Με τον στρατό του Ισραήλ να φαίνεται να ετοιμάζεται για χερσαία εισβολή στη Γάζα, πολλά είναι αυτά που λέγονται όσον αφορά στο τι ακριβώς θα συμβεί στο πλαίσιο μιας τέτοιας επιχείρησης. Η Λωρίδα της Γάζας είναι μια εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη (πάνω από 2,2 εκατομμύρια σε 365 τετραγωνικά χιλιόμετρα- η πόλη της Γάζας έχει σχεδόν 600.000 κατοίκους) περιοχή.
Σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για ένα αστικό περιβάλλον, και το αποκαλούμενο «urban warfare» (αστικός πόλεμος) θεωρείται εφιάλτης για κάθε επιτιθέμενο, καθώς προϋποθέτει σκληρό αγώνα σώμα με σώμα, δωμάτιο με δωμάτιο, εφόσον ουδείς μπορεί να γνωρίζει τι κρύβεται πίσω από την επόμενη γωνία- ενώ κατά κανόνα βαρύτατος είναι ο φόρος αίματος και για τους αμάχους που κατοικούν στις πόλεις οι οποίες μετατρέπονται σε πεδία μάχης.
Μεταξύ των πολύ χαρακτηριστικών παραδειγμάτων από την ιστορία είναι το Στάλινγκραντ, επί Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, και οι μάχες του Γκρόζνι (1994-1995 και 1999-2000) ενώ ως πιο πρόσφατα παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν ενδεχομένως η Μαριούπολη (όπου οι ρωσικές δυνάμεις επέλεξαν να ισοπεδώσουν πρακτικά την πόλη εξ αποστάσεως) και το Μπαχμούτ στην Ουκρανία.
Ωστόσο, ως η πλησιέστερη σύγκρουση ως «μοντέλο» σε αυτό που θα μπορούσε να ακολουθήσει στη Γάζα, από άποψης μεθοδολογίας και τύπου δυνάμεων (ένας δυτικού τύπου στρατός ενάντια σε μια δύναμη επί της ουσίας ατάκτων/ανταρτών σε πυκνό αστικό περιβάλλον στη Μέση Ανατολή) είναι μάλλον η δεύτερη μάχη της Φαλούτζα, στα τέλη του 2004- στο πλαίσιο του πολέμου στο Ιράκ. Από τη μια πλευρά ήταν δυνάμεις των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και της ιρακινής κυβέρνησης και από την άλλη δυνάμεις ανταρτών- πρακτικά μαχητές από κάθε αντάρτικη οργάνωση στο Ιράκ, ξένοι μουτζαχεντίν, πρώην μαχητές του καθεστώτος Σαντάμ κ.α.). Θεωρείται η πιο αιματηρή μάχη του πολέμου για τις αμερικανικές δυνάμεις.
Ακολουθεί μια παρουσίαση/ ανάλυση της δεύτερης μάχης της Φαλούτζα, με βάση στοιχεία από το Modern War Institute της Στρατιωτικής Ακαδημίας Γουέστ Πόιντ του στρατού των ΗΠΑ και το Marine Corps University και άλλες πηγές, με σκοπό να υπάρξει μια καλύτερη κατανόηση/ μέτρο σύγκρισης ως προς το τι προϋποθέτει μια τέτοιου τύπου επιχείρηση σε ένα τέτοιου είδους περιβάλλον.
Φαλούτζα
Η πόλη της Φαλούτζα βρίσκεται κοντά στον Ευφράτη, στην επαρχία αλ Άνμπαρ, 70 χλμ δυτικά της Βαγδάτης- μια πυκνοκατοικημένη πόλη με πληθυσμό 250.000-300.000 κατοίκους, έκτασης 25 τετραγωνικών χιλιομέτρων, με πάνω από 2.000 οικοδομικά τετράγωνα και πάνω από 50.000 κτίρια και κτίσματα.
Της επιχείρησης «Phantom Fury» είχε προηγηθεί η πρώτη μάχη της Φαλούτζα, που τερματίστηκε πρόωρα την 1η Μαΐου του 2004, με την πόλη να περνά σε μια νεοσχηματισθείσα ιρακινή μονάδα, την «Ταξιαρχία Φαλούτζα», η οποία ωστόσο αποδείχτηκε ανεπαρκής ως προς την αντιμετώπιση των ανταρτών. Τους επόμενους μήνες οι επιχειρήσεις των ανταρτών κλιμακώθηκαν, με πολλούς να συρρέουν στις τάξεις τους.
Η ιρακινή μεταβατική κυβέρνηση και ο συνασπισμός υπό τις ΗΠΑ αντιλήφθηκαν πως η Φαλούτζα, αν αφηνόταν έτσι, θα αποτελούσε «φωλιά» ανταρτών και τρομοκρατών- ως εκ τούτου, και δεδομένης της πολιτικής κατάστασης στο Ιράκ, ελήφθη η απόφαση για δεύτερη επίθεση στην πόλη.
Phantom Fury- al Fajir: Η προετοιμασία
Η επιχείρηση ονομάστηκε αρχικά Phantom Fury, μα μετά πήρε το όνομα al Fajir (αυγή στα αραβικά) για να τονιστεί ότι επρόκειτο για μια επιχείρηση που είχε εγκριθεί από την ιρακινή κυβέρνηση. Οι αντικειμενικοί σκοποί της ήταν αντίστοιχοι αυτών της πρώτης μάχης της Φαλούτζα: Εξουδετέρωση όλων των εχθρικών δυνάμεων, κατοχή ολόκληρης της πόλης, εκκαθάριση των εστιών ανταρτών και των πόρων στους οποίους βασίζονταν και η εξόντωση της απειλής του τζιχαντιστή ηγέτη Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουϊ.
Η 1η Μεραρχία Πεζοναυτών είχε τη διοίκηση της επιχείρησης, την οποία ανέλαβαν 13.500 στρατιώτες των ΗΠΑ και της Βρετανίας και 2.000 μέλη των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας, που υποστηρίζονταν από μη επανδρωμένα αεροσκάφη, πυροβολικό, επιθετικά ελικόπτερα, βαριά οπλισμένα αεροσκάφη αεροπορικής υποστήριξης (gunships) AC-130 και αεροσκάφη εγγύς υποστήριξης. Σε αυτό το σημείο, να αναφερθεί πως το Ισραήλ έχει μόνιμη δύναμη 170.000 στρατιωτικών και κινητοποίησε 360.000 εφέδρους.
Μονάδες της 2nd Brigade Combat Team και της 2ης Μεραρχίας Πεζικού του αμερικανικού στρατού, το 1ο Τάγμα του Συντάγματος Black Watch του βρετανικού στρατού και ιρακινές δυνάμεις ανέλαβαν να απομονώσουν την πόλη. Σε τέσσερα ιρακινά τάγματα ανατέθηκε να ακολουθούν τις αμερικανικές δυνάμεις και να εκκαθαρίζουν/ ασφαλίζουν τα κτίρια που παρέκαμπταν οι αμερικανικές μονάδες ενώ προωθούνταν.
Ως τον Νοέμβριο, οι αντάρτες μέσα στην πόλη είχαν φτάσει τους 3.000 (ως μέτρο σύγκρισης, να αναφερθεί πως το Ισραήλ εκτιμά τον αριθμό των μαχητών της Χαμάς γύρω στους 30.000). Μαχητές οργάνωναν τις άμυνές τους, τοποθετώντας εκατοντάδες αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, ανοίγοντας τρύπες σε τοίχους και αποκλείοντας πόρτες και σκεπές. Παράλληλα, έσκαβαν ορύγματα και σήραγγες κάτω από τα σπίτια, δημιουργώντας διαδρόμους για να μπορούν να κινούνται μεταξύ αποθεμάτων πυρομαχικών, όπλων κλπ. Θεωρούσαν ότι η επίθεση θα ερχόταν από νότια ή νοτιοανατολικά, οπότε συγκέντρωσαν την άμυνά τους εκεί.
Κατά τον σχεδιασμό, οι δυνάμεις του συνασπισμού μελέτησαν τα μαθήματα από την πρώτη μάχη. Ένα εξ αυτών ήταν πως μια επιτυχημένη επίθεση στην πόλη χρειαζόταν αρκετό χρόνο για συλλογή πληροφοριών, σχεδιασμό επιχείρησης, προετοιμασία και ανάπτυξη δυνάμεων- και για αυτό ο συνασπισμός περίμενε ως τον Νοέμβριο.
Ως αποτέλεσμα, η επιχείρηση Phantom Fury περιελάμβανε μια πολύ εκτενή προετοιμασία σε επίπεδο πληροφοριών όσον αφορά στο αστικό περιβάλλον. Σε αυτό το πλαίσιο εντοπίστηκαν οι συγκεντρώσεις δυνάμεων των ανταρτών, σταθμοί διοίκησης, σημεία ελέγχου, θέσεις πυρός, σημεία παρατήρησης, πιθανές θέσεις ελεύθερων σκοπευτών, αποθήκες όπλων κλπ, και οι πληροφορίες αυτές διοχετεύτηκαν στο σύνολο των δυνάμεων της επιχείρησης, από την κορυφή μέχρι τη βάση. Επίσης, υπήρξε προετοιμασία των δυνάμεων του στρατού και των πεζοναυτών των ΗΠΑ ώστε να μπορούν να συνεργάζονται στενά.
Πέραν αυτών, έλαβε χώρα επιχείρηση «shaping» (διαμόρφωσης), με σκοπό να πειστεί ο άμαχος πληθυσμός να εγκαταλείψει την πόλη και να παραπλανηθούν οι αντάρτες για την κατεύθυνση από την οποία θα ερχόταν η επίθεση. Στο πλαίσιο του σχεδίου παραπλάνησης ρίχνονταν φυλλάδια, φτιάχτηκε μια ψεύτικη στρατιωτική βάση, έγιναν «διερευνητικές» επιθέσεις στα περίχωρα της πόλης και άλλες ενέργειες για να συνεχίσει να πιστεύει ο εχθρός πως η επίθεση θα ερχόταν από τα νοτιοανατολικά.
Παράλληλα, υπήρξε σημαντική μέριμνα για την απόκτηση και διατήρηση υπεροχής στον τομέα της πληροφόρησης: Δεκάδες δημοσιογράφοι συνόδευαν τις μονάδες του συνασπισμού ενώ έλαβε χώρα μια μεγάλη εκστρατεία στα ΜΜΕ που έφερνε στο φως τη βία και τις αγριότητες από τους αντάρτες σε βάρος του πληθυσμού της Φαλούτζα και των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας- προτρέποντας τους αμάχους να φύγουν πριν τη μάχη.
Οι προσπάθειες αυτές ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχείς, καθώς μόνο 30.000 από τον αρχικό πληθυσμό παρέμεναν στην πόλη στην αρχή της μάχης. Αυτό είχε σκοπό να μειωθεί το ενδεχόμενο απωλειών στον άμαχο πληθυσμό, που θα οδηγούσε σε πολιτική πίεση για να τερματιστεί πρόωρα η επιχείρηση.
Οι δυνάμεις του συνασπισμού επίσης συγκέντρωσαν προμήθειες 15 ημερών (τρόφιμα, νερό, καύσιμα, πυρομαχικά) στην άκρη της πόλης έτσι ώστε να ανεφοδιάζονται γρήγορα τα στρατεύματα πρώτης γραμμής με τεθωρακισμένα οχήματα, τα οποία στην επιστροφή θα μετέφεραν τραυματίες. Ακόμη, στήθηκαν σημεία συντήρησης για τα οχήματα κοντά στην πόλη, ώστε να επιστρέφουν στη μάχη το συντομότερο δυνατόν.
Η μάχη
Οι πεζοναύτες άρχισαν την επίθεση το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου. Η Task Force Wolfpack (αμερικανικές δυνάμεις και ένα τάγμα κομάντος του ιρακινού στρατού) εισήλθαν στο δυτικό τμήμα της Φαλούτζα, ασφαλίζοντας το νοσοκομείο (είχε διαπιστωθεί πως οι αντάρτες το χρησιμοποιούσαν ως σταθμό διοίκησης) και δύο γέφυρες.
Στις 8 Νοεμβρίου έλαβε χώρα δωδεκάωρος βομβαρδισμός στο νότιο και το νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης, για να θεωρηθεί πως η επίθεση θα ερχόταν από εκεί. Επίσης, από την πρώτη μάχη της Φαλούτζα είχε διαπιστωθεί ότι ήταν λάθος να επιχειρείται αποκλεισμός της πόλης με σημεία ελέγχου που μπορούσαν να παρακαμφθούν εύκολα- αυτή τη φορά ο αποκλεισμός έγινε με μονάδες που κάλυπταν μεγάλα τμήματα της εξωτερικής περιμέτρου, είτε με την παρουσία τους είτε μέσω πεδίων πυρός.
Αμερικανικές δυνάμεις απεστάλησαν επίσης στα σύνορα με τη Συρία για να κλείσουν πιθανά σημεία εισόδου ξένων μαχητών που θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να ενισχύσουν τους αντάρτες. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ο πλήρης αποκλεισμός των ανταρτών στην πόλη.
Οι συμμαχικές δυνάμεις επιτέθηκαν από τον βορρά, αποφεύγοντας τις ισχυρότερες άμυνες, καθώς το σχέδιο παραπλάνησης είχε αποδώσει. Η ηλεκτροδότηση στην πόλη διεκόπη για να δυσκολέψουν περαιτέρω οι επιχειρήσεις των ανταρτών. Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 8ης Νοεμβρίου και την επόμενη ημέρα, οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν περάσει τις άμυνες στο βόρειο τμήμα της πόλης, χρησιμοποιώντας τεχνικές διακλαδικών επιχειρήσεων, με πεζικό, τεθωρακισμένα, μηχανικό κ.α. να συνεργάζονται στενά.
Κάποιες μονάδες εκκαθάριζαν μόνο κτίρια από τα οποία δέχονταν πυρά, προσπερνώντας τα άλλα, ενώ άλλες εκκαθάριζαν κάθε κτίριο, κινούμενες πιο αργά και πιο μεθοδικά. Αυτή η ελευθερία επιλογής, σε συνδυασμό με το ότι κάποιες μονάδες είχαν τεθωρακισμένα, άλλες είχαν προτεραιότητα όσον αφορά στην υποστήριξη από πυροβολικό και αεροσκάφη κλπ, δημιούργησαν κάποια προβλήματα στην αρχική επίθεση- σε κάποιες περιπτώσεις ομάδες ανταρτών «διέρρεαν» και επέστρεφαν σε τομείς που είχαν θεωρηθεί ασφαλείς, αναγκάζοντας τις συμμαχικές δυνάμεις να επιστρέφουν πίσω.
Ωστόσο μέχρι τις 9 Νοεμβρίου κάποιες αμερικανικές δυνάμεις είχαν φτάσει στην αποκαλούμενη Phase Line Fran (Αυτοκινητόδρομος 10), σχεδόν στα μισά της πόλης.
Από τις 10 ως τις 14 Νοεμβρίου οι αμερικανικές και ιρακινές δυνάμεις συνέχισαν να κινούνται αργά και μεθοδικά προς τα νότια. Σε κάποιες περιοχές η αντίσταση ήταν μικρή, ενώ σε άλλες πολύ σκληρή. Οι Αμερικανοί στρατιώτες ακολούθησαν μια παλιά πρακτική, που είχε χρησιμοποιηθεί σε πολλές αστικές μάχες του παρελθόντος: Πρώτα λαμβάνει χώρα αεροπορική επίθεση, μετά πυροβολικό ή όλμοι και μετά μονάδες με τεθωρακισμένα, πεζικό και μηχανικοί που αλληλοκαλύπτονταν και προχωρούσαν στους δρόμους.
Το πεζικό και οι μηχανικοί, δρώντας από κοινού, άνοιγαν τρύπες σε κτίρια και έμπαιναν μέσα. Αξίζει να σημειωθεί πως οι αντάρτες δεν έκαναν επιθέσεις τη νύχτα, οπότε οι αμερικανικές μονάδες λάμβαναν περιορισμένα μέτρα ασφαλείας τις βραδινές ώρες, κάτι που επέτρεπε στους στρατιώτες να αναπαυτούν και να φάνε τα τρόφιμα που προμηθεύονταν στο πλαίσιο ενός καλά οργανωμένου σχεδίου επιμελητείας.
Οι αντάρτες, από πλευράς τους, σύντομα έμαθαν ότι ήταν αυτοκτονία να πολεμούν στους δρόμους, λόγω της ανώτερης ισχύος πυρός του αντιπάλου, οπότε προτιμούσαν να μάχονται μέσα από κτίρια, σε ομάδες 4-12 ανδρών, με ελαφρά όπλα, εκτοξευτές ρουκετών και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς.
Οι μαχητές ανήκαν σε μεγάλο βαθμό σε δύο κατηγορίες: Αντάρτες που ήθελαν να σκοτώσουν όσο περισσότερους Αμερικανούς γινόταν και μετά να αποσυρθούν για να πολεμήσουν ξανά, μέσω κρυμμένων οδών διαφυγής, και μάρτυρες, που προσπαθούσαν να σκοτώσουν στρατιώτες του εχθρού και παρέμεναν στις θέσεις τους μέχρι να σκοτωθούν οι ίδιοι.
Οι μάχες, όπως κατά κανόνα στον αστικό πόλεμο, γίνονταν συχνά σώμα με σώμα, από πολύ μικρές αποστάσεις, με τους Αμερικανούς να μαθαίνουν γρήγορα να χρησιμοποιούν συντριπτική ισχύ πυρός από ό,τι μέσο ήταν διαθέσιμο – ελαφρά όπλα, τεθωρακισμένα, πυροβολικό, όλμους, αεροσκάφη- ενάντια σε «σκληρούς» αμυνόμενους, συγκεντρώνοντας πυκνό πυρ εναντίον τους.
Σημειώνεται πως έχει θεωρηθεί ότι οι μάχες σε αστικό περιβάλλον καταναλώνουν τετραπλάσια πυρομαχικά σε σχέση με επιχειρήσεις σε άλλα περιβάλλοντα, λόγω της αμυντικής δυνατότητας που παρέχει αυτό το περιβάλλον (κτίρια). Σε μια περίπτωση, ένας διοικητής ίλης αρμάτων μάχης των πεζοναυτών είπε ότι σε οκτώ ημέρες σκληρών μαχών τα άρματά του είχαν ρίξει σχεδόν 1.600 βλήματα από τα κύρια πυροβόλα τους, πάνω από 121.000 σφαίρες των 7,62 χιλιοστών από τα πολυβόλα τους και πάνω από 49.000 από τα πενηντάρια πολυβόλα τους, με τους πιο πολλούς στόχους να είναι εντός 200 μέτρων.
Ένας διοικητής διμοιρίας των πεζοναυτών είπε ότι η κάθε ομάδα εφόδου του χρησιμοποιούσε κατά μέσο όρο έξι εκρηκτικά «satchel charges», τρεις θήκες «Bangalore torpedoes» (για εκκαθάριση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών) και δέκα εκτοξευόμενα από τον ώμο όπλα ημερησίως.
Οι συμμαχικές δυνάμεις έριξαν πάνω από 4.000 βλήματα πυροβολικού και 10.000 βλήματα όλμων στην πόλη. Αεροσκάφη έριξαν 318 βόμβες και 391 ρουκέτες, καθώς και 93.000 σφαίρες πολυβόλων προς υποστήριξη των δυνάμεων εδάφους. Εδώ υπογραμμίζεται ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος της επιμελητείας, ώστε να υπάρχει συνεχής ανεφοδιασμός σε πυρομαχικά, νερό, τρόφιμα και ιατρικά εφόδια και να συνεχίζεται η προέλαση, ώστε να μην μπορούν οι αντάρτες να ανασυνταχθούν.
Επίσης, λόγω των προκλήσεων του αστικού περιβάλλοντος, υπήρχε συνεχής ανάγκη για να συντονίζονται μεταξύ τους οι μονάδες «πρόσωπο με πρόσωπο» ώστε να καθορίζονται τα όρια/ περιοχές δράσης, να προσαρμόζονται οι τακτικές και οι διαδικασίες κ.α. Εάν πχ οι πεζοναύτες δεν είχαν κάτι, όπως ένα τεθωρακισμένο ή ένα συγκεκριμένο όπλο, μπορούσαν να καλέσουν μια μονάδα του Στρατού να τους το παρέχει. Όπως έγραψε ο συγγραφέας και ερευνητής Μπινγκ Γουέστ, κατά τη διάρκεια της μάχης άνδρες του Σώματος Πεζοναυτών και του Στρατού «συστηματικά πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, δωμάτιο σε δωμάτιο, σε 30.000 κτίρια».
Στις 15 Νοεμβρίου Αμερικανοί αξιωματούχοι ανέφεραν πως είχε καταληφθεί το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και πλέον μάχες γίνονταν σε απομονωμένους θύλακες στο νότιο τμήμα της Φαλούτζα. Οι αμερικανικές μονάδες, υποστηριζόμενες από ιρακινές, επέστρεψαν στα βόρεια, εξουδετερώνοντας εκρηκτικούς μηχανισμούς, αποθέματα όπλων και μικρές εστίες αντίστασης, διαδικασία που συνεχίστηκε ως τις 23 Δεκεμβρίου.
Τους επόμενους μήνες ακολούθησαν προσπάθειες ανοικοδόμησης και ανθρωπιστικής βοήθειας, ενώ επετράπη σε αμάχους να επιστρέψουν μέσα από σημεία εισόδου και ελέγχους, σε μια απόπειρα επιστροφής της πόλης στην κανονικότητα.
Όσον αφορά στις απώλειες, βρίσκει κανείς διαφορετικές αναφορές: Στην ανάλυση του Modern War Institute γίνεται λόγος για 38 Αμερικανούς, 4 Βρετανούς και 8 Ιρακινούς στρατιωτικούς νεκρούς και περίπου 275 Αμερικανούς, 10 Βρετανούς και 43 Ιρακινούς τραυματίες. Σε άλλη πηγή, από το Marine Corps University, γίνεται λόγος για 82 νεκρούς Αμερικανούς στο πεδίο της μάχης και πάνω από 600 τραυματίες και 6 νεκρούς και 55 τραυματίες Ιρακινούς- ενώ στη Britannica αναφέρονται περίπου 110 στρατιώτες του συνασπισμού νεκροί και 600 τραυματίες.
Όσον αφορά στις απώλειες των ανταρτών, εκτιμώνται από 1.000-1.500 μέχρι 2.000 νεκρούς και 1.200 – 1.500 αιχμαλώτους. Οι νεκροί άμαχοι υπολογίζονται στους 800. Πάνω από το 60% των κτιρίων της Φαλούτζα υπέστησαν ζημιές και το 20% καταστράφηκαν πλήρως.
Συμπεράσματα- μαθήματα
Η δεύτερη μάχη της Φαλούτζα έχει μελετηθεί σε βάθος για τα μαθήματα που παρέχει ως προς τον σύγχρονο αστικό πόλεμο- αν και πρέπει να επισημανθεί εδώ πως από το 2004 μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει και σημαντικές αλλαγές, όπως πχ η διεύρυνση της χρήσης φθηνών drones από όλες τις πλευρές.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι η έμφαση που δίνεται στη διακλαδικότητα και τη στενή συνεργασία μεταξύ δυνάμεων από διαφορετικά όπλα, καθώς και στην ανάγκη μιας πολύ μεθοδικής, προσεκτικής προσέγγισης- ωστόσο κάτι εξίσου σημαντικό, πέρα από το αμιγώς στρατιωτικό της όλης υπόθεσης, είναι η έμφαση που δόθηκε στο πληροφοριακό κομμάτι και το πολιτικό πλαίσιο: Οι (ούτως ή άλλως εκτενέστατες) προετοιμασίες συνοδεύτηκαν από μια πολύ μεγάλη προσπάθεια στον τομέα της πληροφορίας, ώστε να υπάρξει το απαιτούμενο πολιτικό/ πληροφοριακό πλαίσιο, να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι άμαχοι γινόταν ώστε να αποφευχθούν απώλειες αμάχων που θα «καταδίκαζαν» την επιχείρηση, και γενικότερα η επίτευξη υπεροχής σε κάθε επίπεδο- περιλαμβανομένου του επικοινωνιακού, εκθέτοντας, μεταξύ άλλων, τη βία που ασκούσαν οι αντάρτες ώστε να μη φαίνεται η πλευρά του συνασπισμού ως η πιο «ανήθικη».
«Οι στρατοί μπορεί να θέλουν γρήγορες νίκες, μα οι προκλήσεις και η πολυπλοκότητα του αστικού πολέμου σημαίνει ότι είναι σπάνιες στο αστικό περιβάλλον. Η επένδυση επαρκούς χρόνου για τον σχεδιασμό και την προετοιμασία της μάχης είχαν ως αποτέλεσμα ο συνασπισμός να περάσει λιγότερο χρόνο δίνοντας τη μάχη. Ο χρόνος είναι πόρος, και επιχειρησιακές και τακτικές μονάδες πρέπει να έχουν αρκετό για να επιτυγχάνουν στρατηγική επιτυχία στις αστικές επιχειρήσεις. Οι επιτυχείς αστικές επιχειρήσεις απαιτούν επίσης μια αποτελεσματική εκστρατεία πληροφοριακών επιχειρήσεων, και αυτό είναι ένα δεύτερο στρατηγικό μάθημα που προέκυψε από τη μάχη...Ο συνασπισμός ενσωμάτωσε την εκστρατεία πληροφορίας στο επιχειρησιακό σχέδιο, αντί να έχει ένα ξεχωριστό σχέδιο που επισυνάφθηκε αργότερα. Αυτό επέτρεψε την εκτενή εκστρατεία στα ΜΜΕ να εκθέσει την αδικαιολόγητη βία που διέπρατταν οι αντάρτες σε βάρος του αμάχου πληθυσμού της Φαλούτζα πριν και μετά τη μάχη...Η συνέπεια στα μηνύματα και η διαφάνεια έπεισαν τους περισσότερους από τους αμάχους της πόλης να την εγκαταλείψουν πριν τη μάχη. Εν τέλει, το σχέδιο επιχειρήσεων πληροφορίας έπεισε τόσο τον ιρακινό λαό όσο και το διεθνές κοινό πως ο συνασπισμός ήταν πιο ηθικός» αναφέρεται στην ανάλυση του Modern War Institute.
Όσον αφορά στα μαθήματα και στις διαφορές σε σχέση με μια ενδεχόμενη χερσαία επίθεση από το Ισραήλ στη Γάζα, αυτά, από ένα σημείο και μετά επαφίονται σε μεγάλο βαθμό στον αναγνώστη.
Σε κάθε περίπτωση, κάποια που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξάγονται ασφαλώς είναι η ανάγκη για μεγάλο σχεδιασμό σε βάθος για μια τέτοια επιχείρηση, που απαιτεί χρόνο και εκτενείς προετοιμασίες τόσο σε επίπεδο συγκέντρωσης στρατιωτικών μέσων και προπαρασκευής (περιλαμβανομένης της συγκέντρωσης των απαιτούμενων δυνάμεων, της επιμελητείας, των εντοπισμών στόχων και των πληγμάτων εναντίον τους πριν εμπλακούν πλήρως οι χερσαίες δυνάμεις, αλλά και της διακλαδικότητας- στενής συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών μέσων), όσο και σε επίπεδο πληροφορίας και επικοινωνίας.
Τα γεγονότα στη Γάζα εξελίσσονται ραγδαία, ωστόσο υπενθυμίζεται πως από την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς έχει περάσει μόλις μία εβδομάδα, και η απάντηση του Ισραήλ είναι ακόμα σε εξέλιξη- και, όσο καλό και να είναι το επίπεδο προετοιμασίας και κινητοποίησης των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων και όσο και αν προφανώς υπάρχουν εκ των προτέρων σχέδια για κάθε είδους σενάρια, μια χερσαία επίθεση στη Γάζα είναι μια πολύ μεγάλης κλίμακας, δυσκολίας και απαιτήσεων επιχείρηση για να αρχίσει «πολύ εσπευσμένα».
Από την άλλη, βεβαίως, η μορφή και η εξέλιξη μιας επιχείρησης εξαρτώνται από τους στόχους που ορίζονται από την εκάστοτε ηγεσία, οπότε και το πώς θα έμοιαζε μια χερσαία επίθεση από το Ισραήλ θα είχε να κάνει αποκλειστικά με τους αντικειμενικούς σκοπούς της και το πώς και πόσο επιδιώκεται να πληγεί η Χαμάς. Ακόμη, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, όπως οι όμηροι, αλλά και ο βαθμός των απωλειών που μπορεί/ διατίθεται να δεχτεί το Ισραήλ σε μια τέτοια επιχείρηση.
Σε κάθε περίπτωση, οι προβλέψεις είναι πάντα μόνο προβλέψεις, και το τι θα συμβεί στην πραγματικότητα θα το δείξουν μόνο οι επόμενες ημέρες ή εβδομάδες.