Την περασμένη Τετάρτη (29.01.2025), υπερψηφίστηκε με οριακή πλειοψηφία στην γερμανική βουλή το ψήφισμα που έφεραν οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) για αυστηροποίηση της πολιτικής ασύλου. Οι ψήφοι που έλειπαν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προήλθαν από το κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP) και την «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD). Το ψήφισμα δεν ήταν δεσμευτικό, δηλαδή δεν αποτελούσε νομοθετική πρόταση με την πραγματική έννοια του όρου, αλλά μια συμβολική και πολιτική πρόταση. Ήταν η πρώτη φορά στη μεταπολεμική κοινοβουλευτική ιστορία της Γερμανίας που κατέστησαν αναγκαίοι οι ψήφοι ενός ακροδεξιού κόμματος για να περάσει ένα ψήφισμα.
Στην ψηφοφορία που ακολούθησε την Παρασκευή (31.01.2025) πάνω στο σχέδιο νόμο η απαραίτητη πλειοψηφία δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί. Υπέρ ψήφισαν βουλευτές των τριών προαναφερθέντων κομμάτων, αλλά και του κόμματος της Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW), οι διαρροές όμως που υπήρχαν από το CDU και το FDP ήταν ικανές, ώστε να εμποδίσουν την υπερψήφιση του νομοσχεδίου. Μπορεί αυτό να μην πέρασε εν τέλει, τα μηνύματα όμως τρεις εβδομάδες πριν τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου είχαν δοθεί. Το βασικότερο εξ αυτών όμως, το Brandmauer έπεσε.
Τί συμβολίζει όμως ο όρος Brandmauer στην γερμανική πολιτική σκηνή; Η λέξη αυτολεξεί μπορεί να μεταφραστεί ως τείχος προστασίας ενός κτηρίου που αποτρέπει την εξάπλωση μίας πυρκαγιάς και χρησιμοποιείται στην γερμανική πολιτική ως την άρνηση οποιασδήποτε σύνταξης με ακραία κόμματα (τα τελευταία χρόνια συγκεκριμένα το AfD, αλλά για το CDU και η Αριστερά) σε κοινά ψηφίσματα σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων, ακόμα και αν οι θέσεις τους σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα ταυτίζονται. Τα τελευταία χρόνια με την γιγάντωση των ποσοστών του AfD στην Ανατολική Γερμανία η πρακτική αυτή κατέστη στην ουσία ανέφικτη σε δήμους και κρατίδια, δημιουργώντας και τα πρώτα ρήγματα στο «τείχος». Σε εθνικό επίπεδο όμως αυτό αποτελούσε μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα μία από της σημαντικότερες κόκκινες γραμμές την γερμανικής πολιτικής.
Σημαντικό είναι σε αυτό το σημείο να θυμίσουμε ότι από τον περασμένο Νοέμβριο, μετά την παύση του υπουργού Οικονομικών και προέδρου του FDP Κρίστιαν Λίντνερ, ο Όλαφ Σολτς ηγείται κυβέρνησης μειοψηφίας αποτελούμενη από τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους. Αυτό έχει δώσει στους Χριστιανοδημοκράτες -ως δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη- και τον αρχηγό τους Φρίντριχ Μερτς την δυνατότητα να διαδραματίζουν έναν πιο ενεργό ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας μέχρι της εκλογές και να δείχνουν τις προθέσεις τους για την επόμενη μέρα.
Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις ο Μερτς και το CDU θα είναι οι νικητές των εκλογών και θα ηγηθούν των διαδικασιών σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Μία συγκυβέρνηση με το AfD φαντάζει ακόμα απίθανη. Η κίνησή του να φέρει το προαναφερθέν ψήφισμα είχε ως στόχο να δείξει στο SPD και τους Πράσινους[1] ότι πλέον έχει μπει ταφόπλακα στην πολιτική κληρονομιά της Μέρκελ[2] και να θέσει από τώρα τους δικούς του όρους για την επόμενη μέρα των εκλογών. Η Μέρκελ είναι πάντως ο λόγος για το οποίο η πρόταση του νομοσχεδίου δεν πέρασε, καθώς την Πέμπτη πριν από το τελικό ψήφισμα αποδοκίμασε ανοιχτά την επιλογή Μερτς και έδωσε πάτημα ώστε να υπάρξουν διαρροές στο CDU και εν τέλει αυτό να αποτύχει. Παρόλα αυτά η επιρροή (ιδεολογική και πρακτική) της όλο και συρρικνώνεται και αυτό φάνηκε και στο προεκλογικό συνέδριο του κόμματος που ακολούθησε λίγες μέρες μετά το ψήφισμα.
Από την άλλη μεριά το AfD έσπευσε να επικοινωνήσει ως δική του νίκη την υπερψήφιση του πρώτου μη δεσμευτικού ψηφίσματος για τα θέματα ασύλου. Η γραμμή του κόμματος είναι ότι αυτό πλέον διαθέτει την δύναμη να θέτει τα θέματα της πολιτικής ατζέντας και να διαμορφώνει έστω και έμμεσα την πολιτική στην Γερμανία. Κι αυτό με το ποσοστό του στις προηγούμενες εκλογές να είναι 10,4%, το οποίο αναμένεται να διπλασιαστεί τους στις επόμενες εκλογές σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.
Κάτι παραπάνω από δύο εβδομάδες πριν τις εκλογές φαίνεται πως η μετεκλογική εικόνα έχει σε κάποιο βαθμό διαμορφωθεί, ιδίως σε ότι αφορά τις πρώτες θέσεις. Στις δημοσκοπήσεις το CDU συγκεντρώνει 29-31%, το AfD έρχεται δεύτερο με 20-22% και το SPD (15-17%) έχει ένα μικρό προβάδισμα έναντι των Πρασίνων (14-15%). Το μόνο ερωτηματικό που απομένει είναι το αποτέλεσμα της μάχης που θα δοθεί για την είσοδο στην βουλή, με το όριο να είναι στο 5%. Στην κόψη του ξυραφιού είναι αυτή την στιγμή τρία κόμματα: το BSW (4-6%, με καθοδική τάση), η Αριστερά (4-5% με ανοδική τάση) και οι Φιλελεύθεροι (4-4.5%). Η είσοδος ή μη των τριών αυτών κομμάτων στη βουλή θα μπορούσε να επηρεάσει τους δυνατούς σχηματισμούς κυβέρνησης, ενδεχομένως κάνοντάς αναγκαία τη συμμετοχή ενός τρίτου κόμματος στη συγκυβέρνηση της επόμενης μέρας.
Βιβλιογραφία:
[2]: https://www.dw.com/de/mit-afd-unions-antrag-zu-asyl-im-bundestag-angenommen/a-71447482
[3]: https://www.mdr.de/nachrichten/deutschland/politik/merz-cdu-afd-zustrombegrenzungsgesetz-ergebnis-abstimmung-100.html
[4]: https://www.stuttgarter-nachrichten.de/inhalt.brandmauer-bedeutung-politik-mhsd.887c01ab-a629-45f8-97fd-6b806c498a8d.html
[5]: https://www.wahlrecht.de/umfragen/
[1] Με βάση όλες τις δημοσκοπήσεις αυτά είναι και τα μόνα δύο κόμματα με τα οποία το CDU θα μπορούσε να σχηματίσει δικομματική κυβέρνηση συνεργασίας πλην του AfD.
[2] Η αμφισβήτηση της πολιτικής κληρονομιάς την Άνγκελα Μέρκελ είχε αρχίσει ήδη από τις πρώτες μέρες του τρικομματικού συνασπισμού (SPD, Πράσινοι και FDP) με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και έρχεται να ολοκληρωθεί τώρα από τον επί χρόνια εσωκομματικό της αντίπαλο.