Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τι ισχύει και τί θα πρέπει να ισχύσει για να πετύχουμε την οικονομική ανάταση της χώρας μας. Ως εργαλεία θα χρησιμοποιήσουμε μόνο δύο ευρέως γνωστούς οικονομικούς δείκτες. Την παραγωγική και οικονομική δύναμη της χώρας που μετράται με το Aκαθάριστο Εγχώριο Προϊόν[1] (ΑΕΠ ή τι παράγει η χώρα σε αξία) και την ευημερία των πολιτών της χώρας που μετράται με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ [2] (το ποσό του ΑΕΠ διαιρούμενο με τον αριθμό των κατοίκων).
Υπάρχει άραγε ένας εθνικός στόχος για το ΑΕΠ της Ελλάδας; Ακόμα περισσότερο υπάρχει ένα εγχώριο προϊόν που να είναι το ιδανικό ως δεκαετής στόχος για τη χώρα μας; Η απάντηση δεν είναι εύκολη είναι όμως ενδιαφέρουσα η διερεύνηση της.
Καταρχάς θα πρέπει να δούμε ποιο είναι το ΑΕΠ της δικής μας χώρας και τί προβλέπεται για αυτό με βάση τις μελέτες που υπάρχουν. Εν έτει 2022 το ΑΕΠ της χώρας εκτιμάται σε περίπου 214 δισ δολάρια [3] με το κατά κεφαλήν εισόδημα να ανέρχεται σε περίπου 21 χιλιάδες δολάρια. Οι προβλέψεις για την περεταίρω αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ είναι συγκρατημένες (1% -2 %) [4] αλλά θετικές.
Μεσοπρόθεσμα υπάρχουν εκθέσεις που αναφέρουν μέσο ρυθμό ετήσιας ανάπτυξης του ΑΕΠ περίπου 3%. Σε ένα υποθετικό σενάριο με μέσο ετήσιο θετικό ρυθμό ανάπτυξης στο 2,5% , τότε το ελληνικό ΑΕΠ θα μπορεί να ανέρχεται το 2030 στο ύψος των 254 δισ δολαρίων. Πρόκειται για μια εκτίμηση η οποία δείχνει μια θετική δυναμική. Βέβαια είναι κοινός τόπος ότι στα οικονομικά οι προβλέψεις άνω της πενταετίας (πλέον και άνω τα τριετίας) είναι επίφοβες. Ωστόσο ποιος μπορεί να είναι ένας φιλόδοξος εθνικός στόχος;
Ας δούμε το ακαθάριστο προϊόν ορισμένων χωρών που έχουν όμοια χαρακτηριστικά με της χώρας μας και θεωρούνται επιτυχημένα πρότυπα.
Η Φινλανδία, λοιπόν, πληθυσμιακά είναι μικρότερη από τη χώρα μας (5,5 εκ κάτοικοι) και διαθέτει ΑΕΠ που το 2022 προβλέπεται να ανέλθει σε 257 δισ δολάρια που μεταφράζεται σε κατά κεφαλήν εισόδημα 50 χιλιάδων δολαρίων. Καθόλου άσχημα για μια χώρα που εκτείνεται σε μια κυρίως άγονη έκταση της σκανδιναβικής χερσονήσου και βρίσκεται υπό τη μέγγενη της ρωσικής απειλής.
Μια άλλη χώρα που μπορούμε να συγκριθούμε είναι η μακρινή Νέα Ζηλανδία που με πληθυσμό 5 εκατομμύρια κατοίκων, διαθέτει μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη οικονομία με ΑΕΠ 250 δισ δολαρίων και κατά κεφαλή εισόδημα 49 χιλιάδων δολαρίων.
Μέσα στην Ευρώπη πρότυπο χώρας προς σύγκριση αποτελεί η Αυστρία, που διαθέτει πληθυσμό 9 εκατομμυρίων κατοίκων με ΑΕΠ 480 δισ. δολαρίων (εκτιμάται στα 507 δισ. δολάρια το 2022) και κατά κεφαλήν ΑΕΠ 53 χιλιάδων δολαρίων.
Τέλος στη γειτονιά της Μεσογείου ένα ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελεί to σκληροτράχηλο κράτος του Ισραήλ που διαθέτει 9,5 εκατομμύρια κατοίκους και ΑΕΠ όμοιο με αυτό της Αυστρίας (488 δισ δολάρια το 2021 και κατά κεφαλήν εισόδημα 52 χιλιάδων δολαρίων).
Οπότε μέχρι τώρα είδαμε ότι οι προβλέψεις για τη χώρα μας είναι θετικές και σηματοδοτούν τη σταδιακή αύξηση του εθνικού μας πλούτου αλλά αν θέλουμε να μιλήσουμε για πραγματική αύξηση της ευημερίας όλων μας τότε ο στόχος μας θα πρέπει να είναι το κατά κεφαλή εισόδημα μας να ανέλθει και να βρίσκεται μεταξύ 49 χιλιάδων (Νέα Ζηλανδία) και 53 χιλιάδων (Αυστρία) δολαρίων.
Όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι για την Ελλάδα των 10,64 εκατομμύριων κατοίκων (Απογραφή 2021) πρέπει να αντιστοιχεί ΑΕΠ 530 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Κοινώς πρέπει να αντιστοιχεί το διπλάσιο ΑΕΠ από αυτό που στοχεύουμε να πετύχουμε μέχρι το 2030.
Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αντί να αυξήσουμε το ΑΕΠ ας μειώσουμε τον πληθυσμό (τον παρανομαστή στο κλάσμα ΑΕΠ / αριθμός κατοίκων) και ας γίνουμε μια χώρα των οκτώ εκατομμυρίων κατοίκων αποκτώντας έτσι το επιθυμητό κατά κεφαλήν εισόδημα. Είναι αλήθεια ότι η σκληρή πραγματικότητα αυτήν τη λύση προέβαλε και 600 χιλιάδες Έλληνες μετοίκησαν στην αλλοδαπή όπου λαμβάνουν αμοιβές αντίστοιχες των δυνατοτήτων τους. Ωστόσο όταν μειώνεται ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται και το ΑΕΠ της. Οι 600 χιλιάδες έλληνες μετανάστες προσφέρουν στις χώρες που έχουν μεταβεί εκτιμώμενο ετήσιο ΑΕΠ ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων (δική μου εκτίμηση).
Ωστόσο, ας δούμε την ορθή προσέγγιση πάνω στο πρόβλημα. Πόσο θα πρέπει να αυξάνεται ετησίως το ελληνικό ΑΕΠ για να πετύχουμε τον φιλόδοξο στόχο της οικονομίας των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων;
Από έναν απλό υπολογισμό καταλήγουμε ότι αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί χονδρικά με ένα μέσο ρυθμό ετήσιο αύξησης του εθνικού πλούτου άνω του 6 %. Το νέο αυτό είναι ευχάριστο γιατί η ελληνική οικονομία αυξήθηκε εντός του 2021 κατά 6,7 % [5]. Οπότε μια καλή αρχή υλοποιήθηκε. Ωστόσο, ας θυμηθούμε ότι αντίστοιχες θετικές προβλέψεις δεν έχουν διατυπωθεί για τη μελλοντική πορεία του ελληνικού ΑΕΠ.
Βέβαια αυτές οι διατυπώσεις δεν είναι στατικές αλλά δυναμικές. Για παράδειγμα, θυμίζουμε ότι σε μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την άνοιξη του 2021, προέβλεπε αύξηση του ΑΕΠ για το 2021 ύψους 4,1 % και όχι 6,7 % που επετεύχθη. Ωστόσο είναι δυνατόν ένα κράτος να επιτύχει τόσο σημαντική άνοδο μέσα σε μια δεκαετία; Ας εξετάσουμε για ακόμα μια φορά τι συνέβη στις χώρες που προαναφέραμε και μοιάζουν σε όρους μεγέθους με την Ελλάδα.
Η Φινλανδία είχε πετύχει μέσο όρο αύξησης του ΑΕΠ της 4% από το 1994 έως το 2004, το Ισραήλ την όμοια περίοδο επέτυχε, από το 1996 έως το 2007, περίπου το ίδιο ποσοστό αύξησης (3,99%) και η Νέα Ζηλανδία επίσης όμοια, από το 1993 έως το 2005 (3,92 %). Η Αυστρία την ίδια περίπου περίοδο (1998-2008) παρουσίασε την υψηλότερη μέση αύξηση του ΑΕΠ της που ανήλθε σε 2,54 %. Οπότε τρεις από τις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο επέτυχαν τους ίδιους μέσους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (περίπου 4%) σε μια περίοδο, ομολογουμένως, πολύ θετική για την γενική οικονομία (από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως και τις αρχές του 21ου αιώνα).
Ως εκ τούτου, μια ασφαλή εκτίμηση και για τη χώρα μας είναι ότι αξιοποιώντας μια θετική διεθνή συγκυρία (όχι απαραίτητα θετική για όλη την παγκόσμια οικονομία, όπως της εικοσαετίας 1990 - 2010) θα μπορούσε να στοχεύσει σε μια μέση ετήσια αύξηση του εθνικού της πλούτου κοντά στο 4%. Σε αυτήν την περίπτωση η χώρα μας θα μπορούσε να ελπίζει σε ένα Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ύψους 316 δισ δολαρίων στο 2032 που μεταφράζεται σε περίπου 30 χιλιάδες δολάρια ανά κάτοικο της χώρας. Άλλωστε τέτοιο ποσοστό αύξησης είναι μέσα στις δυνατότητες της χώρας αφού το έχουμε υλοποιήσει και στο παρελθόν, μιας και την περίοδο 1997 – 2007 παρουσιάσαμε μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 3,98%.
Βέβαια υπάρχουν και παραδείγματα κρατών που είτε απέκτησαν μεγάλα ποσοστά αύξησης λόγω μαζικών επενδύσεων και εκβιομηχάνισης (η Τουρκία πέτυχε μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της 4,5 % για μια σχεδόν εικοσαετία), είτε λόγω εύρεσης πλουτοπαραγωγικών πηγών. Για παράδειγμα η Νορβηγία τη δεκαετία του 1970 ξεκίνησε την εντατική αξιοποίηση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της και απέκτησε μέση ετήσια ανάπτυξη 4,5 % ενώ το Αζερμπαϊτζάν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα απέκτησε μια επιθετική στρατηγική επενδύσεων στα αποθέματα πετρελαίου και αερίου που διαθέτει, που απόφεραν μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 14,7 %.
Ως εκ τούτου, κράτη με όμοια χαρακτηριστικά με της χώρας μας έχουν ακολουθήσει διαφορετικές στρατηγικές ανάπτυξης, που είχαν θετικά αποτελέσματα.
Η χώρα μας διαθέτει μια μοναδική και ιστορική ευκαιρία επανατοποθέτησης στην παγκόσμια γεωοικονομική και γεωπολιτική σκακιέρα. Ένας συνδυασμός που της επιτρέπει να βασισθεί στις υπηρεσίες (εμπόριο, ναυτιλία, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευση και τουρισμός), στην προσέλκυση επενδύσεων στην υψηλή τεχνολογία και την πληροφορική (σπουδαία εργασία γίνεται στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που αλλάζει δραματικά την εικόνα της χώρας) και στην προσέλκυση βιομηχανικών μονάδων εντάσεως κεφαλαίου και γνώσης (ιδιαίτερα σήμερα που μεγάλες διεθνείς βιομηχανίες τοποθετούνται στην ευρωπαϊκή ήπειρο).
Η επιτυχής διοικητική μεταρρύθμιση της χώρας μπορεί να εδραιώσει ένα υγιές περιβάλλον ανάπτυξης ενώ ο παράγοντας της καινοτομίας (και η ενίσχυση του από τη κράτος) πάντα έρχεται να ταράξει τα νερά της επιχειρηματικότητας και μπορεί να δημιουργήσει επιχειρηματικούς γίγαντες (πχ: στη Φινλανδία με αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε ο τεχνολογικός γίγαντας ΝΟΚΙΑ τη δεκαετία του 1990).
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τις πιθανές εισροές που μπορεί να δημιουργηθούν από την εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων σπάνιων γαιών και υδρογονανθράκων τότε καταλαβαίνουμε ότι η χώρα δύναται να θέσει ένα σπιράλ δυναμικής ανάπτυξης που να κρατήσει για πάνω από μια δεκαετία και να είναι πολύ υψηλών θετικών ποσοστών.
Φυσικά τα εμπόδια στην εξέλιξη ενός τέτοιου θετικού σεναρίου πολλά και απρόβλεπτα. Ωστόσο ας ήμαστε αισιόδοξοι.
Πηγές
1 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) είναι η συνολική αξία σε χρηματικές μονάδες των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα σ′ ένα συγκεκριμένο έτος (ορισμός από επίσημο εκπαιδευτικό σχολικό εγχειρίδιο Γ Λυκείου).
2 Αν διαιρέσουμε το πραγματικό Α.Ε.Π. ενός έτους με τον πληθυσμό της χώρας του ίδιου έτους, προκύπτει το κατά κεφαλήν πραγματικό Α.Ε.Π., που μετρά το εισόδημα ενός ατόμου (κατά μέσο όρο) στην οικονομία (ορισμός από επίσημο εκπαιδευτικό σχολικό εγχειρίδιο Γ Λυκείου).
3 Χρησιμοποιούμε το δολάριο ως νόμισμα αναφοράς, για διευκόλυνση, καθώς συγκρίνουμε και χώρες εκτός Ε.Ε.
4 https://economy-finance.ec.europa.eu/economic-surveillance-eu-economies/greece/economic-forecast-greece_en