Μόλις 20 λεπτά από τη στιγμή που ξέσπασε η φωτιά σε οικοπεδικό χώρο στο Νταού Πεντέλης χρειάστηκαν για να καταλάβουν οι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής ότι ο έλεγχος χάνεται και θα ζήσουν μία από τις δυσκολότερες ημέρες της ζωής τους.
Στελέχη του Π.Σ. που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις κατάσβεσης της φονικής πυρκαγιάς της 23ης Ιουλίου περιγράφουν στο «Έθνος της Κυριακής» πως χάθηκε η μάχη, που κατ′ αυτούς ήταν άνιση.
Η κακή ημέρα είχε φανεί από το... πρωί. Στις 12.03 ξέσπασε η πρώτη μεγάλη φωτιά στην Κινέτα. Η ηγεσία της Πυροσβεστικής θεωρώντας ότι επρόκειτο για ένα πολύ επικίνδυνο μέτωπο επιστράτευσε πολύ σημαντικές δυνάμεις, χερσαίες και εναέριες. Οι άνεμοι έπνεαν με κατεύθυνση τις εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών της Motor Oil. Σε περίπτωση που οι φλόγες έφταναν εκεί, όπως λένε πυροσβέστες, η χώρα θα απειλούνταν με μία τραγωδία χωρίς προηγούμενο. Έτσι, οι πυροσβεστικές δυνάμεις στη δυτική Αττική ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο. Μιλώντας με τη ψυχραιμία που τους παρέχει η απόσταση πολλών ημερών από τη δραματική εκείνη ημέρα, παράγοντες της Πυροσβεστικής επισημαίνουν ότι στην Κινέτα υπήρξαν 12 εστίες φωτιάς, στοιχείο ιδιαίτερα σοβαρό για να θεωρήσει κάποιος ότι επρόκειτο για σχέδιο εμπρηστών.
Στις 16.49 εκδηλώθηκε η μοιραία φωτιά σε οικοπεδικό χώρο στο Νταού Πεντέλης από πολίτη που επιχείρησε να κάψει κλαδιά. Στις 17.10 το μέτωπο άρχισε να δείχνει ότι φεύγει από την περιοχή και στις 17.20 ήταν σαφές ότι είναι εκτός ελέγχου. Στο σημείο έπνεαν ισχυροί δυτικοί άνεμοι. Λόγω της πυρκαγιάς στην Κινέτα, οι πυροσβεστικές δυνάμεις την πρώτη μισή ώρα στο Νταού ήταν μικρής ισχύος. Ίσως αυτό ήταν και το στοιχείο-κλειδί. Αν στο Νταού, όπου είχε ανακοινωθεί από την προηγούμενη ημέρα κατηγορία κινδύνου τέσσερα, υπήρχαν προληπτικά οι προβλεπόμενες δυνάμεις, ίσως και να είχε περιοριστεί εκεί η πυρκαγιά πριν κατευθυνθεί προς κατοικημένες περιοχές.
Πηγές από το Π.Σ. εξηγούν ότι ο επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων ενημέρωσε τα όργανα πολιτικής προστασίας, την Περιφέρεια και το Δήμο, χωρίς όμως να υπάρξει σχέδιο εκκένωσης. Όταν η φωτιά άρχισε να κατηφορίζει την πλαγιά, τότε αναπτύχθηκαν ριπές ανέμου των 10 μποφόρ, ενώ οι φλόγες επεκτείνονταν από τις κορυφές των δέντρων (σε ύψος 40 μέτρων) με ταχύτητα 120 χιλιομέτρων την ώρα. Αρμόδιες πηγές διευκρινίζουν ότι η ταχύτητα εξάπλωσης της πυρκαγιάς στο κατηφορικό έδαφος ενδεχομένως να περιοριζόταν αν συνέδραμαν εγκαίρως ισχυρότερες δυνάμεις.
Όταν λίγο μετά τις 17.00 οι επικεφαλής αξιωματικοί αντιλήφθηκαν ότι η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, τότε δόθηκαν εντολές σε υδροφόρα οχήματα να φύγουν από την Κινέτα και να κατευθυνθούν στην ανατολική Αττική. Η διαδικασία αυτή, ωστόσο, για ένα βαρύ όχημα με δέκα τόνους νερού απαιτεί περίπου μιάμιση ώρα. Πυροσβέστες προσθέτουν στο «Έθνος της Κυριακής» ένα ακόμα πρόβλημα που υπήρξε τις δραματικές εκείνες στιγμές. Κάποια από τα πυροσβεστικά αεροσκάφη αντιμετώπισαν πρόβλημα υπερθέρμανσης. Άλλωστε αρκετά από τα Καναντέρ είναι τύπου CL-215, τα οποία «μετρούν» 40 χρόνια επιχειρήσεων και χαρακτηρίζονται «γερασμένα».
Οι επιχειρήσεις από αέρος ήταν ιδιαίτερα σημαντικές αφότου «κατηφόρισε» η φωτιά προς Βουτζά και Μάτι, καθώς οι χερσαίες δυνάμεις ήταν δύσκολο να ανακόψουν κατά μέτωπο τη κάθοδο, καθώς ήταν πολύ πιθανό να καούν ζωντανοί οι πυροσβέστες που θα το επιχειρούσαν. Αξιωματικός με εμπειρία πολλών ετών δηλώνει χαρακτηριστικά ότι από ένα σημείο και μετά η μάχη ήταν άνιση.
Το τηλεφωνικό κέντρο της Πυροσβεστικής δεχόταν τις ώρες εκείνες χιλιάδες κλήσεις από πολίτες στο «199» με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να υπάρξει σε όλες ανταπόκριση. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν αστυνομικοί επιχείρησαν από το επιχειρησιακό κέντρο της ΓΑΔΑ να επικοινωνήσουν με το «199» δεν το κατάφεραν. Την ίδια υπερφόρτωση έπαθε και το τηλεφωνικό κέντρο του «100».
Όταν το πύρινο μέτωπο έφτασε στο Μάτι -και εν μέσω πολύ ισχυρών ανέμων- ξέσπασε και η τρίτη μεγάλη πυρκαγιά της ημέρας. Το επιχειρησιακό κέντρο ειδοποιήθηκε στις 18.57 για εστία κοντά σε σπίτια στην περιοχή Πανόραμα, που βρίσκεται στον πολύπαθο Κάλαμο. Εκεί κινητοποιήθηκαν 16 πυροσβέστες με οχτώ οχήματα. Το μέτωπο τέθηκε υπό έλεγχο, πριν ξεφύγει από τον έλεγχο. Στο μεταξύ, στο Μάτι οι Αρχές είχαν αρχίσει ήδη να μετρούν νεκρούς.
«Είχαμε να αντιμετωπίσουμε μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν λάθη. Αυτό θα διερευνηθεί, όμως, από τη Δικαιοσύνη, η οποία θα αποδώσει και τις ευθύνες, αν αυτές υπάρχουν. Από εκεί και πέρα δεν ωφελεί κανέναν (και κυρίως το κοινωνικό σύνολο) να καταδικάσουμε αξιωματικούς, πριν από τη Δικαιοσύνη. Η αντιπυρική περίοδος συνεχίζεται και οι ίδιοι άνθρωποι μπορεί να κληθούν να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις. Αυτό πρέπει να το κάνουν με καθαρό μυαλό και όχι σκεπτόμενοι ότι μπορεί να τους ασκηθούν διώξεις. Μη ξεχνάτε πόσο δύσκολοι μήνες είναι διαχρονικά για την Πυροσβεστική ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος», καταλήγει πηγή από το Π.Σ.
Πηγή: Έθνος