Η Μικρασιατική Καταστροφή σηματοδότησε το οριστικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ο αλυτρωτισμός, ως κινητήρια δύναμη πίσω από τις περισσότερες επιλογές του ελληνικού κράτους σχεδόν αμέσως μετά από την ίδρυσή του, είχε πάψει πλέον να υφίσταται. Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα σηματοδότησε τη συνολική μεταστροφή των διπλωματικών επιδιώξεων της Ελλάδας: από χώρα αναθεωρητική του εδαφικού καθεστώτος, η οποία επιδίωκε την επέκταση των συνόρων της, μετατράπηκε σε δύναμη αντιαναθεωρητική, με βασικό στόχο τη διατήρηση των κεκτημένων της. Με τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή, για πρώτη φορά από την ελληνική ανεξαρτησία το έθνος είχε ταυτιστεί σχεδόν απόλυτα με το κράτος.
Για δεκαετίες, όλες οι δυνάμεις του ελληνικού κράτους τέθηκαν στην υπηρεσία της εθνικής ολοκλήρωσης. Η εγγενής αδυναμία του ελληνικού αλυτρωτισμού ήταν ότι τα διαθέσιμα μέσα δεν αρκούσαν για να καλύψουν τους υπερφιλόδοξους και συχνά ανεδαφικούς του στόχους. Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας υπήρξε η αιτία πίσω από την απόφαση των πολιτικών ηγεσιών του ελληνικού κράτους να αποφύγουν συνειδητά, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, την ευθεία πολεμική αναμέτρηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία: το ανισοζύγιο της ισχύος ήταν συντριπτικό σε βάρος της Ελλάδας, κάτι που διαπιστώθηκε με τρόπο επώδυνο στην πρώτη ευκαιρία, στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Έτσι, η δράση άτακτων, οι οποίοι συνήθως στρατολογούνταν από τις τάξεις των ληστών της υπαίθρου, με σκοπό την υποκίνηση εξεγέρσεων στις κατά περίπτωση διεκδικούμενες περιοχές, θα αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής αλυτρωτικής πολιτικής. Ο ερμαφροδιτισμός της επίσημης κρατικής ουδετερότητας και της ταυτόχρονης ανεπίσημης έμμεσης εμπλοκής σε εχθροπραξίες υπήρξε συστατικό στοιχείο αυτής της πολιτικής. Συμπληρωματικά, αλλά συνήθως καταστροφικά, λειτουργούσαν οι πρωτοβουλίες –κατά τεκμήριο ανεξέλεγκτες– μυστικών υπερπατριωτικών εταιρειών.
Ο δεύτερος λόγος που επέβαλε την αποχή από πολεμικές περιπέτειες κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ήταν οι διεθνείς περιορισμοί. Η επίδραση γεωγραφικών παραμέτρων ήταν καθοριστική. Λόγω της θέσης και του σχήματός της, η Ελλάδα βρισκόταν μονίμως εκτεθειμένη στις πιέσεις της μείζονας Δύναμης που έλεγχε ναυτικά την ανατολική Μεσόγειο, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Η συγκέντρωση μέγιστου μέρους του πληθυσμιακού και παραγωγικού δυναμικού της χώρας σε παραθαλάσσιες περιοχές, σε συνδυασμό με την εξάρτηση από τις θαλάσσιες συγκοινωνίες για την εισαγωγή και την εξαγωγή αγαθών, σήμαιναν ότι η επιβολή ναυτικού αποκλεισμού απειλούσε να παραλύσει πλήρως τη χώρα. Κατά συνέπεια, η πολιτική της Αθήνας ήταν πρακτικά αδύνατο να εναντιωθεί σε εκείνη του Λονδίνου, όπως κατ’ επανάληψη αποδείχθηκε από τον Κριμαϊκό μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το αντίδοτο στην αδυναμία της Ελλάδας να επιβάλει μονομερώς τη θέλησή της δεν ήταν άλλο από την αναζήτηση ερεισμάτων σε περιφερειακή και ευρύτερη διεθνή κλίμακα. Μόνο μέσα από τη σύμπλευση των ελληνικών συμφερόντων με εκείνα γειτονικών κρατών ή Μεγάλων Δυνάμεων ήταν δυνατό να ευοδωθούν έστω ορισμένες από τις αλυτρωτικές της επιδιώξεις. Η ένταξη σε συνασπισμούς ήταν μονόδρομος. Όσες φορές ακολουθήθηκε, η ελληνική πλευρά βγήκε πολλαπλά ωφελημένη: αυτό συνέβη στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντίθετα, όταν η χώρα απομονωνόταν, τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια, είτε επρόκειτο για τον Κριμαϊκό Πόλεμο, είτε για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, είτε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αυτή η αυτονόητη αλήθεια επιβεβαιώθηκε και αργότερα: θετικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρνητικά το 1974 στην Κύπρο.
Αν κάτι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο διαστρέβλωνε την αντίληψη της κοινής γνώμης, αλλά ενίοτε και των πολιτικών ηγεσιών, σχετικά με την πορεία που έπρεπε να ακολουθηθεί, ήταν η παρόρμηση και η αδυναμία ρεαλιστικής στάθμισης των εκάστοτε δεδομένων. Επιβαρυντικό στοιχείο συνιστούσε η παραμορφωτική παρεμβολή της απόδοσης της συμπεριφοράς τρίτων χωρών, και ιδιαίτερα των Μεγάλων Δυνάμεων, σε δήθεν «φιλελληνικά» ή «ανθελληνικά» κίνητρα. Αυτή η προσέγγιση παραγνώριζε τον θεμελιώδη κανόνα ότι η εξωτερική πολιτική των κρατών στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην προσπάθεια εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Η ικανότητα της Αθήνας να συντονίζει τις δικές της επιδιώξεις με εκείνες άλλων κυβερνήσεων ήταν που καθιστούσε εφικτή την επίτευξη των ελληνικών στόχων. Ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες ιδεολογικοί ή ακόμα και συναισθηματικοί παράγοντες παρεισέφρεαν, η τελική απόφαση λαμβανόταν σε συνδυασμό με την επιδίωξη προώθησης των κατά περίπτωση εθνικών συμφερόντων των εμπλεκόμενων κυβερνήσεων, όπως τα αντιλαμβάνονταν οι επικεφαλής τους.
Στον αντίποδα, μια εξίσου διαστρεβλωτική θεώρηση ήταν εκείνη που απέδιδε στις Μεγάλες Δυνάμεις την αποκλειστική «ευθύνη» για όλα τα μείζονα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της Ελλάδας. Η παρέμβαση τους, βέβαια, ήταν πράγματι σημαντική. Όμως δεν συνέβαινε «εν κενώ», αλλά μέσα στο πλαίσιο των ελληνικών ισορροπιών: τις επηρέαζε, αλλά και επηρεαζόταν –τόσο ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο, όσο και ως προς το αποτέλεσμα– από αυτές. Ανεξάρτητα, εξάλλου, από τη στάση που τηρούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι αντιπαλότητες των ελληνικών πολιτικών ηγεσιών προσδιορίζονταν από τη σύγκρουση των ενδοελληνικών συμφερόντων, τα οποία αυτές οι ηγεσίες εξέφραζαν και υπηρετούσαν.
Σε τελική ανάλυση, η ίδια η Μεγάλη Ιδέα δεν ήταν αποκλειστικά μία πρόταση εξωτερικής πολιτικής˙ ήταν εξίσου μία πρόταση εσωτερικής πολιτικής. Η αλληλεξάρτηση των δύο παραμέτρων ήταν απόλυτη. Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες αναλαμβάνονταν με γνώμονα και την απήχηση και τις επιπτώσεις τους στο εσωτερικό, ενώ ταυτόχρονα η εσωτερική πολιτική χαρασσόταν και ασκούνταν λαμβάνοντας πρωταρχικά υπόψη την προώθηση των αλυτρωτικών στόχων της Ελλάδας. Η διάκριση του ενός στοιχείου από το άλλο ήταν αδύνατη διότι το ένα τροφοδοτούσε το άλλο. Ο χωρισμός τους μπορούσε να επέλθει μόνο με τρόπο βίαιο και δραματικό, όπως συνέβη ως αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, η οποία έκλεισε έναν κύκλο που είχε ανοίξει σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα.
Απόσπασμα από το βιβλίο του κ. Αντώνη Κλάψη, Επίκουρου Καθηγητή Πολιτικής και Διπλωματικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου, «Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923» Εκδόσεις Πεδίο.