Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπιζόταν ως το πιο επίκαιρο υπερεθνικό εγχείρημα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου. Υπήρχαν μάλιστα και διάφοροι αναλυτές, που προέβλεπαν ότι σύντομα η Ευρώπη θα αποτελέσει έναν ανεξάρτητο πόλο του παγκόσμιου συστήματος και θα αμφισβητήσει μαζί με την Ιαπωνία, το μονοπώλιο που απολάμβαναν τότε οι ΗΠΑ.
Σήμερα, τρεις δεκαετίες, η Ευρώπη είναι ο «μεγάλος ασθενής». Ο γενικευμένος πόλεμος που έχει κηρύξει η Ρωσία στην Ουκρανία σοβεί στα σπλάχνα της, και την ίδια στιγμή ο Πούτιν εγείρει αξιώσεις για την επαναφορά της σφαίρας επιρροής του σε όλη την Ανατολική Ευρώπη. Η πρόσφατη πανδημία απέδειξε το έλλειμμα παραγωγικού βάθος της Ένωσης, που αίφνης βρέθηκαν να εξαρτώνται από τις εφοδιαστικές αλυσίδες της Κίνας για την παροχή κρίσιμου υγειονομικού υλικού. Η ίδια παραγωγική ανεπάρκεια επιβεβαιώνεται και σε ό,τι αφορά στις δυνατότητες της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας να ανταποκριθεί στις ανάγκες της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία.
Επιπροσθέτως, τα αλλεπάλληλα κύματα της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης έχουν διαμορφώσει ένα τοπίο πολυπολιτισμικής διάσπασης, με το Ισλάμ να υπονομεύει την ευρωπαϊκή συμφωνία αξιών. Το Λονδίνο, πια εκτός Ένωσης, το Παρίσι, το Βερολίνο, οι Βρυξέλλες κλυδωνίζονται από τους βίαιους σπασμούς αυτού του ‘πολέμου των πολιτισμών’. Η woke ιδεολογία που κυριαρχεί μεταξύ των ευρωπαϊκών ελίτ, προωθεί την πολυπολιτισμικότητα, την ρευστοποίηση των εθνικών και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, των φύλων, και μια πολιτική για την κλιματική αλλαγή η οποία υπονομεύει την ενεργειακή, και παραγωγική δυνατότητα της Ευρώπης. Η συγκεκριμένη ατζέντα της λεγόμενης ‘πράσινης μετάβασης’, είναι και κοινωνικά ανάλγητη κατανέμοντας ανισοβαρώς το κόστος της στα μεσαία και κατώτερα στρώματα.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα σοβαρό ρήγμα εμπιστοσύνης μεταξύ των ηγεσιών και των κοινωνιών στη Γηραιά Ήπειρο. Απόρροια αυτού του ρήγματος, η άνοδος δεξιών λαϊκιστικών μορφωμάτων τα οποία διεκδικούν να εκφράσουν την αντίθεση του βασικού κορμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών με αυτές τις πολιτικές. Όπως συμβαίνει, όμως, και με τον Τραμπ στις ΗΠΑ, οι σχηματισμοί αυτοί ως επί το πλείστον κλείνουν το μάτι στον πουτινισμό, και τις υπόλοιπες παραλλαγές των Ευρασιατικών, αυταρχικών ιδεολογιών. Σα συνέπεια αυτού του πράγματος, φτάνει να αμφισβητείται εν γένει η αυτοδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως διακριτής πολιτικής, γεωπολιτικής, οικονομικής και ενεργειακής κοινότητας. Κάτι που σήμερα, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση όχι μόνο για την ακεραιότητα της Ευρώπης, αλλά και την αυτοδυναμία των εθνών της ξεχωριστά.
Για όλα αυτά οι επικείμενες ευρωεκλογές δεν αποτελούν ως συνήθως μια αναμέτρηση μετρίου ενδιαφέροντος. Και τα ελληνικά κόμματα, το κυβερνών, της αντιπολίτευσης, κάνουν μεγάλο λάθος να επιμένουν εκ νέου στη λογική να βρουν υποψήφιους από τον κόσμο διασημοτήτων, ή να αντιμετωπίζουν την αναμέτρηση αποκλειστικά σαν βαρόμετρο για την εσωτερική πολιτική κατάσταση. Από εδώ και πέρα τα ζητήματα που θα τεθούν για την Ευρώπη θα είναι υπαρξιακά. Και η Ελλάδα οφείλει να επεξεργαστεί μια ευρωπαϊκή στρατηγική, συνάδουσα μάλιστα με τις στοχεύσεις και τις επιδιώξεις της εθνικής στρατηγικής. Μια συζήτηση που εγχώρια δεν γίνεται καν.
Δεν είναι όλα τα πράγματα ζοφερά για την Ευρώπη. Στην Σκανδιναβία ή στην Ανατολική Ευρώπη η πολιτική που ασκείται είναι άλλη: επενδύει στην εθνική συνοχή, και όχι στην πολυπολιτισμικότητα, προασπίζεται και προάγει την παραγωγή αλλά και την οικονομία της γνώσης, υπερασπίζεται τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τους επί μέρους εθνικούς (μια Ευρωπαϊκή Ευρώπη). Οι δε Βόρειοι επανέρχονται στο κοινωνικό κράτος-πρότυπο, δίνοντας αυτή τη φορά βάρος στην εκπαίδευση ως μοχλό κοινωνικής κινητικότητας, αλλά και την δημογραφική ανάκαμψη. Διόλου τυχαία Σκανδιναβία, και Ανατολική Ευρώπη είναι σήμερα οι ακρίτες της Ευρώπης έναντι του ρωσικού επεκτατισμού. Και η Ελλάδα εκ των πραγμάτων είναι ακρίτας της Ευρώπης, έναντι του τουρκικού επεκτατισμού. Το πρόβλημα είναι ότι δεν το έχουν συνειδητοποιήσει οι ηγεσίες της, και δεν έχουν βάλει και την κοινωνία σε αυτήν την τροχιά.
Τα τελευταία χρόνια, η καρδιά των ευρωπαϊκών αξιών, αλλά και το επίκεντρο των δημιουργικών δυνάμεων της ΕΕ δεν βρίσκεται στα κλυδωνιζόμενα, παλιά κέντρα της Ευρώπης. Βρίσκεται στο Κίεβο ή το Ελσίνκι. Και για να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, θα έπρεπε να βρίσκεται και στην Αθήνα. Αυτή είναι μια νέα ευρωπαϊκή ιδέα για την Ελλάδα, τώρα που η παλιά, μιας Ευρώπης της αμεριμνησίας και της ευμάρειας, συνταξιοδοτημένης από την Ιστορία έχει τελειώσει οριστικά,