Εάν έχουμε βγει έξω και θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας αφ′ ότου εμβολιαστήκαμε πλήρως, ίσως και να έχουμε περιέργεια να μάθουμε αν έχουμε έρθει σε επαφή με τον κορονοϊό. Θα μπορούσαμε να είμασταν ένας από τους τυχερούς που είχαν ασυμπτωματική λοίμωξη; Η, υπάρχει ακόμα μια ισχυρή πιθανότητα να μην έχουμε συναντήσει τον ιό ακόμα;
Η μετάλλαξη Δέλτα είναι παντού και εξαπλώνεται πολύ πιο γρήγορα από τις προηγούμενες μεταλλάξεις. Πολλοί άνθρωποι που έχουν μολυνθεί με Δέλτα είναι εξαιρετικά μεταδοτικοί και έχουν ιικά φορτία εκατοντάδες φορές μεγαλύτερα από αυτά που θα είχαν με το αρχικό στέλεχος. Έτσι, εάν πηγαίνουμε σε μέρη όπως εστιατόρια ή γυμναστήρια με ένα σωρό ξένους, φαίνεται αναπόφευκτο ότι θα εκτεθούμε κάποια στιγμή.
«Είναι πραγματικά τόσο μεταδοτικό που νομίζω ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, ανάλογα με το ποσοστό μετάδοσης της κοινότητας στην περιοχή μας - εάν έχουμε σημαντικό ή υψηλό ποσοστό μετάδοσης με βάση τους ορισμούς των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) - ότι μπορεί να έχουμε εκτεθεί (στον ιό)», λέει η Μόνικα Γκάντι, ειδικός σε λοιμώδη νοσήματα από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Φρανσίσκο.
Η Τζένιφερ Νούζο, επιδημιολόγος στην Σχολή Δημόσιας Υγείας Johns Hopkins Bloomberg, λέει ότι είναι ζωτικής σημασίας να γίνει διάκριση μεταξύ έκθεσης και λοίμωξης. Η έκθεση ή η παρουσία ιού δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα μολυνθούμε ή θα εμφανίσουμε συμπτωματική ασθένεια (αν και ορισμένοι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την κατάσταση του εμβολιασμού τους, σίγουρα θα το κάνουν).
Η μετάλλαξη Δέλτα είναι τόσο μεταδοτική που αν βρεθούμε εκτός σε μια περιοχή με μεγάλη εξάπλωση - και δεν φοράμε μάσκα ή (δεν τηρούμε τις) κοινωνικές αποστάσεις - υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εκτεθούμε, σύμφωνα με την Γκάντι. Όταν αυξάνονται τα ποσοστά κρουσμάτων, αυξάνεται και η πιθανότητα να έρθουμε σε επαφή με τον ιό.
Υπάρχει μια καλή πιθανότητα πολλοί από εμάς να έχουμε ήδη αντιμετωπίσει τον ιό, αλλά το αν η έκθεση αυτή προκάλεσε μόλυνση (αυτό) εξαρτάται από μερικούς παράγοντες, λέει η Νούζο.
Το πρώτο που πρέπει να λάβουμε υπ′ όψη είναι πόσο κοντά είμασταν με το μολυσμένο άτομο που μετέδιδε τον ιό. Δεύτερον, πόσο ιό μετέδιδε αυτό το άτομο, καθ′ ότι μερικοί άνθρωποι μεταδίδουν πολύ περισσότερο ιό από άλλους. Τρίτον, πώς ήταν ο εξαερισμός - εάν εκτιθέμεθα σε ένα δωμάτιο που δεν αερίζεται καλά, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα ο ιός να μπει στα κύτταρά μας. Ο «οικοδεσπότης», ή ο τρόπος με τον οποίο το σώμα μας χειρίζεται τον ιό, παίζει επίσης ρόλο.
Μπορούμε να βεβαιώσουμε αν έχουμε εκτεθεί (στον ιό);
Εξαρτάται. Πολλοί εμβολιασμένοι άνθρωποι που εκτέθηκαν πιθανότατα δεν θα το αντιληφθούν. Μπορεί να παρήγαγαν μια ανοσοαπόκριση που αντιμετώπισε επιτυχώς τον ιό προτού προκαλέσει συμπτωματική ασθένεια. Αυτός, άλλωστε, είναι ο στόχος των εμβολίων.
Μπορεί να αισθανθούμε την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Σε στενή έκθεση (με τον ιό), τα κύτταρα Β της μνήμης μας θα αρχίσουν να κροταλίζουν και να παράγουν αντισώματα, εξηγεί η Γκάντι και τα Τ κύτταρά μας θα προετοιμαστούν για να πολεμήσουν. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να είναι σε θέση να αισθανθούν αυτήν την ανοσοαπόκριση, η οποία ενδέχεται να μοιάζει με κάποιες από τις παρενέργειες που εμφανίστηκαν μετά τον εμβολιασμό, καθώς αυτά ήταν σημάδια ότι το ανοσοποιητικό μας σύστημα «αναβαθμίστηκε».
«Στο σημερινά πλαίσια, όπου όλοι είμαστε αλέρτ για συμπτώματα, είναι πιθανό οι άνθρωποι να αισθάνονται πεσμένοι ή κουρασμένοι», λέει η Γκάντι.
Η έκθεση στην covid σημαίνει ότι έχουμε προστατευθεί καλύτερα (απ′ ότι σε αντίθετη περίπτωση);
Αυτό είναι περίπλοκο. Ορισμένες έρευνες υποδεικνύουν ότι η έκθεση σε μολυσματικές δόσεις SARS-CoV-2 ενισχύει την ανοσολογική απόκριση.
«Υπάρχουν γνωστά στοιχεία ότι η έκθεση σε λοίμωξη μετά από την λήψη δόσης εμβολίου ενισχύει την ανοσολογική απάντηση. Κάνει τα κύτταρα Β της μνήμης μας να παράγουν αντισώματα, κάνει τα Τ κύτταρά μας να αναπαράγονται», λέει η Γκάντι. (Αυτά τα νέα αντισώματα που παράγονται από τα κύτταρα Β, παρεμπιπτόντως, θα στοχεύσουν στη νέα παραλλαγή που αντιμετωπίζει ο οργανισμός).
Σίγουρα χρειαζόμαστε περισσότερα δεδομένα για το πώς οι εκθέσεις στον ιό επηρεάζουν την ανοσολογική μας μνήμη. Επιστήμονες στο Ηνωμένο Βασίλειο διεξάγουν δοκιμασίες πρόκλησης, στις οποίες εκθέτουν νέους, υγιείς ενήλικες στον κορονοϊό για να κατανοήσουν καλύτερα τις «δόσεις» που προκαλούν μόλυνση και πώς το ανοσοποιητικό σύστημα διαφορετικών ανθρώπων ανταποκρίνεται στην έκθεση στον ιό.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα μολυνθούμε ή θα αρρωστήσουμε. Δεν υπάρχει πραγματικά κανένας καλός τρόπος για να προβλέψουμε αν θα αρρωστήσουμε, πόσο θα αρρωστήσουμε, ή αν θα εμφανίσουμε συμπτώματα covid μακράς διάρκειας - σε περίπτωση που αρρωστήσουμε.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα εάν δεν έχουμε εμβολιαστεί και δεν έχουμε φυσική ανοσία από προηγούμενη μόλυνση. «Το καλό με τον εμβολιασμό είναι ότι έχουμε πολύ λιγότερες πιθανότητες να προσβληθούμε από ασθένειες, αλλά η [έκθεση] θα τονώσει τις ανοσολογικές μας ”απαντήσεις”», λέει η Γκάντι.
Ας θυμηθούμε: Η ουσία του εμβολιασμού είναι να αποτραπεί σοβαρή ασθένεια , όχι η καθεμία μόλυνση.
«Εάν βρισκόμαστε τριγύρω από τον ιό αρκετά, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μολυνθούμε», δηλώνει η Νούζο. Η ελπίδα, προσθέτει, είναι ότι τα εμβόλια θα αποτρέψουν τους ανθρώπους (από το) να αρρωστήσουν σοβαρά. Και σε ορισμένες περιπτώσεις, θα αποτρέψουν τους ανθρώπους από οποιαδήποτε ασθένεια.
Αυτό που, ολοένα και περισσότερο, συμφωνούν οι ειδικοί των λοιμωδών ασθενειών είναι ότι όλοι θα συναντήσουμε κάποια στιγμή την covid. Η μετάλλαξη Δέλτα όντας τόσο μεταδοτική, έχει αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού - η covid γίνεται ενδημική ασθένεια.
«Δεν νομίζω ότι θα την εξαλείψουμε», λέει ηΓκάντι. «Αυτό, για μένα, σημαίνει ότι όλοι είναι πιθανό κάποια στιγμή να εκτεθούμε».
Και αν πρόκειται να εκτεθούμε στον κορονοϊό, είναι καλύτερο να το κάνουμε με κάποια ανοσία. Ας δοκιμάσουμε, λοιπόν, να κάνουμε αυτά τα εμβόλια.