Πόλεμος και Ελλάδα: Ακροβατώντας μεταξύ συμμάχων και Ρωσίας

Οφείλουμε να παρατηρούμε τα γεγονότα με αντικειμενικό μάτι, να μην ξεχνάμε τη θέση μας, το μέγεθος μας, τα συμφέροντα μας.
|
Open Image Modal
via Associated Press

Το παρόν άρθρο αποφάσισα να το γράψω επειδή δυσκολεύτηκα πολύ να βρω ένα αντίστοιχο του στο ελληνικό διαδίκτυο τις ημέρες του πολέμου στην Ουκρανία. Ζούμε ημέρες πολέμου και πολεμικού κλίματος σε όλο τον δυτικό κόσμο, και οι νηφάλιες φωνές πλέον είτε σπανίζουν, είτε θάβονται κάτω από τόνους φιλοπολεμικών κραυγών που υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη πλευρά. Στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσω να αναλύσω τα όσα πιστεύω πως συμβαίνουν και Θα συζητήσω μαζί σας με βάση τη δική μου ερμηνεία για το τι συνέβη, τι συμβαίνει, και τι μπορεί να συμβεί στις δύσκολες μέρες που ακολουθούν, καθώς και για τη θέση της Ελλάδας σε όλα αυτά.

Ο δυτικός κόσμος κινδυνεύει. Αυτό είναι πλέον αποδεκτό από όλους, ανεξαρτήτως από το ποιον στηρίζουν και σε τι αποσκοπούν. Έχουμε διαβεί το κατώφλι του πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, και κάθε μέρα που περνάει αυξάνονται οι (λίγες) πιθανότητες γενίκευσης της κατάστασης και μετατροπής του πολέμου μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας σε κάτι που θα μπορούσε να αφανίσει την μισή ανθρωπότητα. Γιατί όταν μιλάμε για πυρηνικά οπλοστάσια, δεν χωράνε αστεία, δεν χωράει συζήτηση, δεν χωράει προστασία αμάχων. Στο ενδεχόμενο πυρηνικής εμπλοκής, μιλάμε για εκατομμύρια, ίσως και δισεκατομμύρια νεκρών. Και εφόσον ξεκαθαρίσαμε τι διακυβεύεται, πάμε τώρα να συζητήσουμε πως μπορούμε να το αποφύγουμε. 

Σε μία διαμάχη μεταξύ δύο κρατών με συγκρουόμενα συμφέροντα, είναι σύνηθες να κρατώνται ίσες αποστάσεις, κι αν όχι ίσες, έστω άνισες, για την προστασία της γενικότερης ειρήνης. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία -γιατί περί εισβολής πρόκειται-, δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, καθώς το ποιον θα στηρίξουν τα περισσότερα κράτη είναι ξεκάθαρο με βάση περισσότερο τα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα, και λιγότερο τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Διότι οι χώρες που σήμερα κουνάνε το δάχτυλο για δολοφονίες αμάχων, είναι αυτές που έκαναν τα ίδια και χειρότερα στο Ιράκ και σε άλλες χώρες, έχοντας φυσικά χρησιμοποιήσει την ίδια αφορμή για να εισβάλουν σε εκείνες με αυτή που χρησιμοποιεί σήμερα η Ρωσία, η οποία δεν είναι άλλη από την απελευθέρωση από έναν καταπιεστικό και δολοφονικό καθεστώς. Ας μη γελιόμαστε, Ούτε οι ΗΠΑ κινδύνευσαν ποτέ από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, ούτε η Ρωσία κινδύνευσε ποτέ από την Ουκρανία. Πρόκειται για αφηγήματα του εκάστοτε εισβολέα που θα του δώσουν το άλλοθι που χρειάζεται για να κάνει πράξη την επεκτατική του πολιτική. Οπότε και η δική μας κρίση πρέπει να είναι εξίσου νηφάλια και αντικειμενική, σε όλες τις περιπτώσεις. 

Η απάντηση του «γιατί στην Ουκρανία» είναι επίσης ξεκάθαρη. Αφενός, η Ουκρανία αποτελεί ίσως το τελευταίο προπύργιο των δυτικών συνόρων της Ρωσίας που δεν ανήκει στο ΝΑΤΟ. Εμένα προσωπικά ο επεκτατισμός του ΝΑΤΟ δεν με ενοχλεί, καθώς αποτελεί απόφαση της κάθε χώρας το με ποιον θα συμμαχήσει, και αν το ΝΑΤΟ κατάφερε να είναι πιο ελκυστικό από την προοπτική ηγεμονίας της Ρωσίας, κυριολεκτικά δίπλα στο σπίτι της, αυτό είναι περισσότερο αποτυχία του Πούτιν, και λιγότερο επιτυχία περικύκλωσης της Ρωσίας από αμερικανικές βάσεις.

Αφετέρου, η Ουκρανία είναι αυτό που θα λέγαμε ο ιδανικός στόχος, καθώς το ρωσικό στοιχείο παραμένει εξαιρετικά έντονο στη χώρα (όπως είδαμε και στην κρίση της Κριμαίας), κάτι που δίνει αφορμή στη Ρωσία να διεκδικεί τον ρόλο πατρότητας για τον «πληθυσμό» της στην γειτονική χώρα.

Κατά τρίτον, Η Ουκρανία οικονομικά είναι μια σημαντική χώρα, που έχει στη διάθεση της το μεγαλύτερο πυρηνικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, πλούσιες περιοχές και πολλούς γεωστρατηγικούς λόγους (που δεν είναι της παρούσης) για να αποτελεί ένα ενδιαφέρον γεωπολιτικό φιλέτο ως σφαίρα επιρροής.

Τέλος, πράγματι στην Ουκρανία εδώ και σχεδόν μια δεκαετία λειτουργούν παραστρατιωτικές νεοναζιστικές οργανώσεις, οι οποίες κατηγορούνται ότι καίνε και σφάζουν, δίνοντας έτσι πάτημα σε κάποιους…κακοπροαίρετους να αυτό-βαφτιστούν σωτήρες που θα σώσουν τους αμάχους και θα καταπατήσουν τον νεοναζισμό. Βέβαια, εδώ πρέπει να αναφέρουμε πως το φαινόμενο υπάρχει μεν, δεν είναι όμως σε καμία περίπτωση ικανό να δικαιολογήσει εισβολή και πόλεμο.

Η δύση λοιπόν ξέρει πολύ καλά ποιον θα στηρίξει, τα συμφέροντα της ΕΕ και των ΗΠΑ είναι ξεκάθαρα, και η εισβολή της Ρωσίας αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αποδυνάμωση του αντίπαλου δέους σε όλους τους τομείς. Οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά.

Σε αυτό συντελεί και η ίδια η Ρωσία φυσικά, καθώς ως μετά-Χριστόν προφήτης θα τολμήσω να ισχυριστώ ότι κανένας, και κυρίως ο Πούτιν, δεν προέβλεψε ότι η εισβολή του στρατιωτικού Γολιάθ εναντίον ενός Δαυίδ, θα διαρκούσε περισσότερες από 2 μέρες. Αυτό στο δικό μου το μυαλό συνέβη γιατί, όπως συμβαίνει σε όλα τα ανελεύθερα καθεστώτα, ο καταπιεστικός ηγέτης που διοικεί με τον φόβο ακούει τα πράγματα πολύ καλύτερα από ότι αυτά είναι στην πραγματικότητα. 

Οι στρατηγοί και σύμβουλοι του Πούτιν, κατά μία  πιθανότητα τον συμβούλεψαν λάθος, του έδωσαν ένα χρονοδιάγραμμα που θα επέτρεπε την κατάκτηση της χώρας εντός δύο, το πολύ τριών ημερών, χωρίς να δώσει χρόνο στην Δύση να αντιδράσει. Αν το Κίεβο είχε κατακτηθεί στο πρώτο διήμερο της εισβολής, αν ο Ζελένσκι είχε αναγκαστεί σε διαφυγή από τη χώρα, θα είχαμε μία πολύ διαφορετική συζήτηση σήμερα, που θα έβρισκε τη Ρωσία σε θέση ισχύος, τουλάχιστον συγκριτικά με την ταπείνωση την οποία -μέχρι στιγμής- υποφέρει σαν έθνος και σαν υπερδύναμη.

Σήμερα η Ρωσία απεικονίζεται ως γίγαντας με πήλινα πόδια, που παρατάει τανκς στη μέση των ουκρανικών δρόμων γιατί ξέμειναν από πετρέλαιο, που λέει ψέματα στον στρατό της ότι θα πάει για άσκηση ενώ στην πραγματικότητα τον στέλνει να πολεμήσει τα «αδέλφια» του, που διενεργεί αστικό πόλεμο με απαρχαιωμένα άρματα της δεκαετίας του 70’. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν, ότι κάθε μέρα που περνάει και η εισβολή δεν καταλήγει σε κατάκτηση, το αφήγημα της ρωσικής παντοδυναμίας καταρρέει. Αν βάλει κάποιος στην εξίσωση και την απίστευτη οικονομική πίεση που δέχεται λόγω των κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί, το παζλ συμπληρώνεται ακόμα περισσότερο.  Είναι όμως όλα αυτά αρκετά για να προεξοφλήσουμε την κατάληξη της κατάστασης και τον μελλοντικό ρόλο της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή; Σε καμία περίπτωση.

Και έτσι λοιπόν φτάνει η ώρα να συζητήσουμε την καυτή πατάτα του όλου θέματος, η οποία είναι η δική μας στάση σαν Ελλάδα σε όλα αυτά που συμβαίνουν. Στους σύγχρονους πολέμους ο έλεγχος της πληροφορίας είναι σχεδόν σημαντικότερος από τα ίδια τα όπλα και τους στρατιώτες.

Η συντριπτική πλειοψηφία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στην Ελλάδα έχει διαλέξει στρατόπεδο (με εξαίρεση ένα μεγάλο μέσο ρωσικών συμφερόντων), το οποίο μεν είναι λογικό και θεμιτό, όμως μέχρις ενός σημείου. Είναι διαφορετικό το να παρουσιάζονται τα γεγονότα με τον απαραίτητο χρωματισμό και σχολιασμό που να οδηγεί στα επιθυμητά συμπεράσματα, από το να μην παρουσιάζονται όλα τα γεγονότα, από το να μην γίνονται αναλύσεις από όλες τις πλευρές, από το να μη δίνεται καμία ευκαιρία στον θεατή-ακροατή να φιλτράρει την πληροφορία, και να είναι υποχρεωμένος να την καταπιεί αμάσητη, αλλιώς ταυτόχρονα θα βαφτιστεί ως φιλορώσος.

Η ρητορική των ΜΜΕ είναι πολεμική και εμπρηστική, προκαλώντας στην κοινή γνώμη μίσος και ίσως προετοιμάζοντας την για τα χειρότερα, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Και φυσικά περιέργως, αυτή η στάση και ρητορική συμφωνεί και συμβαδίζει με την στάση και ρητορική της ελληνικής κυβέρνησης. Προς θεού, δεν λέμε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρέπει να στηρίξει την Ουκρανία, όμως το να προβλέπει ο Έλληνας πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής την πτώση του Πούτιν, το να προεξοφλεί την οικονομική καταστροφή της Ρωσίας, το να ξεχνάει τελείως τον διάλογο και να ευαγγελίζεται την καταστροφή του αντιπάλου, δεν συνάδει ούτε με το μέγεθος της χώρας μας, ούτε με την δύναμη της, ούτε όμως και με τα συμφέροντα της. Για να το πούμε πιο απλά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όχι ο Τζο Μπάιντεν.

Είναι σίγουρα ελκυστικό για κάθε πρωθυπουργό το να δίνει πύρινους λόγους στο ελληνικό κοινοβούλιο, όμως πολύ φοβάμαι ότι δεν ήταν η ώρα για έναν τέτοιο. Θα πρέπει να γνωρίζει ο πρωθυπουργός ότι η Ρωσία θα υπάρχει και μετά τη λήξη του πολέμου ως εταίρος για την χώρα μας, θα είναι μια -πληγωμένη- υπερδύναμη, θα συμβάλλει στο ΑΕΠ της Ελλάδας, και κάπως θα πρέπει να διατηρηθούν σχέσεις με το συγκεκριμένο κράτος, του οποίου εγώ θα τολμήσω να προβλέψω ότι πρόεδρος θα συνεχίσει να είναι ο Πούτιν.  

Καταλήγοντας, ο μοναδικός δρόμος για ειρήνη στον σύγχρονο κόσμο είναι ο διάλογος. Φυσικά λαμβάνω υπόψη τον αντίπαλο και τη δική του διάθεση για διάλογο, καθώς και τις βλέψεις του, αντιλαμβάνομαι πλήρως τις θηριωδίες που λαμβάνουν χώρα στην Ουκρανία εξαιτίας της Ρωσίας, όμως η παγκόσμια κοινή γνώμη θα έπρεπε να κινείται προς την ειρήνη, όχι προς τον πόλεμο, ιδίως όταν διακυβεύεται το ίδιο το μέλλον της ανθρωπότητας, λόγω των όπλων που δυνητικά μπορούν χρησιμοποιηθούν στην περίπτωση ενός παγκοσμίου πολέμου.

Εκτίμηση μου είναι πως οι πιθανότητες για πυρηνική εμπλοκή παραμένουν ελάχιστες, όμως αυξάνονται μέρα με τη μέρα, όσο τουλάχιστον δεν βρίσκεται λύση. Πρόβλεψη δεν τολμώ να κάνω, καθώς κινούμαστε σε αχαρτογράφητα νερά με απρόβλεπτους παίκτες στη σκακιέρα, όμως σε κάθε περίπτωση κάνω έκκληση για νηφαλιότητα, αντικειμενικότητα (ακόμα κι αυτή σημαίνει απόλυτη καταδίκη της Ρωσίας, να γίνεται αντικειμενικά και όχι στρατευμένα) και ψυχραιμία.

Οφείλουμε να παρατηρούμε τα γεγονότα με αντικειμενικό μάτι, να μην ξεχνάμε τη θέση μας, το μέγεθος μας, τα συμφέροντα μας (σε σχέση με όλους, όχι μόνο με τη Ρωσία), και να διαλέγουμε τις επόμενες κινήσεις μας με στόχο την ειρήνη, όχι τον πόλεμο. 

Ας μην ξεγράψουμε την ειρήνη, τώρα που την έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ.