Το νησί του Σάο Μιγκέλ (Sao Miguel), που βρίσκεται στον Ατλαντικό και ανήκει στην Πορτογαλία και συγκεκριμένα στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Αζορών, χαρακτηρίζεται ως «η Χαβάη του Ατλαντικού». Καταγάλανα νερά, ηφαιστειογενές νησί, όπου οι λόφοι, οι καλντέρες και η πολυποίκιλη χλωρίδα των Αζορών συνδυάζονται μοναδικά.
Όμως το 2001 έγινε κάτι αναπάντεχο και η ζωή για τους κατοίκους του νησιού, άλλαξε για πάντα, όπως αναφέρει αφιέρωμα του Guardian.
Στις 6 Ιουνίου, ντόπιοι είδαν ένα σκάφος, 12 μέτρων περίπου, να έχει παρασυρθεί κοντά στους απόκρημνους βράχους της περιοχής. Τους έκανε εντύπωση γιατί σε εκείνο το σημείο τα νερά ήταν ρηχά, οι παλίρροιες ισχυρές και οι βράχοι επικίνδυνοι. Φαντάστηκαν ότι θα είναι κάποιος ερασιτέχνης. Όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας επαγγελματίας και μάλιστα με μεγάλη εμπειρία. Όμως δεν ήθελε κανείς να το ξέρει και φυσικά να τον δει.
Αν και είχε εντολή να πάει το σκάφος στην Ισπανία, ο καιρός δεν του το επέτρεψε. Από τον άγριο καιρό έπαθε σοβαρή ζημιά το πηδάλιο και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Έπρεπε να βρει ένα ασφαλές μέρος να αφήσει το σκάφος του μέχρι να μπορέσει να επισκευάσει το πηδάλιο. Και βέβαια χωρίς κανένας να μην αντιληφθεί τι μετέφερε με το σκάφος. Γιατί μετέφερε καθαρή κοκαΐνη αξίας δεκάδων εκατομμυρίων.
Η ακτογραμμή του Σάο Μιγκέλ είναι γεμάτη σπηλιές. Έτσι, βρήκε μια σπηλιά και άρχισε να βγάζει την κοκαΐνη, η οποία βρισκόταν σε πακέτα με καουτσούκ σε μέγεθος τούβλου. Με δίκτυα και αλυσίδες τις έκρυψε στο βάθος της θάλασσας, μέχρι να επιστρέψει να τις πάρει.
Όμως όταν πήγαινε στο κοντινότερο λιμάνι για να προμηθευτεί ότι χρειαζόταν για να φτιάξει το πηδάλιο, ο καιρός αγρίεψε ξανά, φέρνοντας στην επιφάνεια της θάλασσας το παράνομο φορτίο του.
Για εκατοντάδες χρόνια, οι κάτοικοι του Σάο Μιγκέλ απασχολούνταν σε γεωργικές εργασίες, ψάρεμα και γαλακτοκομικά. Στο νησί των 140.000 περίπου κατοίκων, η ζωή ήταν ήσυχη και ασφαλής. Το πρόβλημα με τα ναρκωτικά ήταν μικρό και ελεγχόμενο.
Όμως αυτά τα απροσδόκητα πακέτα καθαρής κοκαΐνης, έκαναν την ζωή τους άνω κάτω.
Τα πρώτα πακέτα εντοπίστηκαν την επόμενη ημέρα από την έλευση του σκάφους στο νησί. Τα βρήκε ένας ψαράς. Η σκόνη που έβγαινε από τα πακέτα αρχικά του φάνηκε σαν αλεύρι. Αλλά αποφάσισε να ειδοποιήσει την αστυνομία.
Μέσα σε λίγες ώρες, οι αρχές είχαν καταγράψει περίπου 270 πακέτα κοκαΐνης, βάρους 290 κιλών. Και αυτή ήταν η πρώτη από πολλές ανάλογες ανακαλύψεις. Στις 15 Ιουνίου, περισσότερο από μια εβδομάδα μετά την εύρεση της πρώτης παρτίδας, ένας άνδρας βρήκε 158 κιλά (αξίας περίπου 16 εκατ. λιρών σήμερα) σε έναν άλλο όρμο κοντά στην Pilar da Bretanha. Δύο μέρες αργότερα, ένας δάσκαλος βρήκε 15 κιλά σε μια παραλία στην άλλη πλευρά του νησιού. «Ήμουν φοβισμένος και διστακτικός ακόμη και να πάω κοντά», λέει στον Guardian. «Νόμιζα ότι κάποιος μπορεί να με παρακολουθούσε και να με σκοτώσει αν με έβλεπαν να τα αγγίξω». Σε διάστημα δύο εβδομάδων, έγιναν 11 καταγεγραμμένες κατασχέσεις, συνολικού ύψους 500 κιλών κοκαΐνης.
Βέβαια, δεν δήλωσαν στις αρχές όλοι τα ευρήματά τους. Αρκετοί ντόπιοι έγιναν για ένα διάστημα έμποροι και άρχισαν να μεταφέρουν κοκαΐνη μέσα σε γαλακτοκομικά προϊόντα, κονσέρβες, ή ακόμη και κάλτσες.
Μια αστυνομική έκθεση αναφέρει ότι δύο ψαράδες είχαν δει τον καπετάνιο του πλοίου να κρύβει την κοκαΐνη. Κανείς δεν ξέρει πόση ποσότητα μπόρεσαν να πάρουν ή πότε αλλά υπάρχουν πλέον θρυλικές ιστορίες μεταξύ των χρηστών του νησιού για αυτούς τους δύο ψαράδες. Πουλούσαν τόσο μεγάλη ποσότητα με τα αυτοκίνητό τους που τα καθίσματα είχαν γίνει λευκά από την πανάκριβη σκόνη. Άλλοι «πουλούσαν μπουκάλια μπύρας γεμάτα καθαρή κοκαΐνη». Κάθε ένα από αυτά περιείχε 150 γραμμάρια και κόστισε 20 ευρώ - πολλές εκατοντάδες φορές φθηνότερα από ό, τι θα κόστιζε αυτή η ποσότητα σήμερα στο Λονδίνο. Στις 25 Ιουνίου 2001, η τοπική εφημερίδα Açoriano Oriental, γράφει στο πρωτοσέλιδο: «Φόβοι της αστυνομίας για μαζική διακίνηση κοκαΐνης».
Το γεγονός ότι ήταν άμαθοι στην κοκαΐνη, είχε ως αποτέλεσμα ότι δεν μπορούσαν να διαχειριστούν. Υπήρχαν φήμες ότι οι νοικοκυρές τηγάνιζαν τα ψάρια στην κοκαΐνη, θεωρώντας ότι ήταν αλεύρι και ότι οι παλιοί ψαράδες την έριχναν στους καφέδες τους, νομίζοντας ότι είναι ζάχαρη.
Το πιο καταστροφικό ήταν η χρήση. Υπήρχαν δύο τύποι κοκαΐνης που κυκλοφορούσαν πλέον στο Σάο Μιγκέλ: λευκή σκόνη -που ο κόσμος ήταν εξοικειωμένος με το πώς χρησιμοποιείται από τις ταινίες και την τηλεόραση. Υπήρχε όμως και με κρυσταλλική μορφή. Οι περισσότεροι σνίφαραν τη σκόνη, όμως την κοκαΐνη με την κρυσταλλική μορφή την διέλυαν σε νερό και την έπαιρναν ενδοφλέβια. «Μας έφερνε ευφορία. Αιωρούμασταν», λέει ένας πρώην χρήστης που παραδέχεται ότι εκείνο το διάστημα ο ίδιος και ένα άλλο μέλος της οικογένειας του είχαν καταναλώσει πάνω από ένα κιλό σε ένα μήνα. Ένας αστυνομικός είπε στον Guardian μια ιστορία ενός άντρα που είχε φτιάξει έναν αυτοσχέδιο ορό με κοκαΐνη και «φτιαχνόταν» στο σπίτι του για μέρες.
Η ανάλυση που έγινε αργότερα στην κοκαΐνη έδειξε ότι ήταν 80% καθαρή. Αυτό, εκτός από επικίνδυνη, την έκανε και πολύ εθιστική. Τις πρώτες ημέρες του ασυνήθιστου ευρήματος, πολλοί κάτοικοι κατέκλυσαν το νοσοκομείο με συμπτώματα που έμοιαζαν με καρδιακή προσβολή ή έφθασαν χωρίς τις αισθήσεις τους. Κάποιοι από αυτούς δεν τα κατάφεραν.
Σχεδόν 20 χρόνια μετά, μεγάλο μέρος του πληθυσμού παλεύει με την εξάρτηση. Οι χρήστες που μίλησαν στον Guardian είπαν ότι μετά την άφιξη του σκάφους και του φορτίου του, κάποιοι πλούτισαν κάνοντας στην συνέχεια επιχειρήσεις, αλλά άλλοι παλεύουν μια ζωή με την εξάρτηση. Γιατί η συγκεκριμένη κοκαΐνη, λόγω της μεγάλης καθαρότητάς της, προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση και έτσι άρχισαν να παίρνουν άλλα ναρκωτικά για να μειώσουν τα συμπτώματα όταν προσπαθούσαν να την κόψουν. Πολλοί εθίστηκαν στην ηρωίνη. «Μου κατέστρεψαν τη ζωή», λέει ένας άνθρωπος που εθίστηκε με την κοκαΐνη του σκάφους και μετά γύρισε στην ηρωίνη. «Ακόμη αντιμετωπίζω τις συνέπειες».
Πηγή: Guardian