Στην παρούσα συγκυρία, η διεθνής πολιτική κυριαρχείται από το βορειοκορεατικό ζήτημα και την περαιτέρω ανάπτυξη του πυρηνικού και πυραυλικού προγράμματος της Πιονγιάνγκ, κατάσταση που ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας, επενεργώντας αρνητικά και στην διεθνή τάξη. Στα καθ' ημάς, η πρόθεση της Τουρκίας να προμηθευτεί το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S400 εγείρει μία σειρά ζητημάτων, τα οποία αφορούν τόσο τον διμερή καταμερισμό ισχύος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, όσο και τις συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας στα πλαίσια της ατλαντικής συμμαχίας. Η απόκτηση του συγκεκριμένου οπλικού συστήματος θα προκαλέσει αντιδράσεις σε πολιτικό, διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο.
Η αγορά εκ μέρους της Τουρκίας των αντιαεροπορικών-αντιβαλλιστικών πυραύλων S 400 προφανώς αλλάζει την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή του Αιγαίου και του χώρου μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου. Μέχρι τώρα η Τουρκία δεν διαθέτει, άξιο λόγου, αντιαεροπορικό σύστημα μεγάλου βεληνεκούς, γεγονός που διευκολύνει τους ελληνικούς αεροπορικούς σχεδιασμούς. Πριν συνεχίσουμε την ανάλυση θα ήταν χρήσιμο να αποσαφηνίσουμε ότι δεν υπάρχουν αμιγώς αμυντικά και αμιγώς επιθετικά όπλα, οι πολιτικές στοχεύσεις και οι ακόλουθες στρατιωτικές επιλογές κάθε κράτους προσδιορίζουν τον ρόλο ενός οπλικού συστήματος. Ενδεχομένως, να ισχυριστούν ορισμένοι ότι ένα αντιαεροπορικό σύστημα είναι αμυντικής φύσεως και ως εκ τούτου δεν απειλεί έναν τρίτο δρώντα, παρά μόνον αν αυτός θέλει να επιτεθεί στο εξοπλιζόμενο κράτος. Εφ' όσον η Ελλάδα δεν έχει επιθετικές βλέψεις έναντι της Τουρκίας, η εν λόγω προμήθεια δεν συνιστά απειλή.
Η συγκεκριμένη απόφανση στερείται στοιχειώδους στρατηγικής λογικής, πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε σε ένα διακηρυγμένα αναθεωρητικό κράτος, όπως η Τουρκία. Τα κράτη αποκτούν στρατιωτικές ικανότητες πρωτίστως για να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα να τους επιτεθεί ένα άλλο κράτος, δηλαδή για να μειώσουν την αμυντική τους τρωτότητα. Η δυνατότητα ενός κράτους να αμυνθεί επιτυχώς στην επιθετική ή αντεπιθετική ενέργεια ενός άλλου κράτους προφανώς του προσδίδει μεγαλύτερες πιθανότητες μιας επιτυχημένης δικής του επιθετικής δράσης. Ακολούθως και συναφώς, ακόμη και για ένα μη αναθεωρητικό κράτος, όπως η Ελλάδα, αποτελεί βασική προϋπόθεση της αποτρεπτικής του στρατηγικής η ύπαρξη επιθετικών δυνατοτήτων. Προ εικοσαετίας, η Τουρκία αντέδρασε μανιωδώς και τελικά απέτρεψε την εγκατάσταση των αντιαεροπορικών συστημάτων S 300 στην Κύπρο γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, να μην απειληθούν οι επιθετικές της δυνατότητες στον κυπριακό χώρο. Επίσης το Ισραήλ προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να ματαιώσει την πώληση S 300 στο Ιράν.
Εν ολίγοις, η απόφαση της Άγκυρας για την απόκτηση του συγκεκριμένου οπλικού συστήματος περιορίζει τις (αντ)επιθετικές δυνατότητες της Ελλάδος, αυξάνει την τρωτότητά της και εξασθενεί την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική. Αν συνυπολογίσουμε την φρασεολογία της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας, το μέγεθος των στρατιωτικών ικανοτήτων της γείτονος καθώς και τα υπόλοιπα εν εξελίξει εξοπλιστικά της προγράμματα, αποτυπώνονται ευκρινώς οι στοχεύσεις της Άγκυρας. Τα προαναφερθέντα θα ίσχυαν ακόμη κι αν η Τουρκία επέλεγε ένα νατοϊκό αντιαεροπορικό σύστημα.Η επιλογή ενός μη νατοϊκού αντιαεροπορικού συστήματος δηλοί την τουρκική επιθυμία μίας περαιτέρω αυτονόμησης από την ατλαντική συμμαχία και την απόκτηση μεγαλύτερης ελευθερίας κινήσεων στον στρατιωτικό τομέα. Φυσικά η ύπαρξη στο ελληνικό οπλοστάσιο των, μη παραδοθέντων στην Κύπρο, S 300, εξέλιξη των οποίων είναι οι S 400, παρέχει στους Έλληνες επιτελείς μία σχετική γνώση για το νεώτερο και ικανότερο οπλικό σύστημα.
Η τουρκική κυβέρνηση μάλλον έχει παγιδευτεί σε μία εξόχως δύσκολη κατάσταση, αν ολοκληρώσει την αγορά των ρωσικών πυραύλων θα ενισχύσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες, αλλά πολύ δύσκολα θα αποφύγει τα αντίμετρα της Δύσης.
Αναμφίβολα η εισαγωγή ενός τέτοιου συστήματος διαφοροποιεί υπέρ της Τουρκίας τις δυνατότητες της στον αεροπορικό και ακολούθως στον ναυτικό και χερσαίο αγώνα. Στο βαθμό που ολοκληρωθεί η αγορά των ρωσικών συστημάτων θα δημιουργήσει στην Άγκυρα προβλήματα στον διπλωματικό, πολιτικό και στρατιωτικό τομέα. Είναι βέβαιο ότι η περάτωση της συμφωνίας θα προκαλέσει την αντίδραση των συμμάχων της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και κυρίως θα υπάρξουν αντίποινα εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα επιχειρησιακά πλεονεκτήματά της θα περιοριστούν από τις αντιδράσεις του υπερατλαντικού συμμάχου˙ παραδείγματος χάριν την ματαίωση της παράδοσης των αεροσκαφών F35, τα οποία δυνητικά συνιστούν μεγαλύτερη απειλή για την Ελλάδα. Παρά την σημαντικότατη πρόοδο της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας παραμένει εξαρτημένη σε κρίσιμους τομείς από τους δυτικούς της συμμάχους, τόσο ως προς την συντήρηση των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων, όσο και στην ανάπτυξη νέων. Πολλά τουρκικά εξοπλιστικά προγράμματα χρησιμοποιούν εξαρτήματα δυτικών εταιρειών˙ ένα εμπάργκο όπλων από τα δυτικά κράτη στην καλύτερη, για την Τουρκία, περίπτωση θα καθυστερήσει την ολοκλήρωσή τους.
Το πιο σημαντικό κόστος μιας τέτοιας αγοράς θα είναι διπλωματικό και πολιτικό. Ήδη στους διαδρόμους του State Department και του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, οι φιλοτουρκικές φωνές δυσκολεύονται να βρουν ευήκοα ώτα , απόρροια της σαφώς αντιδυτικής ρητορικής και εν πολλοίς αντιτιθέμενης, προς ορισμένα αμερικανικά συμφέροντα, τουρκικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Συναφώς, η επιδείνωση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων συντείνει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Συγχρόνως, η Τουρκία βρίσκεται στα πρόθυρα διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, έχοντας τεταμένες σχέσεις με πολλά κράτη - μέλη και κυρίως την Γερμανία. Η έξοδος της Βρετανίας, διαπρύσιου υποστηρικτή της τουρκικής ένταξης, από την Κοινότητα και η προσέγγιση της Τουρκίας με την Ρωσική Ομοσπονδία θα υπονομεύσει έτι περαιτέρω την θέση της, λόγω της αντιρωσικής στάσης χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, εντός της ΕΕ.
Ταυτόχρονα η τουρκική οικονομία, παρά την αξιοσημείωτη ανάπτυξή της την τελευταία δεκαπενταετία συνέπεια και της έναρξης της ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ, παραμένει εξαρτώμενη, από την πρόσβαση στις δυτικές αγορές, προϊόντων και χρήματος, και ευάλωτη σε μία χρηματοπιστωτική ή νομισματική κρίση. Πιθανόν στο οικονομικό πεδίο να ληφθεί το πρώτο δυτικό μετρό σωφρονισμού προς τον Ερντογάν. Η επιδείνωση της τουρκικής οικονομίας θα έχει επιπτώσεις στην επιρροή του ΑΚΡ στην κοινωνία. Η τουρκική κυβέρνηση μάλλον έχει παγιδευτεί σε μία εξόχως δύσκολη κατάσταση, αν ολοκληρώσει την αγορά των ρωσικών πυραύλων θα ενισχύσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες, αλλά πολύ δύσκολα θα αποφύγει τα αντίμετρα της Δύσης. Αν την ύστατη ώρα υποχωρήσει στις δυτικές αντιλογίες θα τρωθεί η αξιοπιστία της προς την Μόσχα και θα φανεί ότι ο Τούρκος Πρόεδρος κάμφθηκε από τις δυτικές πιέσεις.
Για την Ελλάδα, η ολοκλήρωση της αγοράς των S 400 διαταράσσει, ως έναν βαθμό την ισορροπία ισχύος, λόγω ότι δυσκολεύει την τέλεση αεροπορικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η συγκεκριμένη αγορά είναι υπόμνηση των αναθεωρητικών στοχεύσεων στο βαθμό που σκοπεύει να ελαχιστοποιήσει τις επιθετικές και αντεπιθετικές δυνατότητες της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, υπονομεύοντας εν γένει την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική.