Η 5η Οκτωβρίου έχει καθιερωθεί διεθνώς ως η Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικών από την Ουνέσκο και τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας σε μια προσπάθεια να αναγνωριστεί ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης και να αναβαθμιστεί το κύρος του εκπαιδευτικού επαγγέλματος. Με δυο διεθνείς συστάσεις το 1966 και το 1997, η Ουνέσκο και η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας έθεσαν συγκεκριμένα κριτήρια αναφορικά με τα δικαιώματα και τις ευθύνες των εκπαιδευτικών ανά τον κόσμο, ώστε οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί και οι οργανώσεις τους, αλλά και όσοι χαράσσουν εκπαιδευτική πολιτική, να έχουν μια βάση προσανατολισμού και διαλόγου στις αποφάσεις που διαπραγματεύονται. Συγκεκριμένα, μια από τις πρώτες οδηγίες που διαβάζει κανείς στη σύσταση του 1966 έχει να κάνει με την επιλογή στο επάγγελμα και τη διαδικασία της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών: «η ολοκλήρωση ενός εγκεκριμένου προγράμματος σε κατάλληλο ίδρυμα προετοιμασίας εκπαιδευτικών πρέπει να απαιτείται από όλα τα άτομα που εισέρχονται στο επάγγελμα» (Ουνέσκο/ΔΟΕ, 2008, σ. 25). Ένα τέτοιο πρόγραμμα προετοιμασίας εκπαιδευτικών οφείλει να περιλαμβάνει τη γνώση του διδακτικού αντικειμένου, τη διδακτική μεθοδολογία, την παιδαγωγική κατάρτιση και την πρακτική άσκηση.
Με βάση αυτά, θα ήθελα να εκθέσω εδώ ορισμένες σκέψεις για την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι γνωστό πως διαχρονικά η παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν θεσμοθετήθηκε με λειτουργικό και επιστημονικά ουσιαστικό τρόπο λόγω πληθώρας δυσκολιών που αφορούν, μεταξύ άλλων, στις συνεχώς εναλλασσόμενες και αποσπασματικές πολιτικές των διαφόρων κυβερνήσεων, αλλά και σε αντιδράσεις από την πλευρά των πανεπιστημίων και άλλων φορέων της εκπαίδευσης. Από το 1904, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συνεδρίου, είχε διαπιστωθεί ότι η δευτεροβάθμια εκπαίδευση «νοσεί» και χρήζει θεραπείας με μόνο αντίδοτο την παροχή μιας επιστημονικής εκπαίδευσης μαζί με μια θεωρητική παιδαγωγική κατάρτιση και πρακτική άσκηση των εκπαιδευτικών (Αντωνίου, 2011). Ωστόσο, η εν λόγω παιδαγωγική κατάρτιση και η πρακτική άσκηση παραμένουν μέχρι σήμερα ζητούμενα στην προετοιμασία των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας – αν και όχι στον ίδιο βαθμό σε όλες τις σχολές και πανεπιστήμια.
Παρά τις προσπάθειες θεσμοθέτησης ενός Πιστοποιητικού Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας (ΠΠΔΕ) από διαφορετικές κυβερνήσεις τα τελευταία είκοσι δύο χρόνια, η παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μόλις πρόσφατα έγινε κριτήριο εισόδου στο επάγγελμα, ενώ μέχρι και σήμερα επαφίεται στις λεγόμενες καθηγητικές σχολές το πώς θα την εντάξουν στα προγράμματα σπουδών τους. Και παρόλο που πληθώρα σχολών έχουν λάβει την έγκριση να εκδίδουν τέτοια προγράμματα που οδηγούν σε αντίστοιχα πιστοποιητικά, το κεντρικό σύστημα διοίκησης δεν έχει θέσει σαφή κριτήρια για να αξιολογήσει την υλοποίηση τους.
Παρατηρείται ως εκ τούτου μια πολυτυπία σε σχέση με την απόκτηση του εν λόγω πιστοποιητικού, το οποίο προσφέρεται εντός ή εκτός του προπτυχιακού προγράμματος σπουδών διαφόρων σχολών, μπορεί να αποκτηθεί εξ αποστάσεως σε ορισμένα πανεπιστήμια, μπορεί να κατοχυρωθεί μέσω της ΑΣΠΑΙΤΕ, ενώ μπορεί να εξασφαλιστεί και μέσω μεταπτυχιακών προγραμμάτων που φέρουν τον τίτλο «Επιστήμες της Αγωγής», ακόμα και αν στην ουσία το περιεχόμενο τους απέχει από οποιαδήποτε έννοια παιδαγωγικής και διδακτικής κατάρτισης. Επίσης, το καίριο κομμάτι της πρακτικής άσκησης παραμένει σε πολλές περιπτώσεις τυπικά και ουσιαστικά ανεφάρμοστο, ή καλύπτεται υποτυπωδώς με κάποιου είδους παρατήρηση διδασκαλίας, λόγω αδυναμίας πολλών τμημάτων να οργανώσουν αποτελεσματικά την πρακτική άσκηση. Η προσπάθεια της προηγούμενης κυβέρνησης να αναθέσει στις Παιδαγωγικές Σχολές το συντονισμό του ΠΠΔΕ φαίνεται πως έχει σταματήσει, καθώς και η όποια προσπάθεια δημιουργίας νέων δομών που θα μπορούσαν να οργανώσουν την πρακτική άσκηση.
Πρόσφατα ακούστηκε πως η νέα κυβέρνηση θα προχωρήσει στην προώθηση της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, κάτι που χρειάζεται οποιοσδήποτε επαγγελματίας θέλει να συνεχίσει να εξελίσσεται στον χώρο εργασίας του· ωστόσο, από μόνη της μια τέτοια ρύθμιση δεν μπορεί να επουλώσει την ελλιπή παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση κατά την αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. Λόγω της οικονομικής κρίσης και του παγώματος στις προσλήψεις τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, η εισαγωγική και η συνεχιζόμενη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών έχουν ουσιαστικά σταματήσει να υφίστανται. Η επανεκκίνηση τους λοιπόν είναι αναγκαία, αλλά προϋποθέτει μια ολοκληρωμένη στρατηγική για όλο το φάσμα της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, τόσο της αρχικής όσο και της συνεχιζόμενης.
Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών νοείται ως μια διαδικασία δια βίου μάθησης η οποία ξεκινάει με την επιλογή υποψήφιων εκπαιδευτικών στις προπτυχιακές σπουδές με βάση όχι μόνο τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά και τις αξίες και δεξιότητες που είναι αναγκαίες για να γίνει κάποιος εκπαιδευτικός. Με την εισαγωγή στην αρχική εκπαίδευση, οι φοιτητές/τριες που ενδιαφέρονται να ακολουθήσουν το εκπαιδευτικό επάγγελμα οφείλουν να λάβουν παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση, καθώς και επαρκή πρακτική άσκηση, ώστε να συνδέσουν τη θεωρία με την πράξη και να κατανοήσουν τις προκλήσεις του επαγγέλματος. Εν συνεχεία, η εισαγωγική επιμόρφωση έχει σκοπό να υποστηρίξει τους νέους και τις νέες εκπαιδευτικούς στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας τους, ώστε να παραμείνουν στο επάγγελμα, ενώ η συνεχιζόμενη επιμόρφωση οφείλει να καλλιεργεί τα ενδιαφέροντα και να αναπτύσσει τις γνώσεις και τις δεξιότητες των εκπαιδευτικών. Η επιτυχής σύνδεση των διαφορετικών αυτών φάσεων της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, αλλά και η δυνατότητα επαγγελματικής ανέλιξης και διαφοροποίησης στη βάση μιας ουσιαστικής επιμόρφωσης, πρέπει να αποτελέσουν τους άξονες μιας μεταρρύθμισης που αφορά στην ποιότητα του εκπαιδευτικού δυναμικού της χώρας μας. Γιατί, όπως πολλές διεθνείς έρευνες έχουν διαχρονικά καταδείξει, η σχολική επιτυχία και οι μαθησιακές επιδόσεις των μαθητών και των μαθητριών ενός εκπαιδευτικού συστήματος εξαρτώνται καθοριστικά από την ποιότητα των εκπαιδευτικών του.
Βασίλης Συμεωνίδης, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Πανεπιστήμιο Ίννσμπρουκ, Αυστρία
Επικοινωνία: Vasileios.Symeonidis@uibk.ac.at
Ουνέσκο/ΔΟΕ (2008). The ILO/UNESCO Recommendation concerning the Status of Teachers (1966) and The UNESCO Recommendation concerning the Status of Higher-education Teaching Personnel (1997). https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000160495
Αντωνίου, Χ. (2011). Η παιδαγωγική κατάρτιση των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα (1899-1997). Στο Σ. Μπουζάκης, Επιμ., Πανόραμα Ιστορίας της Εκπαίδευσης: Όψεις και Απόψεις. Αθήνα: Gutenberg.