Από τo 2009 είχε σχεδιάσει η ΕΚΤ, το καθεστώς οικονομικής ασφυξίας που ζούμε για εξαναγκασμό εξόδου από την Ευρωζώνη

Από τo 2009 είχε σχεδιάσει η ΕΚΤ, το καθεστώς οικονομικής ασφυξίας που ζούμε για εξαναγκασμό εξόδου από την Ευρωζώνη
|
Open Image Modal
(AP Photo/Geert Vanden Wijngaert)
ASSOCIATED PRESS

Στην Ελλάδα του 2015, οι Έλληνες βιώνουν έναν Γολγοθά. Αβεβαιότητα για το μέλλον ακόμα και για το σήμερα. Οι ουρές στις τράπεζες καθημερινές, και ο φόβος για κούρεμα καταθέσεων και άλλα δεινά. Και αυτό που βιώνουμε σήμερα είχε γραφτεί σε κάποια χαρτιά από το Δεκέμβριο του 2009 και μάλιστα η μελέτη είχε ζητηθεί από τον τότε διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν Κλον Τρισέ, στον Έλληνα νομικό σύμβουλο Φοίβο Αθανασίου.

Και τότε η Ελλάδα, ήταν πρωτοσέλιδο του διεθνούς τύπου για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Είχαν προηγηθεί εκλογές, ο Γιώργος Παπανδρέου, από τον Οκτώβριο του 2009 είχε διαδεχθεί στην πρωθυπουργία τον Κώστα Καραμανλή, υποσχόμενος λύσεις στα οικονομικά αδιέξοδα. Μάλιστα ο Γιώργος Παπανδρέου είχε ξεκινήσεις επαφές με τους ηγέτες της Ευρωζώνης, ζητώντας βοήθεια και προσπαθώντας να αποφευχθεί η προσφυγή στο ΔΝΤ.

Ο Ζαν Κλοντ Τρισέ παρήγγειλε τη μελέτη για το πώς μπορεί να υπάρξει διαδικασία αποχώρησης ή αποβολής ενός κράτους - μέλους από την Ευρωζώνη , όχι λόγω της οικονομική κρίσης στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, που επηρεάστηκαν από τη διεθνή ύφεση, αλλά λόγω της υιοθέτησης της Συνθήκης της Λισαβόνας από τα 27 κράτη-μέλη, καθώς σε αυτή περιγράφεται, για πρώτη φορά, η δυνατότητα αποχώρησης από την Ε.Ε.

Συγκεκριμένα αναφέρεται στο άρθρο 50 της ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ε., όπου προβλέπεται ότι «κάθε κράτος - μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες».

Σύμφωνα με την μελέτη του κ. Αθανασίου, «Πριν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας η αποχώρηση ήταν δυνατή μόνο μέσω συμφωνίας που θα ενέκριναν όλα τα κράτη-μέλη. Μοναδική φορά που το θέμα έχει ανακύψει ως ρεαλιστικό ενδεχόμενο ήταν η περίπτωση του δημοψηφίσματος στη Βρετανία το 1975, όταν η κυβέρνηση των Εργατικών ζήτησε από τους πολίτες να εγκρίνουν την παραμονή της χώρας στην τότε ΕΟΚ (η Βρετανία είχε ενταχθεί το 1973, υπό κυβέρνηση Συντηρητικών). Οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ της παραμονής και έκτοτε το πρόβλημα δεν έχει ανακύψει ξανά με ρεαλιστικό τρόπο.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας, όμως, όχι μόνο αναφέρεται στο ενδεχόμενο αποχώρησης, αλλά περιγράφει και τη διαδικασία. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράγραφος μετά την περιγραφή της διαδικασίας αποχώρησης ενός κράτους - μέλους όπου αναφέρεται ότι «οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2». Από την διατύπωση αυτή ο νομικός σύμβουλος της ΕΚΤ συμπεραίνει ότι η αποχώρηση από την Ε.Ε. δεν προϋποθέτει καν τη σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων μελών - δύο χρόνια μετά την ανακοίνωση της πρόθεσης για αποχώρηση, το κράτος παύει να είναι μέλος της Ε.Ε.

Σε όλα τα παραπάνω ο λόγος γίνεται για τη συμμετοχή συνολικά στην Ε.Ε. και όχι συγκεκριμένα στην τελική φάση της ΟΝΕ (Ευρωζώνη). Στη Συνθήκη της Λισαβόνας δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη για το τελευταίο. Παραθέτοντας σειρά νομικών επιχειρημάτων, ο κ. Αθανασσίου υποστηρίζει ότι «ο μόνος τρόπος για να αποχωρήσει ένα κράτος από την ΟΝΕ είναι να αποχωρήσει από την Ε.Ε.». Η Ελλάδα, δηλαδή, για να πάψει να είναι μέλος της Ευρωζώνης θα πρέπει να επιλέξει να αποχωρήσει από την Ε.Ε. (δεν μπορεί καν να επιλέξει να αποχωρήσει μόνο από την Ευρωζώνη).

Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι, ακόμα και αν ένα κράτος - μέλος εγκαταλείψει την Ευρωζώνη και την Ε.Ε., μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το ευρώ, ακριβώς όπως πράττουν διάφορα κράτη που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Κόσοβο, Μαυροβούνιο, Βατικανό κ.ά.). Επισήμως τα κοινοτικά όργανα αποθαρρύνουν μια τέτοια πρακτική, αλλά δεν μπορούν να απαγορεύσουν σε ένα ανεξάρτητο κράτος να αγοράζει ευρώ από την αγορά και να τα αποδέχεται είτε ως εναλλακτικό είτε και ως βασικό μέσο συναλλαγών στην οικονομία του.

Σύμφωνα με αυτή, είναι αδύνατο να βγει μια χώρα από το κοινό νόμισμα λόγω της ευρωπαϊκής συνθήκης που δεν προβλέπει κάτι τέτοιο (αμετάκλητη απόφαση η συμμετοχή στο κοινό νόμισμα) και πάντως μια τέτοια προσπάθεια είτε των Βρυξελλών να απωθήσουν σε έξωση, είτε μιας χώρας που επιδιώκει να εγκαταλείψει το ευρώ, συνιστά αντίθετη στάση με το σύνολο των δεσμεύσεων συμμετοχής στην ΕΕ.

Κάτι που σημαίνει ότι εάν επιχειρηθεί ποτέ κάτι τέτοιο, η χώρα που θα αποχωρήσει από το νόμισμα, θα αποχωρήσει και από την ΕΕ συνολικά.

Στη γνωμοδότηση του Έλληνα νομικού της ECB δεν αναφέρεται κανένα σενάριο ή προϋπόθεση για να φύγει μια χώρα από το ευρώ, αν και μελετήθηκε διεξοδικά από τον ίδιο και την υπηρεσία της κεντρικής Τράπεζας. Λόγω παντελούς απουσίας ποινολογίου για την αποβολή χώρας, το μόνο που θα μπορούσε να ωθήσει μια χώρα στην οικειοθελής αποχώρηση, θα ήταν να σταματήσει η ΕΚΤ τη ροή χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό θα σήμαινε ότι το ευρώ που θα κυκλοφορούσε δεν θα έφτανε για τις βασικές ανάγκες και η χώρα θα πιεζόταν να τυπώσει δικό της νόμισμα. Αρχικά στη μορφή IOU.

Εν συνεχεία, λόγοι πληθωρισμού και κινήσεις αυτοσυντήρησης θα ανάγκαζαν τη χώρα αυτή να επιδιώξει να δημιουργήσει δικό της νόμισμα και να προχωρήσει σε συναλλαγές με τρίτες χώρες, και όπου είναι ανοιχτές για αυτήν, οι αγορές. Για να ξεπεράσει τις κλειστές ευρωπαϊκές αγορές και τις συνθήκες που τη δεσμεύουν, είναι αναγκασμένη η χώρα του σεναρίου να αποχωρήσει συνολικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κάτι σαν αυτό που ζούμε σήμερα δηλαδή....