Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβανόμενο κάθε χρόνο. Καύσωνες που ακολουθούνται από ισχυρούς ανέμους, πυρκαγιές και νέος θλιβερός απολογισμός με απώλειες υλικού και φυσικού κεφαλαίου. Αυτό όμως που αλλάζει είναι ότι κάθε χρόνο ερχόμαστε να αντιμετωπίσουμε φυσικά φαινόμενα ίδιας ή μεγαλύτερης έντασης από δυσχερέστερη θέση. Κι αυτό γιατί η απώλεια των περιαστικών δασών επιδεινώνει την μετατροπή των πόλεων μας σε θερμικές νησίδες, περιορίζοντας την δυνατότητα φυσικού εξαερισμού τους. Τα υλικά κατασκευής κτηρίων και αυτοκινήτων, –το τσιμέντο, η άσφαλτος, το γυαλί κι οι λαμαρίνες–, συμπεριφέρονται τους καλοκαιρινούς μήνες σαν θερμοσυσσωρευτές που εκπέμπουν ακτινοβολία και θερμότητα στο περιβάλλον τις βραδινές ώρες.
Παλιότερα το αίσθημα δυσφορίας από τις υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες περιοριζόταν τα βράδια, όταν η θαλάσσια αύρα ή ο δροσερός αέρας των περιαστικών δασών έμπαινε σε κίνηση λόγω των διαφορετικών πιέσεων με τις θερμές αέριες μάζες της πόλης. Οι ψηλές πολυκατοικίες εφαπτόμενες στα παραλιακά μέτωπα και τα πολεοδομικά συγκροτήματα που συνεχώς επεκτείνονται με τα νέα παράκτια ξενοδοχεία, η εξάλειψη του περιαστικού πρασίνου στους ορεινούς όγκους πέριξ των πόλεων, η τσιμεντοποίηση των ρεμάτων, λειτουργούν σαν τεχνητοί φράκτες που εμποδίζουν τον φυσικό αερισμό και τον δροσισμό των πόλεων.
Αποτέλεσμα, η διατήρηση της υψηλής μέσης θερμοκρασίας και τις βραδινές ώρες που σε συνδυασμό με την υγρασία και τα αιωρούμενα σωματίδια από τις φωτιές που εγκλωβίζονται στην ατμόσφαιρα, δημιουργούν αποπνικτικές συνθήκες για τον γενικό πληθυσμό με έντονη δυσφορία και ποικίλες αναπνευστικές επιπλοκές.
Η διαβίωση καθίσταται όλο και πιο εξαρτημένη από τη χρήση κλιματιστικών η οποία με την σειρά της επιτείνει το φαινόμενο της θερμικής νησίδας με την απαγωγή θερμότητας στον εξωτερικό χώρο. Οι υψηλές εποχιακές ενεργειακές ανάγκες –που αυξάνονται λόγω τουρισμού–, εγκυμονούν μεγάλους κινδύνους black out, δεδομένης της επισφάλειας της παραγωγής ενέργειας από φωτοβολταϊκά τις βραδινές ώρες, ενώ δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τις συνθήκες διαβίωσης στα φτωχότερα νοικοκυριά.
Πολύ συζήτηση γίνεται για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ σε δράσεις που θα οδηγούσαν σε πιο ανθεκτικές πόλεις ή σε μηδενικές εκπομπές CO2 στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης. Η ιδέα της δημιουργίας οικολογικών διαδρόμων εντός πόλεων που να συνδέουν τα περιαστικά οικοσυστήματα σε συνδυασμό με την αποκατάσταση τους, την επέκταση του περιπάτου και των δημόσιων μέσων μεταφοράς, θα έδινε ένα περιεχόμενο στις παραπάνω έννοιες.
Αντιστρέφοντας την ιστορική φράση του Μεταξά «θάπτομεν τον Ιλισσόν» που αποτέλεσε την βάση του μοντέρνου αστικού σχεδιασμού θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε επαναχάραξη των δρόμων του νερού με ανάδειξη της ροής των ποταμών, «θάπτοντας» κεντρικές οδικές αρτηρίες των πόλεων.
Στην Αθήνα για παράδειγμα με πιλότο το Αδριάνειο υδραγωγείο θα μπορούσε να ξεκινήσει μια ευρεία ανάπλαση ανάδειξης υπόγειων στοών, πηγαδιών αλλά και επέκτασης ταμιευτήρων για την συλλογή και αξιοποίηση των όμβριων υδάτων, δημόσιων κρηνών και συντριβανιών αλλά κι η φυσική αποκατάσταση των ρεμάτων ως χώρων αναψυχής και περιπάτου.
Απαιτούνται δημόσιες επενδύσεις πολύ ευρύτερες επιμέρους προγραμμάτων για φυτεύσεις οικοπέδων και ελεύθερων χώρων της πόλης, ταρατσών των πολυκατοικιών και των δημόσιων κτηρίων, για την λευκαύγεια των αστικών επιφανειών σε συνδυασμό με την ενεργειακή αναβάθμιση και τις βιοκλιματικές παρεμβάσεις, που θα οδηγούσαν συγκεντρωτικά σε μείωση της μέσης θερμοκρασίας της πόλης έως και 2 βαθμούς C.
Θα πρέπει να σκεφτούμε ένα σύνολο νέων τέτοιων παρεμβάσεων ως μέρος μιας μακροπρόθεσμης επένδυσης στην δημόσια και ψυχική υγεία που θα εξοικονομούσε πολλαπλούς πόρους από την αντιμετώπιση νοσημάτων που συνδέονται άμεσα με την ποιότητα της ζωής στις πόλεις και θα ευνοούσαν πρωτίστως τους πιο ευάλωτους. Παράλληλα με μια γενναία στρατηγική αποκέντρωσης από τις κορεσμένες πληθυσμιακά περιοχές των πόλεων στους άδειους τόπους της περιφέρειας, συμβάλλοντας στην παραγωγική και δημογραφική ανάκαμψη της χώρας.
Η συντήρηση του υφιστάμενου μοντέλου στην κατεύθυνση της υπερτουριστικοποίησης θα οδηγήσει σε μερικά χρόνια σε νέα αδιέξοδα οδηγώντας ίσως σε αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμού από τα αστικά κέντρα λόγω αδυναμίας επιβίωσης σε θερμικές νησίδες με υψηλές ενεργειακές ανάγκες, που θα πλήττονται όλο και συχνότερα από ακραίες θερμοκρασίες και καιρικά φαινόμενα, συνέπεια της κλιματικής κρίσης.