Ίσως η μεγαλύτερη σπείρα κλοπής πορτοφολιών και τσαντών, με περισσότερα από πενήντα μέλη στους κόλπους της, εξαρθρώθηκε από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Αθηνών, μετά από συντονισμένη επιχείρηση το πενθήμερο 21 έως και 25 Ιουνίου.
Η σπείρα των πορτοφολάδων, με ηγετικά στελέχη τέσσερις υπηκόους Αιγύπτου που βρίσκονταν στη χώρα μας αιτούμενοι άσυλο, δρούσε σε επαγγελματικά πρότυπα με επικεφαλής, ομαδάρχες, επιχειρησιακές και υποστηρικτικές ομάδες, «ωράρια εργασίας» κ.ά. για σχεδόν μία δεκαετία.
Συνολικά συνελήφθησαν 30 αλλοδαποί (περισσότερες από 20 γυναίκες Βουλγάρες και Ρουμάνες Ρομά) ηλικίας από 14 έως 39 ετών (σ.σ. συνολικά οχτώ ανήλικοι), ενώ ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται άλλοι 21 συνεργοί τους, ηλικίας από 16 έως 42, μεταξύ των οποίων είναι και τρεις έγκλειστες σε καταστήματα κράτησης της χώρας.
Από την μέχρι στιγμής έρευνα της Αστυνομίας ταυτοποιήθηκαν 57 περιπτώσεις κλοπών, όμως εξετάζεται η συμμετοχή τους σε τουλάχιστον άλλες 300 περιπτώσεις.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης είναι ότι επειδή τα θύματα κατά βάση ήταν τουρίστες, τα ταξιδιωτικά γραφεία ή οι πρεσβείες τους κατεύθυναν να δηλώνουν απώλεια και όχι κλοπή προσωπικών αντικειμένων, προκειμένου να επισπεύδονται οι διαδικασίες επανέκδοσης ταξιδιωτικών εγγράφων κ.ά.
Το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι η σπείρα να ευθύνεται για πολλές εκατοντάδες περισσότερες περιπτώσεις κλοπών, απ’ αυτές που τελικά μπορεί να ταυτοποιήσει η ΕΛ.ΑΣ. Να σημειώσουμε, ακόμα, ότι τουλάχιστον 40 άτομα - μέλη της σπείρας είναι σεσημασμένοι για ίδια αδικήματα.
Κατά την έρευνα των Αρχών διακριβώθηκε ότι τα μέλη της σπείρας δρούσαν συστηματικά στη χώρα μας (κέντρο Αθήνας - Θεσσαλονίκη - Ηράκλειο Κρήτης), αλλά και σε πόλεις της Ισπανίας και της Γαλλίας. Οι αρχηγοί της εγκληματικής οργάνωσης, προέβαιναν στη στρατολόγηση νεαρών γυναικών, κυρίως Ρομά από την Βουλγαρία και την Ρουμανία, τις προσκαλούσαν στην χώρα μας, όπου και τους εξασφάλιζαν την διαμονή τους σε δύο ξενοδοχεία του κέντρου της Αθήνας και ένα διαμέρισμα πέριξ της πλατείας Ομονοίας.
Στη συνέχεια, τις εκπαίδευαν στην αφαίρεση πορτοφολιών και τσαντών, κυρίως τουριστών και επισκεπτών του Ιστορικού Κέντρου (Πλάκα – Ακρόπολη – Ερμού – Διονυσίου Αρεοπαγίτου – Ψυρρή – Μοναστηράκι – Θησείο και Πλατεία Συντάγματος) και τις τοποθετούσαν σε ομάδες των δύο έως έξι ατόμων σε διάφορα πολυσύχναστα σημεία ενδιαφέροντος.
Η μετακίνηση των μελών από πόλη σε πόλη στην ελληνική επικράτεια, πραγματοποιούνταν βάση αυστηρού προγραμματισμού από τα αρχηγικά στελέχη της οργάνωσης, με σκοπό αφενός τη δυσχέρεια εντοπισμού τους και αφετέρου την διατήρηση του πολυδαίδαλου δικτύου και της δραστηριότητας τους, σε σημεία πέραν του κέντρου της Αθήνας.
Η δράση τους σε κάθε πόλη λάμβανε χώρα προσαρμοσμένη στις ιδιάζουσες συνθήκες αυτής, τόσο γεωγραφικά όσο και στους λοιπούς τομείς. Αξίζει να σημειώσουμε ότι εάν κάποια μέλος συλλαμβάνονταν, τότε αυτομάτως αποσύρονταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να μην «καεί» και η υπόλοιπη ομάδα. Τα αφαιρεθέντα αντικείμενα, πορτοφόλια και τσάντες, απορρίπτονταν περιμετρικά του σταθμού του Μετρό, ενώ τα χρήματα που αφαιρούσαν από τις κλοπές, κατέληγε στο μεγαλύτερο ποσοστό τους στα αρχηγικά μέλη, ενώ μέρος αυτών παραδίδονταν στις νεαρές Βουλγάρες και Ρουμάνες.
Οι αστυνομικοί υπολογίζουν ότι καθημερινά η συμμορία άρπαζε πάνω από 20 πορτοφόλια. Σε πολλές περιπτώσεις οι Κινέζοι τουρίστες αποδείχθηκαν ανυποψίαστα θύματα, ενώ στην αργκό της εγκληματικής οργάνωσης οι αστυνομικοί λέγονταν «μαύροι», ενώ εάν κάποιο πορτοφόλι είχε μέσα δολάρια αποκαλούσαν τα χαρτονομίσματα «Κένεντι».
Τα χρήματα και το συνάλλαγμα έφευγαν αυθημερόν, από τα διάφορα ανταλλακτήρια του κέντρου της Αθήνας, κυρίως αυτά που βρίσκονται πλησίον σταθμών του Μετρό, εκμεταλλευόμενοι τον συνωστισμό που επικρατεί. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τα ηγετικά μέλη, άλλαζαν την σύνθεση των νεαρών κλεπτών και τα σημεία δραστηριοποίησης τους, για να μην κινούν υποψίες και δίνουν στόχο, ενώ μετά την πάροδο μηνός περίπου, ανανέωναν πλήρως το «στόλο», αποστέλλοντας μέλη στην Γαλλία και Ισπανία και φέρνοντας από τις χώρες αυτές, άλλα μέλη.
Ως προς την τακτική την οποία ακολουθούσαν για την διάπραξη των κλοπών, τα μέλη της ομάδας, δρούσαν σε δυάδες έως και εξάδες, ενώ αφαιρούσαν πορτοφόλια και τσάντες με τρεις τουλάχιστον μεθόδους:
α) Προσποιούμενοι τους τουρίστες έχοντας και την ανάλογη αμφίεση, ζητούσαν οδηγίες στο χάρτη. Ένας μέλος απασχολούσε το «θύμα» με το χάρτη και το έτερο αφαιρούσε το πορτοφόλι ή την τσάντα.
β) Δημιουργώντας, τεχνητό συνωστισμό.
γ) Εισερχόμενα τεχνηέντως σε γκρουπ τουριστών, προσποιούνταν τα μέλη του γκρουπ και κατά την περιήγηση στα αξιοθέατα, έψαχναν τη κατάλληλη ευκαιρία (απώλεια προσοχής) για να αφαιρέσουν αντικείμενα.
Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι :
α) Τα επιχειρησιακά μέλη της ομάδας, είχαν αφαιρέσει πορτοφόλια και τσάντες ακόμα και από τουρίστες – επισκέπτες που έσπευδαν να φωτογραφηθούν στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, στη Ρωμαϊκή αγορά και στο Μουσείο της Ακρόπολης.
β) Τα ηγετικά μέλη της ομάδας, σχεδίαζαν ξυλοδαρμούς σε βάρος πολιτών και καταστηματαρχών της οδού Ερμού, που ενημέρωναν αστυνομικούς για την παράνομη δράση τους.
γ) Τα ηγετικά μέλη της ομάδας είχαν συστήσει ομάδα παρακολούθησης των ενστόλων αστυνομικών των πεζών περιπολιών στο κέντρο της Αθήνας, ώστε να ενημερώνουν τα επιχειρησιακά μέλη, για το που κινούνται οι αστυνομικοί και ποιο είναι το πιο πρόσφορο σημείο δράσης.