Τις τελευταίες μέρες, δύο φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα έχουν απασχολήσει τις στήλες οικονομικών, πολιτικών και νομικών αναλύσεων. Το πρώτο αφορά την πρόσφατη απόφαση της BRSA, της τουρκικής εποπτικής αρχής τραπεζικών συναλλαγών, να απαγορεύσει σε τρεις ξένες τράπεζες, την BNP Paribas, τη Citibank και τη UBS να πωλούν συνάλλαγμα, προκειμένου να «διασφαλίσει ότι το πιστωτικό σύστημα λειτουργεί αποτελεσματικά». Το δεύτερο αφορά την προ ολίγων ημερών απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία αμφισβήτησε ευθέως τη νομιμότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κρίνοντας ότι η νομισματική πολιτική του ανώτατου ευρωπαϊκού αυτού οργάνου είχε «μη επιθυμητές συνέπειες» επί της οικονομικής πολιτικής.
Ενώ λοιπόν με μια πρώτη ματιά τα δύο παραπάνω γεγονότα αφορούν δύο διαφορετικά πράγματα, εντούτοις πηγάζουν από, και αποτελούν εκφάνσεις, ενός και του αυτού θεσμικού προβλήματος: Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει ισχυρή αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας. Το καθεστώς Ερντογάν από τη μία πλευρά, και το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο από την άλλη, αρνούμενα να δεχθούν την ιδέα ότι μία Κεντρική Τράπεζα πρέπει να είναι ανεξάρτητη και κανένας εξωτερικός παράγοντας δεν μπορεί να επηρεάζει την νομισματική της πολιτική, κινούνται αλαζονικά με σκοπό να επιβάλλουν την εξουσία τους σε αυτή.
Για την Τουρκία του Ερντογάν το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Με την τουρκική λίρα να κατρακυλά, το καθεστώς επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος, επεμβαίνοντας ωμά στην ελεύθερη αγορά. Παρά την επιτάχυνση λόγω κορονοϊού, τα προβλήματα στην τουρκική λίρα έχουν εκκινήσει προ καιρού, κυρίως λόγω της ωμής παρέμβασης της κυβέρνησης στην ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας με τις πιέσεις για μειωμένα επιτόκια και κόντρα στην κοινή νομισματική λογική που όφειλε να εφαρμόσει μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα. Υπαγορεύοντας δημοσίως στην Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας να μειώνει τα επιτόκια της όταν αυτή θα έπρεπε να τα ανεβάζει, ο Τούρκος πρόεδρος ικανοποίησε προσωρινά τις απαιτήσεις της εγχώριας βιομηχανίας αλλά διέλυσε την αξιοπιστία της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας του και τώρα εισπράττει τα αποτελέσματα.
Σε ευθεία (δυστυχώς) σύνδεση με την τακτική του καθεστώτος Ερντογάν, η πρόσφατη απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου στη Γερμανία το οποίο ουσιαστικά διέταξε (!) την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αλλάξει ρότα στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της και απείλησε (!) την γερμανική Κεντρική Τράπεζα να συμμορφωθεί, εκφράζει μια ευρύτερη τάση που διατρέχει σημαντικό μέρος της εγχώριας ελίτ και βιομηχανίας στη Γερμανία, η οποία αρνείται να αποδεχθεί την ανεξαρτησία των ευρωπαϊκών θεσμών από τη γερμανική επιρροή.
Καθώς τις τελευταίες μέρες διαβάζω τις ανησυχίες πολλών έγκριτων νομικών για το θέμα, οφείλω να επισημάνω ότι η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στην αδυναμία των Γερμανών δικαστών να αντιληφθούν ότι άπαξ και οι αγορές θεωρήσουν ότι μια Κεντρική Τράπεζα δεν εφαρμόζει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, όσες απαγορεύσεις, απειλές, νομικές και πολιτικές αποφάσεις και να επιβληθούν, θα είναι άσκοπες.
Η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου περιέχει βεβαίως και πολλά άλλα προβλήματα καθώς θέτει εαυτόν άνω του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και πάλι θα πρέπει να θυμίσω ότι η ουσία του προβλήματος παραμένει η ίδια και αφορά την προσπάθεια ελέγχου άλλων ανεξάρτητων θεσμών.
Οι Γερμανοί δικαστές αρνούνται να καταλάβουν ότι προσπαθώντας να επιβάλουν «με το ζόρι» τις -εν πολλοίς εθνικιστικές- απόψεις τους, στο τέλος βλάπτουν την ίδια τη χώρα που τόσο άγαρμπα θέλουν δήθεν να προστατέψουν, καθώς οι διεθνείς αγορές (στις οποίες μια χώρα σαν τη Γερμανία βασίζεται υπέρμετρα), και μόνο με την ιδέα ότι η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας (και αντίστοιχα του Ανώτατου Δικαστηρίου) φαλκιδεύεται, θα χτυπήσουν ανελέητα.
Το ότι η δε ποιότητα της απόφασης του γερμανικού δικαστηρίου είναι ίδια με αυτήν της πολιτικής Ερντογάν είναι άκρως απογοητευτικό για τη Γερμανία αλλά -δυστυχώς- ουδόλως αναπάντεχο. Άλλωστε η αλαζονεία έχει καταστρέψει αυτή τη χώρα αρκετές φορές στο παρελθόν...
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λοιπόν θα συνεχίσει κανονικά το πρόγραμμα της, αδιαφορώντας επιδεικτικά για τους Γερμανούς δικαστές, ενώ αν η Bundesbank δεν κάνει το ίδιο, θα χάσει κάθε έννοια αξιοπιστίας στις αγορές (οι οποίες ουδόλως νοιάζονται για τις εθνικιστικές φιλοδοξίες των Γερμανών δικαστών). Η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου το μόνο που κάνει είναι να απαξιώνει το ίδιο του το κύρος και να ναρκοθετεί το μέλλον της ίδιας του της χώρας.
Για τη δε Τουρκία, οφείλω να πω το εξής: Η οικονομία της χώρας είναι χαμένη από χέρι. Αυτό όμως είναι κάτι το οποίο ισχύει εδώ και χρόνια καθώς με ένα τέτοιο καθεστώς ήταν αναπόφευκτο ότι ο κρατικός μηχανισμός, η ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς, η ανεξαρτησία των αρχών και όλα τα δομικά στοιχεία που κάνουν μια οικονομία πραγματικά υγιή δεν υφίσταντο. Το ότι παρά τα δομικά προβλήματα της οικονομίας η χώρα εξακολουθεί να λειτουργεί τόσα χρόνια, δεν σημαίνει ότι αυτά δεν υπάρχουν. Άλλωστε και στην Ελλάδα με το σαθρό και αστείο οικονομικό μας μοντέλο των τελευταίων 40 ετών, είχαμε καταφέρει να συνεχίσουμε να λειτουργούμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποφύγαμε την -αναμενόμενη- χρεοκοπία και την παρακμή (από την οποία φυσικά και δεν ξεφύγαμε ποτέ) όπως βεβαίως δεν θα την αποφύγει και η Τουρκία.
Βεβαίως, επειδή πολλοί στην Ελλάδα νομίζουν ότι μια Τουρκική χρεοκοπία θα είναι καλή για την Ελλάδα, θα πρέπει να τονίσω ότι είναι άλλο πράγμα η οικονομία και άλλο η εξωτερική πολιτική. Η αναπόφευκτη, -πιστέψτε με, αναπόφευκτη είναι- χρεοκοπία της Τουρκίας δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή για την Ελλάδα. Δεν θα πρέπει να μας νοιάζει η καλή ή κακή πορεία της τουρκικής οικονομίας όσον αφορά το πως θα πάνε τα πράγματα στα Ελληνοτουρκικά ή στο Κυπριακό. Η Τουρκία, πλούσια ή φτωχή, θα παραμένει ένα αναθεωρητικό κράτος και ως τέτοιο, μία απειλή για την Ελλάδα.
Η χώρα μας θα πρέπει κάποια στιγμή να πάψει να περιμένει από εξωγενείς εξελίξεις να διαμορφώσουν τη δική της μοίρα και οφείλει να πάρει τις τύχες της στα χέρια της.