Υποχρεωτικές ηλεκτρονικές συναλλαγές: Ποιοι κινδυνεύουν με υψηλό πρόστιμο

Η διαδικασία της ανοικτής διαβούλευσης έχει αναδείξει αρκετά προβλήματα σε σχέση με την εφαρμογή του μέτρου.
Open Image Modal
Ruslan Khismatov via Getty Images

Η διαχρονική αδυναμία πάταξης της πραγματικής φοροδιαφυγής δημιουργεί ακόμα μια φορά εμπλοκές, προβλήματα, αλλά και ερωτήματα στους φορολογούμενους οι οποίοι είτε δεν θέλουν, είτε δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν.

Αφορμή αυτή τη φορά είναι το μέτρο των υποχρεωτικών ηλεκτρονικών συναλλαγών με ποσοστό 30% επί του πραγματικού εισοδήματος κάθε φορολογούμενου. Η διαδικασία της ανοικτής διαβούλευσης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη από την προηγούμενη εβδομάδα έχει αναδείξει αρκετά προβλήματα σε σχέση με την εφαρμογή του μέτρου. Ταυτόχρονα όμως έχει αναδείξει και ορισμένες από τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού συστήματος όπως είναι η φοροδιαφυγή – και η φόροαποφυγή.

Αν εξαιρέσει κανείς τα αιτήματα «γνωστών-αγνώστων» επαγγελματικών κατηγοριών οι οποίες διαχρονικά αντιμάχονται κάθε μέτρο που ενισχύει τη μάχη κατά της φοροδιαφυγής, από τη διαδικασία της διαβούλευσης (και όχι μόνο) προκύπτουν ερωτήματα σε σχέση με το πως ορισμένες κατηγορίες φορολογούμενων δεν θα βρεθούν αντιμέτωποι με το πρόστιμο του 22% επί του ποσού που δεν κατάφεραν να καλύψουν με ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Οικογένειες με φοιτητές

Ενδεικτικό παράδειγμα είναι οικογένειες με φοιτητές οι οποίοι φοιτούν μακριά από το σπίτι τους ή οικογένειες που για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους είναι αναγκασμένοι να νοικιάζουν παραπάνω απο ένα σπίτια. Αν και το ενοίκιο παραμένει μια από τις συναλλαγές με υψηλό ποσοστό φοροδιαφυγής το γεγονός ότι τα συστήματα των τραπεζών δεν μπορεί προς το παρόν τουλάχιστον, να αναγνωρίσει την συναλλαγή μέσω τραπέζης μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή ως καταβολή ενοικίου, έχει θέσει εκτός λίστας με τις αποδεκτές συναλλαγές τα έξοδα ενοικίου.

Ωστόσο, τα έξοδα ενοικίου σε αυτές τις περιπτώσεις αποτελούν σημαντικό ποσοστό των συναλλαγών, με αποτέλεσμα να δημιουργεί πρόβλημα στην προσπάθειά των φορολογούμενων να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσοστό ηλεκτρονικών συναλλαγών. Το πρόβλημα αυτό διογκώνεται εάν μιλάμε για οικογένειες που έχουν φοιτητές οι οποίοι φοιτούν μακριά από το σπίτι. Σε αυτές περιπτώσεις από τον οικογενειακό προϋπολογισμό θα πρέπει να καλυφθούν παραπάνω από ένα ενοίκιο κάθε μήνα χωρίς όμως αυτό το ποσό να υπολογίζεται την συγκέντρωση του 30%.

Αντίστοιχο πρόβλημα προκαλεί και τα έξοδα διαβίωσης των φοιτητών τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους καλύπτονται από τους γονείς. Το άνοιγμα κοινού τραπεζικού λογαριασμού των γονιών μαζί με τα παιδιά δίνει λύση στην κάλυψη μέρους του υποχρεωτικού πόσοι του 30% και με τις συναλλαγές που κάνουν τα παιδιά. Ωστόσο, με δεδομένο οτι ένα σημαντικό ποσοστό υπηρεσιών γίνεται χωρίς την έκδοση παραστατικών και τιμολογίων, αυξάνεται ο βαθμός δυσκολίας για να καλυφθεί το απαιτούμενο ποσό.

Τα προβλήματα παραμένουν

Τέτοια προβλήματα, όπως επίσης και ειδικές περιπτώσεις φορολογουμένων, οι οποίοι αναγκάζονται μεγάλο μέρος του πραγματικού εισοδήματος τους να το ξοδέψουν σε δαπάνες που είτε δεν υπολογίζονται στο 30% είτε γίνονται χωρίς την έκδοση των υποχρεωτικών παραστατικών, φέρνουν μεγάλο μέρος των φορολογούμενων αντιμέτωπο με τον κίνδυνο να τους επιβληθεί πρόστιμο για την αδυναμία τους να συγκεντρώσουν το υποχρεωτικό 30% με ηλεκτρονικές συναλλαγές, χωρίς όμως να έχουν πραγματική ευθύνη.

Με όλα τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι μέτρα όπως αυτό των υποχρεωτικών συναλλαγών με ηλεκτρονικό χρήμα είναι απαραίτητα, αλλά από μόνα τους δεν μπορούν να καταπολεμήσουν το τεράστιο πρόβλημα της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα. Ακόμα κι αν οι συναλλαγές μέσω τράπεζας πάρουν υποχρεωτικό και καθολικό χαρακτήρα και πάλι το ζήτημα της φοροδιαφυγής δεν θα μπορέσει να παταχθεί όσο συνεχίζουν να υπάρχουν «παραθυράκια» σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων και επιχειρήσεων που μπορούν να προχωρούν σε συναλλαγές χωρίς την έκδοση αποδείξεων.