Ζούμε σε χώρα γερόντων. Σχεδόν το 40% του πληθυσμό της χώρας αποτελείται από ανθρώπους ηλικίας άνω των 50 ετών (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, απογραφή 2011). Οι νεότεροι αποτελούν μειονότητα.
Αυτό έχει συγκεκριμένα αίτια στα οποία οφείλεται. Η επί δεκαετίες παντελής απουσία κρατικής πολιτικής για το δημογραφικό πρόβλημα οδήγησε στη δραματική διαμόρφωση της αναλογίας θανάτων/γεννήσεων υπέρ των θανάτων.
Από το 2011 οι θάνατοι ξεπερνούν σταθερά τις γεννήσεις κατ’ έτος και η ψαλίδα διαρκώς ανοίγει. Μόλις πέρσι ακούστηκαν για πρώτη φορά λέξεις περί ενίσχυσης νέων ζευγαριών με επίδομα γέννας. Φυσικά, δεν αρκεί αυτό. Είναι όμως μια ελάχιστη αρχή.
Επανέρχομαι στο προκείμενο. Προϊόντος του χρόνου η ελληνική νεολαία εκτός από το γεγονός ότι άρχισε να λιγοστεύει, άρχισε και να εξαπατάται.
Να παίρνει παιδαγωγικά «ναρκωτικά» από όλους τους φορείς κοινωνικοποίησης που θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Μην κάνετε το λάθος να κατηγορήσετε τους πολιτικούς γι’ αυτό, είναι οι τελευταίοι που φταίνε.
Το πρόβλημα ξεκινάει από χαμηλά, από την οικογένεια και τον περίγυρο.
Η επιθυμία της οικογένειας να σπουδάσει το παιδί ντε και καλά σε πανεπιστημιακό τμήμα - ανεξάρτητα από το αν έχει τα εκπαιδευτικά εφόδια και αν το θέλει πραγματικά και το ίδιο - οδήγησε σε ασφυκτικές πιέσεις προς το πολιτικό σύστημα επί δεκαετίες.
Το δεύτερο με τη σειρά του ενέδωσε στις πιέσεις - με το ψηφοφορικό αζημίωτο φυσικά - ανοίγοντας τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ σε κάθε κωμόπολη και χωριουδάκι.
Τμήματα με ελάχιστη βάση εισαγωγής, πολύ κάτω από τη βάση του 10, που μοναδικό σκοπό είχαν τη συντήρηση των θέσεων εργασίας των διδασκόντων τους και την πώληση ελπίδας στους νέους εισακτέους.
Οι τελευταίοι, με πιπιλισμένα τα μυαλά τους από την οικογένεια και τον περίγυρο, θεώρησαν ότι η λογική «χαρτί να ‘ναι κι ό,τι να ’ναι» ήταν η συνταγή για την κοινωνική τους επιβίωση. Μιλώ πάντα για μεγάλα ποσοστά ανθρώπων, όχι για όλους. Εδώ ενδιαφέρει όμως το πρόβλημα, όχι η εξαίρεση.
Μπαίνοντας σε αυτά τα τμήματα, τα παιδιά που έγραψαν στις πανελλαδικές εξετάσεις βαθμό 2 ή 3 γρήγορα διαπίστωσαν ότι αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα σπουδών.
Άλλοι τα παράτησαν και πήγαν να δουλέψουν σε οποιαδήποτε δουλειά και άλλοι έκαναν διακοπές στην πόλη των σπουδών τους με ολίγη από παρακολούθηση μαθημάτων, κυρίως λίγο πριν από τις εξεταστικές.
Τελικά πτυχίο πήραν, αλλά δουλειά δε βρίσκουν που να αντιστοιχεί στο πτυχίο αυτό. Τα αίτια για τη δυσπραγία αυτή περιγράφηκαν ήδη παραπάνω.
Πάμε όμως και στα πιο σοβαρά πτυχία και στα πιο «κανονικά» πανεπιστήμια. Τι γίνεται εκεί;
Εκεί τα προγράμματα σπουδών είναι σοβαρά σε αρκετά σημαντικό βαθμό, ενώ και αρκετά μέλη ΔΕΠ είναι αξιόλογα. Οι βάσεις εισαγωγής κυμαίνονται σε αξιοπρεπή προς τα πάνω επίπεδα.
Οι εισακτέοι έχουν κοπιάσει πραγματικά κατά τη βάσανο των πανελλαδικών. Διαθέτουν ένα υπολογίσιμο γνωστικό υπόβαθρο και η παρακολούθηση του προγράμματος σπουδών είναι μία διαδικασία που φέρουν εις πέρας καθημερινά με αρκετή άνεση.
Πολλά από αυτά τα παιδιά ολοκληρώνουν τις σπουδές τους ακριβώς ή πολύ κοντά στην τυπική λήξη του κύκλου σπουδών. Πάρα πολλοί συνεχίζουν και σε μεταπτυχιακό επίπεδο και αρκετοί σε διδακτορικό. Καταλήγουν σύντομα άνεργοι. Γιατί;
Εδώ έρχεται η δεύτερη πηγή της εξαπάτησης. Η ενδοπανεπιστημιακή.
Χρόνια βαλτωδών καταστάσεων και προστασίας μικροσυμφερόντων έχουν δαιμονοποιήσει δύο συγκεκριμένες λέξεις στο μυαλό όχι πλέον της ελληνικής κοινωνίας, αλλά μεγάλων τμημάτων της πανεπιστημιακής κοινότητας. Τις λέξεις «αγορά εργασίας».
Ουδένα πανεπιστημιακό τμήμα διαθέτει «Γραφείο Διασύνδεσης με την Αγορά Εργασίας», όπως είθισται να ονομάζονται, το οποίο να λειτουργεί πραγματικά ως τέτοιο.
Όσα υπάρχουν λειτουργούν ως συμβουλευτικές υπηρεσίες με μοναδικό αντικείμενο τη διεξαγωγή ημίωρων συναντήσεων με ολιγομελείς ομάδες φοιτητών με θέματα τη διαμόρφωση του βιογραφικού σημειώματος ή τη διαχείριση του άγχους και του χρόνου!
Μα τα παιδιά - που τίμια προσέρχονται σε αυτές τις συναντήσεις - προσπαθούν να δώσουν ΜΙΑ και μοναδική απάντηση στη ΜΙΑ και μοναδική ερώτηση που τα βασανίζει: Πώς θα μπορέσουν να «παντρέψουν» το «χαρτί» που θα πάρουν από το ίδρυμα με την αγορά εργασίας που τους περιμένει.
Ορισμένοι θα υποστηρίξουν εδώ ότι οι σπουδές υπάρχουν για τις σπουδές, για να διευρύνονται οι πνευματικοί ορίζοντες του ανθρώπου και να κοινωνικοποιείται περαιτέρω. Σύμφωνοι, έτσι είναι. Αλλά αυτή είναι η μία λειτουργία των σπουδών, όχι η μοναδική, ούτε και η πιο κρίσιμη σήμερα. Καλώς ή κακώς ισχύει σήμερα περισσότερο από ποτέ η ατάκα του Βαγγέλη Καζάν προς το Νίκο Κούρκουλο στο «Ορατότης Μηδέν»: «Καλή η ηθική, Άγγελε, αλλά έχει ένα ελάττωμα. Όταν πεινάς, δε μπορείς να τη φας».
Αποτέλεσμα: Νέοι άνθρωποι με προσόντα και πτυχία βγαίνουν σίγουρα άνεργοι από τα πανεπιστήμια και ψάχνουν εναγωνίως να βρουν τη θέση τους στην κοινωνία. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η αναντιστοιχία πτυχίων και προσόντων που ζητά η αγορά εργασίας. Αλλά αυτό το πολύ ιδιαίτερο ζήτημα απαιτεί ξεχωριστή ανάλυση.
Συμπερασματικά λοιπόν, οι νέοι άνθρωποι (οι εκάστοτε νέοι) στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται ως αντικείμενο εξαπάτησης. Είτε η συμπεριφορά προέρχεται από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον είτε από το εκπαιδευτικό, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Όσο δε για τους λήπτες των αποφάσεων, εκείνοι αναλαμβάνουν την ευθύνη μπροστά σε ένα σταυροδρόμι.
Αν είναι τίμιοι και γενναίοι άνθρωποι, θα αποφασίσουν να σπάσουν σιγά-σιγά όλα αυτά τα αποστήματα. Θα λάβουν μέτρα για την αναστροφή του δημογραφικού προβλήματος, θα βάλουν τους νέους με κάθε τρόπο στο παιχνίδι της ζωής από μικρή ηλικία. Δεν θα τους αφήσουν να αντιμετωπίζονται ως «αιώνια ταλέντα» και ως «παιδιά με μέλλον» μέχρι που μια μέρα θα ξυπνήσουν και θα είναι ήδη 32 ετών, άεργοι και κουρασμένοι. Αυτός όμως είναι ο δύσκολος δρόμος.
Αν οι πολιτικοί είναι αδύναμοι και αμιγώς συμφεροντολόγοι, θα επιλέξουν τον εύκολο. Αυτόν του ενδοτισμού στις πιέσεις όλων των κοινωνικών ομάδων που προαναφέρθηκαν. Θα διαιωνίσουν την κατάσταση, αδιαφορώντας για το αν υποθηκεύουν το μέλλον της χώρας και την ίδια την εθνική της επιβίωση. Όπως ακριβώς συνέβη επί πολλά πολλά χρόνια.
Ποιος αγαπάει τους νέους τελικά; Σχετικά με τους τρίτους, η απάντηση πρέπει να έχει δοθεί ήδη στις παραπάνω γραμμές. Σχετικά με τον εαυτό τους, πρέπει να τη δώσουν οι ίδιοι οι νέοι. Ψάχνοντας, μελετώντας, μη μένοντας στα έτοιμα που τους προτείνει η οικογένεια που θέλει να δει τα δικά της όνειρα να τα εφαρμόζουν τα παιδιά της, ανεξάρτητα από το αν τα ίδια έχουν τις ίδιες επιθυμίες ή όχι.
Οι νέοι πρέπει ακόμη να μη βολευτούν στο φοιτητικό καφέ. Η ανυπαρξία σύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας αποτελεί μαλακό ναρκωτικό. Ίσως αποτελεί και μια τέλεια μορφή μιθριδατισμού, από την οποία οι νέοι θα ξεφύγουν μόνον εάν και εφόσον αντιληφθούν την κατάσταση και μόνον μόνον εάν και εφόσον όταν την αντιληφθούν δεν είναι ήδη πολύ αργά για δάκρυα.
Μακάρι να ήταν όλα αλλιώς. Θα ήταν όλα πιο φωτεινά για το μέλλον αυτής της χώρας.