Το 1949, ο Πωλ Ελυάρ έγραψε ένα ποίημα για τον Ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο του οποίου παρακολούθησε τις μάχες. Που αρχίζει έτσι: «Δεν υπάρχει κάποια κρυφή πόρτα για να περάσεις από τη Φύση στον Άνθρωπο». Περνάς εύκολα γιατί δεν είναι η Φύση που είναι πολιτική αλλά ο άνθρωπος.
Τι είναι ο Άνθρωπος και ποια η μοίρα του είναι το αντικείμενο τόσο της τραγωδίας όσο και του κινηματογράφου. Άλλο τόσο της πολιτικής. Αν η μοίρα είναι ένα ερωτηματικό και η απάντηση είναι ουμανιστική θα είναι απάντηση πολιτική και ταυτόχρονα αισθητική. Κανείς δεν επιθυμεί την μοίρα του άσχημη. Και πολιτική δεν είναι τόσο η καθαριότητα της πόλης όσο η υγεία των πολιτών. Υγεία πνευματική και υλική. Δηλαδή η βελτίωση της Φύσης, όπως μας προειδοποίησαν οι αρχαίοι μας φιλόσοφοι.
Δηλαδή αν η Φύση παραμένει πολιτικά ουδέτερη, ο άνθρωπος ενεργεί σαν μια Φύση πολιτική. Θα την εκφράσει με την σκέψη και με τις έξι Τέχνες συν την 7η που είναι ο κινηματογράφος. Η Φύση αρέσκεται στο να κρύβεται, μας λέει ο Ηράκλειτος: «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί». Οι πολιτικοί και οι ποιητές (οι κινηματογραφιστές, αν θέλετε) θα πρέπει να είναι έμπειροι εξερευνητές.
Η βελτίωση της Φύσης επιβάλει καταρχάς έναν άψογο βίο. Ηθικά βέβαια αλλά και αισθητικά. Άψογη αισθητική συμπεριφορά σε ένα άψογο αισθητικά περιβάλλον. Αυτό μόνο οι έξι Τέχνες μπορούν να το επιτύχουν, από την πιο μακρινή αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Οι τρεις Τέχνες του χρόνου: Ποίηση, Μουσική, Χορός και οι τρεις του χώρου: Αρχιτεκτονική, Γλυπτική, Ζωγραφική. Και, πιο πρόσφατα, η 7η Τέχνη, ο Κινηματογράφος. Το τι βέβαια είναι Τέχνη και τι Ατεχνία είναι μια διαπίστωση για τους μεν και ένα βόλεμα για τους δε. Το ίδιο ισχύει και για τον κινηματογράφο. Που είναι το θέμα μας όπως καταλάβατε!
Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η παρουσία της Ποίησης, μητέρας όλων των άλλων Τεχνών (και η πρώτη που γεννήθηκε) είναι εύκολο να αναζητηθεί στο κινηματογραφικό έργο. Η παρουσία της είναι καθοριστική για την ποιότητά του. Είναι μια αόρατη μουσική. Κάτι σαν ερωτική εξομολόγηση. Σαν ένα σύμφωνο (ιδιαίτερα το ρο) που ηχεί σαν μια λύρα από στίχο σε στίχο μιας τραγωδίας ή ενός ποιήματος της Σαπφώς. Όπως αυτό που γράφει για την Αγαλλίδα που την εγκατέλειψε, γιατί οι γονείς της την πάντρεψαν και η Σαπφώ είναι αδύνατον να την δει σε ξένη αγκαλιά:
Και γελαίσας ιμέροεν το, μ’ήμαν
καρδίαν εν στήθεσιν επτόαισεν
Ως γαρ ες σ΄ίδω βρόχε’ ως με φώναι
*
Την μια και μόνο τη στιγμή
Που θα σε δω σαν αστραπή
Με κείνονε αγκαλιασμένη
Κοίτα πώς είμαι και τι κάνω,
Τραυλίζω κα τα λόγια χάνω,
Άφωνη η φωνή μου βγαίνει.(1)
Η πολιτική είναι καταρχάς τέκνο του λόγου. Όπως και η ποίηση. Αλλά ενώ η ποίηση είναι ελιξίριο ζωής, η πολιτική ασχολείται με την τροποποίηση της Φύσης. Τα κανάλια που νομίζουν ότι κάνουν υψηλή πολιτική, μάλλον ασχολούνται με την καθαριότητα της πόλης.
Τι είναι για σας ο «Κινηματογράφος-αλήθεια»; Ρώτησα κάποτε τον μέγα Γάλλο φιλόσοφο (και δημιουργό… «δημιουργικού ντοκιμαντέρ» όπως το ονομάζουμε στην Ελλάδα). «Το cinéma du réel – μου είπε - είναι αυτό που ψάχνει αυτό που κρύβεται πίσω από αυτό που φαίνεται»! Αυτό που κρύβεται άραγε δεν άραγε πάντα η μοίρα μας;. Γιατί αυτό θα εννοούσε και ο Ηράκλειτος πιο πάνω.
«Ο άνθρωπος είναι σκιάς όνειρο» λέει ο Πίνδαρος. Και είναι ένας ορισμός της Μοίρας. Η ίδια η σκιά του ανθρώπου. Είναι ευτυχισμένος γιατί τον ακολουθεί παντού. Η σκιά που τρέχει πάνω στους άσπρους τοίχους είναι το τεκμήριο ότι είναι ζωντανός – θα πει ο Αισχύλος, στον «Αγαμέμνονα» (τοποθετώντας και τα δικά του μουσικά ρο στους στίχους):
Ιώ βρότεια πράγματα. Ευτυχούντα μεν σκιά τις αν τρέψειεν. Ει δε δυστυχοί, βολαίς υγρώσσων σπόγγος ώλεσεν γραφήν.
*
Ωχ, τι ’ναι ο άνθρωπος, αλί και τρισαλί...
Στην ευτυχία του, αμέριμνος θα ζει
γιατί παντού η σκιά του τον ακολουθεί.
Όταν μοίρα κακιά τον βρει και δυστυχεί
νά το σφουγγάρι ποτισμένο απ’ τη βροχή.
Και με δυο σφουγγαριές, εσβήστηκε η γραφή.
Και μαζί με τη σκιά (την φιξιόν) σβήνει και το ζωντανό τεκμήριο, που είναι ο άνθρωπος. Όπως στον Σεφέρη, τότε που φύσηξε ο μπάτης πάνω στην άμμο τη λευκή - εκεί που είχαμε γράψει τα’ όνομα της - και «σβήστηκε η γραφή»!
Θα προσέξουμε ότι η μετάφραση του παραπάνω αποσπάσματος είναι μεταγραφή (όπως θα την ονόμαζε ο Σεφέρης). Οι τρεις στίχοι του Αισχύλου έγιναν έξι. Όπως φαίνεται γίναμε πιο φλύαροι από τους αρχαίους προγόνους μας. Η κάθε τέχνη μια «μεροληπτική» μεταγραφή της «πράξεως» είναι. Έτσι δε είναι;
Και στον κινηματογράφο, τόσο η μυθοπλασία όσο και το ντοκιμαντέρ σκιές είναι, που κινούνται κι αυτές σ’ έναν άσπρο τοίχο. Σε ένα μονό διαφέρουν. Στο δημιουργικό ντοκιμαντέρ, αν ο άνθρωπος που κινηματογραφούμε πεθάνει ξαφνικά στο γύρισμα, δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Άρα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ένα ζωντανό ντοκιμαντέρ είναι το αντίδοτο του θανάτου.
―――
(1) Η μετάφραση είναι αντίστοιχη με την δημοτική της αιολικής διαλέκτου της Σαπφώς. Το γνωρίζουμε από τότε που σημειώθηκε από τον Γάλλο ελληνιστή γνωστό για τις μελέτες με θέμα τους Λέσβιους ποιητές και την αιολική διάλεκτο Aimé Puech, όταν γράφει : «Τα ερωτικά ποιήματα-κραυγές πάθους της Σαπφώς είναι φυσικά πιο κοντά στη λαϊκή γλώσσα. Βρίσκω λέξεις που χρησιμοποιούνται σαν όροι μιας αργκό χαμαιτυπείου». Μιας γλώσσας ρεμπέτικης, θα μπορούσε να πει. Όταν λέω εγώ «της Σαπφώς» μερικοί με διορθώνουνε. Η ίδια η Σαπφώ, σ’ένα στίχο της γράφει «της Σαπφώς» και όχι της «Σαπφούς»! Ιδού πάντως τι έδωσε η δική μου έρευνα :
Σαπφώ: Μου ’βαλες φωτιά καίγονται τα σωθικά μου
(Fragment 46)
Βαμβακάρης: Σα σε πρωτογνώρισα κυρά μου
μ’ άναψες φωτιά στα σωθικά μου
Γ. Παλανά: Γιατί κακούργα μ’ άναψες φωτιά στα Φυλλοκάρδια;
Τζουανάκος: Έκλεισα πια το στόμα μου και δεν αναστενάζω γιατί μου καίει τα σπλάχνα μου το αχ άμα το βγάζω
Σαπφώ: Σταλαγματιά σταλαγματιά ο πόνος μου κυλάει (Fr. 10).
Τζουανάκος: Σταλαγματιά σταλαγματιά στάζ’η καρδιά μου
αίμα.
1,(Βλ. Ροβήρος Μανθούλης Σαπφώ η Λέσβια Ντερμπεντέρισσα, Εκδ. Αιγόκερως)