Ποια είναι τα όρια της «στρατηγικής σχέσης»;

Ο συναισθηματισμός ειδικά για την κρίσιμη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχει στερέψει εδώ και αρκετό καιρό.
Open Image Modal
φωτογραφία αρχείου- ναυτική άσκηση Ελλάδας - Γαλλίας
Eurokinissi

Στον δημόσιο διάλογο ακούμε πάρα πολύ συχνά πως «η Ελλάδα έχει στρατηγική σχέση με την τάδε χώρα…» ή «οι στρατηγικές σχέσεις της Ελλάδας αναπτύσσονται» το οποίο δημιουργεί πολλές φορές σύγχυση περί του τι ακριβώς ενέχει η έννοια της στρατηγικής σχέσης και πως αυτή καλλιεργείται στην πράξη.

Στην περίπτωση της Ελλάδας το συγκεκριμένο μοτίβο λέγεται πως διέπει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και πως ειδικά τα τελευταία χρόνια έχουμε φτάσει να λέμε πως όντως μεταξύ των δύο η σχέση είναι στρατηγικού χαρακτήρα. Είναι όμως έτσι στην πραγματικότητα;

Στρατηγική σχέση μεταξύ δύο κρατών υφίσταται κυρίως εάν παρέχεται αμοιβαία στρατιωτική συνδρομή και ανταλλαγή στρατηγικών οπλικών συστημάτων καθώς και κρίσιμων πληροφοριών.

Την δεδομένη στιγμή, η Ελλάδα έχει στρατηγική σχέση, με βάση τα παραπάνω, μονάχα με την Γαλλία και το Ισραήλ. Αυτό συμβαίνει διότι έχει υπογράψει συμφωνίες αμοιβαίας συνδρομής, έχει λάβει ή θα λάβει στρατηγικά όπλα, μη γνωστά στους αντιπάλους της (φρεγάτες FDI, Rafale, Spike NLOS, Meteor, Scalp, Spice), ενώ της παρέχονται κρίσιμες πληροφορίες, μη γνωστές στην αντίπαλη πλευρά.

Με τις ΗΠΑ η Ελλάδα έχει μεν αναβαθμισμένη, αδιαμφισβήτητα, αλλά όχι στρατηγική σχέση. Η σχέση εδώ είναι κυρίως πελατειακή. Μάλιστα, ούτε οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν την Ελλάδα ως στρατηγικό εταίρο, σε ιδιωτικές και κατ’ ιδίαν συζητήσεις. Για να μπορέσει η Ελλάδα να αποκτήσει στρατηγικές σχέσεις με τις ΗΠΑ θα πρέπει να προσφέρει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου και προστασίας των συμφερόντων της υπερδύναμης.

Πώς αυτό ενσαρκώνεται στην πράξη; Το Ισραήλ για παράδειγμα έχει στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ διότι τυχαίνει να έχουν έναν κοινό εχθρό, το Ιράν. Οι ΗΠΑ έχουν επιφορτίσει το Ισραήλ με το καθήκον να χτυπήσει το Ιράν σε περίπτωση που το δεύτερο υπερβεί τα όρια της προβολής ισχύος του. Το Ισραήλ έχει δεχτεί την ανάληψη αυτού του βάρους διότι και το ίδιο αναγνωρίζει το Ιράν ως υπαρξιακή του απειλή.

Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως η υπαρξιακή απειλή τυγχάνει να λογίζεται ως νατοϊκός σύμμαχος: η Τουρκία. Άρα, οι ΗΠΑ δυσκολεύονται να δώσουν την συγκατάθεση τους ώστε να χτυπηθεί η Τουρκία, εφόσον αποτελεί μέλος της συμμαχίας. Ασφαλώς, ούτε η Τουρκία έχει «δικαίωμα» να χτυπήσει την Ελλάδα, όμως η Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να επιδιώξει ευθεία αντιπαράθεση. Αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα.

Οι ΗΠΑ, πιθανώς, να καθιστούσαν ως στρατηγικό σύμμαχο την Ελλάδα, εάν η δεύτερη αναλάμβανε να στοχεύσει έναν βασικό αντίπαλο τους που αυτήν την στιγμή και λόγω συνθηκών, αλλά και κυρίως λόγω γεωγραφίας, είναι η Ρωσία. Το δεύτερο σενάριο, περιλαμβάνει το να στόχευε η Ελλάδα έναν στρατηγικό σύμμαχο της Ρωσίας, που στην περίπτωση και πάλι καθαρά γεωγραφικά είναι η Συρία.

Μόνο αυτά τα δύο κράτη είναι «εντός εμβέλειας» της Ελλάδας στην περιοχή.

Όμως, στην προκείμενη περίπτωση η Ελλάδα δεν έχει απολύτως κανένα συμφέρον να χτυπήσει κάποιον από τους δύο. Πρώτον, τα αντίποινα από την Ρωσία θα ήταν πολύ μεγάλα για να τα αντέξει η Ελλάδα, δεύτερον, το να πληγεί η Συρία αυτό θα ζημίωνε αυτόματα την ίδια την χώρα μας.

Εάν η Συρία, ως ο πιο αδύναμος κρίκος, πέσει τότε η Ελλάδα θα έχει να αντιμετωπίσει πολυάριθμα μεταναστευτικά ρεύματα, θα κάνει εχθρό της τόσο την Ρωσία όσο και το Ιράν, ενώ θα βρεθεί και στο στόχαστρο των Αράβων γενικώς. Ας μην διαφεύγει της προσοχής πως στην περιοχή υπάρχει ένα ακόμα διαλυμένο κράτος, η Λιβύη, το οποίο διπλασιάζει το πρόβλημα και ήδη αποτελεί μία «μαύρη τρύπα» στην άμεση γειτονιά μας.

Επομένως με βάση αυτά, η Ελλάδα δεν μπορεί να μετατραπεί εκ των προτέρων σε στρατηγικό σύμμαχο των ΗΠΑ, διότι υπάρχει χάσμα συμφερόντων αφενός, και δευτερευόντως δεν θα υπάρξουν οι κατάλληλες εγγυήσεις ασφαλείας.

Αξίζει να αναφερθεί και μία παρόμοια περίπτωση του παρελθόντος.

Η Ελλάδα αρνήθηκε να συμμετάσχει στον νατοϊκό βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας ο οποίος οδήγησε και στον διαμελισμό της. Αυτό συνέβη διότι η ύπαρξη της Γιουγκοσλαβίας, παρότι αποτελούσε έναν αντίπαλο για την Ελλάδα στα βόρεια σύνορα της, λειτουργούσε ταυτόχρονα ως εξισορροπητικός παράγοντας έναντι της Τουρκίας.

Γιατί συνέβαινε αυτό; Διότι εάν σε ένα υποθετικό σενάριο, η Γιουγκοσλαβία έκανε επίθεση στην Ελλάδα, τότε η Τουρκία θα ήταν αναγκασμένη να χτυπηθεί μαζί της. Ο λόγος; Διότι μία πιθανή κάθοδος των Σλάβων στο Αιγαίο θα σήμανε αυτόματα εμπλοκή της Ρωσίας, άρα κόκκινος συναγερμός για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους.

Επομένως Ελλάδα και Τουρκία είχαν επιφορτιστεί με το βάρος συγκράτησης των Σλάβων μακριά από το Αιγαίο. Τότε οι ΗΠΑ θα πίεζαν αποτελεσματικά την Τουρκία, διότι το συμμαχικό συμφέρον θα επέβαλλε αυτό ακριβώς.

Με το να μην χτυπήσει η Ελλάδα την Γιουγκοσλαβία, εξασφάλισε τα φιλικά αισθήματα των Σέρβων, οι οποίοι αποτελούν ρυθμιστικό παράγοντα στα Βαλκάνια, ειδικά απέναντι κρατών όπως η Αλβανία και η Βουλγαρία, τα οποία διάκεινται εχθρικά απέναντι στην Ελλάδα, όπως αποδεικνύουν πολλά πρόσφατα γεγονότα. Ταυτόχρονα όμως με την κίνηση της αυτή αποστασιοποιήθηκε, για εκείνη την χρονική στιγμή, από τα νατοϊκά προστάγματα.

Άρα, τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας τότε υπαγόρευσαν το να μην προξενηθούν στους Σέρβους αρνητικά συναισθήματα έναντι της Ελλάδας. Το λάθος το οποίο έπραξε μετέπειτα η Ελλάδα ήταν να δεχτεί τα κράτη στα βόρεια σύνορα της στην νατοϊκή συμμαχία. Αντίθετα η Ελλάδα θα έπρεπε να κατέχει έναντι αυτών στρατηγικό πλεονέκτημα, μέσω της συμμετοχής της σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, ώστε να τους ασκεί πίεση. Τα αποτελέσματα της μη άσκησης πίεσης τα διαπιστώνουμε σήμερα.

Συμπερασματικά, θα μπορούσε η Ελλάδα να αλλάξει γνώμη στης ΗΠΑ όσον αφορά τις σχέσεις και των δύο;

Απάντηση: Ναι. Με το να πείσει τις ΗΠΑ πως πλέον η Τουρκία αποτελεί πρόβλημα για τα συμφέροντα τους. Να ασκηθεί επιχειρηματολογία πως η Τουρκία πλέον αποτελεί κράτος – ξενιστή των χερσαίων δυνάμεων Κίνας και Ρωσίας και πως η Ελλάδα πρέπει πλέον να αναλάβει το ρόλο του να συγκρατήσει την Τουρκία σε περίπτωση που αυτή ξεπεράσει τα όρια. Η λύση επομένως βρίσκεται στην ίδια την Τουρκία.

Εν κατακλείδι, είναι εξαιρετικά σημαντικό στην παρούσα χρονική συγκυρία, εν μέσω πολλών εξελίξεων και αλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο, να αντιμετωπίζουμε αυτά τα ζητήματα με αυστηρό και αποστειρωμένο ρεαλισμό. Ο συναισθηματισμός ειδικά για την κρίσιμη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχει στερέψει εδώ και αρκετό καιρό.