Ο σερίφης Νικ Κόρεϊ είναι άθλιος στη δουλειά του και το ξέρει. Δεν έχει καμία διάθεση να επιβάλει την τάξη, να λύσει τα προβλήματα και να συλλάβει παραβάτες και εγκληματίες, αφού γνωρίζει καλά πως κανείς στη μικρή κομητεία Ποτς δεν καίγεται να τηρήσει τον νόμο. Κι όμως, πολύ σύντομα ο Νικ θα έρθει αντιμέτωπος με μια μάλλον δυσάρεστη κατάσταση: δύο μαστροποί απειλούν να χαλάσουν την ήδη κατεστραμμένη φήμη του, η φιλενάδα του η Ροζ κακοποιείται από τον άντρα της και, το χειρότερο απ’ όλα, η γυναίκα του δεν λέει να τον αφήσει σε ησυχία.
Με τις εκλογές για την ανάδειξη σερίφη να πλησιάζουν, ο Νικ καλά θα κάνει να λύσει τα προβλήματά του αν θέλει να διατηρήσει το αξίωμά του. Γιατί, όπως και να το κάνεις, είναι μια δουλειά με πλεονεκτήματα για κάποιον που ξέρει να τα εκμεταλλευτεί.
Το κλασικό «POP. 1280» (1964), από τον μετρ του «σκληροτράχηλου» αστυνομικού μυθιστορήματος, Τζιμ Τόμσον κυκλοφορεί σε ένα έκδοση, νέα μετάφραση και με ένα τρελά ποπ εξώφυλλο (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Κίκα Κραμβουσάνου).
Ο Τόμσον γεννήθηκε στο Αναντάρκο της Οκλαχόμα το 1906 (ο πατέρας του ήταν σερίφης στην κομητεία Κάντο), ξεκίνησε να γράφει διηγήματα στην εφηβεία του, έκανε διάφορες -περισσότερες ή λιγότερο νόμιμες- δουλειές κατά την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, ξεπέρασε γρήγορα έναν νευρικό κλονισμό οφειλόμενο κυρίως στις καταχρήσεις και στις αρχές της δεκαετίας του ’50 έφτασε να «κυριαρχήσει» στην αγορά της pulp fiction λογοτεχνίας, με την έκδοση δεκάδων τίτλων σε διάστημα λίγων ετών.
Η ανατρεπτική πλοκή των ιστοριών του ευνόησε τη μεταφορά αρκετών βιβλίων του στη μεγάλη οθόνη, αλλά μόνο μετά τον θάνατό του αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγάλους Αμερικανούς συγγραφείς των μέσων του 20ού αιώνα.
To «POP. 1280» είχε ακουστεί και ως πιθανό πρότζεκτ του Γιώργου Λάνθιμου, έναν χρόνο μετά την βραβευμένη «Ευνοούμενη».