπάρχει για τη συγκεκριμένη μάρκα», δηλώνει η Λαρίσα Λόουθορπ, ιδρύτρια της μάρκας ρούχων Lunescape.

Ωστόσο, η τιμή δεν συσχετίζεται πάντα με την ποιότητα, όπως εξηγεί. Πολλές μάρκες που αυτοαποκαλούνται πολυτελείς κατασκευάζονται στο ίδιο εργοστάσιο, χρησιμοποιώντας τις ίδιες τεχνικές με τα τζιν της μαζικής αγοράς, σύμφωνα με την Νταΐάν. Αντί να πληρώνουν για καλύτερη ποιότητα, οι καταναλωτές μπορεί να πληρώνουν για την επένδυση της μάρκας στο μάρκετινγκ, τις επιδείξεις μόδας και την ακίνητη περιουσία των καταστημάτων. «Όλα αυτά ενσωματώνονται στην τιμή», δηλώνει η Λετιέρ.

Πώς μπορούμε να καταλάβουμε αν η τιμή συσχετίζεται με την ποιότητα;

Για να βεβαιωθούμε ότι αγοράζουμε ποιοτικά τζιν, η Λόουθορπ συνιστά να αναζητάμε συγκεκριμένα στοιχεία σχεδιασμού. Πρώτον, προτείνει να εξετάσουμε τον τύπο του τζιν που χρησιμοποιούμε για να δούμε αν είναι χοντρό και βαρύ, κάτι που μπορεί να υποδεικνύει ότι το τζιν είναι κατασκευασμένο από premium denim.

Στη συνέχεια, συνιστά να εξετάσουμε τις ραφές για να βεβαιωθούμε ότι είναι σφιχτές, ομοιόμορφες και φτιαγμένες με χοντρή κλωστή.

Η Λόουθορπ αναφέρει ότι ένα άλλο σημάδι ότι το τζιν μας είναι καλά φτιαγμένο είναι μια ευδιάκριτη, «καθαρή» πτυχή που μένει στη θέση της όταν γυρίζουμε το ρεβέρ. Προτείνει επίσης να αναζητάμε στοιχεία σχεδιασμού, όπως οι λεπτομέρειες της ραφής, τα είδη των προϊόντων που χρησιμοποιούνται ή τα εξειδικευμένα φινιρίσματα που μπορεί να δικαιολογούν μια υψηλότερη τιμή. Τέλος, η Λόουθορπ συνιστά να βεβαιωθούμε ότι δεν μένει βαφή στα χέρια μας κατά την εξέταση του τζιν.

Αυτά τα βήματα, σε συνδυασμό με τη δέσμευση μιας εταιρείας για βιωσιμότητα, θα μας «πουν» περισσότερα για την ποιότητα των τζιν από ό,τι η τιμή τους.

-- --