Φανταστείτε να πηγαίνετε στη δουλειά το πρωί και να μην ακούτε τραγούδια στο ραδιόφωνο. Να εξαφανίζονταν ξαφνικά όλα τα βιβλία από παντού. Να μην υπάρχουν πίνακες ζωγραφικής για να διακοσμήσετε το σαλόνι σας. Το Σάββατο το βράδυ να μην έχετε την επιλογή του θεάτρου ή του κινηματογράφου. Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μας αν όλοι οι αποθανόντες και οι εν ζωή δημιουργοί και τα έργα τους κατέβαιναν ξαφνικά σε απεργία; Μάλλον ανιαρή και χωρίς τη δυνατότητα να εκτονώνουμε τα συναισθήματά μας, να απολαμβάνουμε το ωραίο, να αυτοκαθοριζόμαστε και τελικά να διαφέρουμε.
Το στερεότυπο του αληθινού καλλιτέχνη μάς φέρνει στον νου έναν άνθρωπο απροσάρμοστο, περιθωριακό, φτωχό. Ο περιφρονημένος ζωγράφος, μουσικός ή συγγραφέας μάς ενδιαφέρει πολύ περισσότερο αφότου πεθάνει. Ο Βαν Γκογκ όσο ζούσε πούλησε μόνο έναν πίνακα. Ο Παπαδιαμάντης και ο Καβάφης παραήταν ιδιαίτεροι για να ενταχθούν, ο Μότσαρτ θάφτηκε σε ομαδικό τάφο. Πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες έπασχαν από ψυχικές διαταραχές σε εποχές στις οποίες η Ψυχιατρική ήταν ακόμη πολύ πίσω. Αυτό τους απομόνωνε και δυσχέραινε τη λειτουργικότητά τους. Σίγουρα η οδύνη και η καλλιτεχνική δημιουργία με κάποιο τρόπο συνδέονται. Ένας άνθρωπος απόλυτα ευχαριστημένος με τη ζωή και την εποχή του δεν θα στραφεί εύκολα στη δημιουργία. Η δημιουργία είναι στην ουσία της μια μοναδική διέξοδος, όταν βυθίζεσαι στην αποξένωση. Στην αποξένωση που νιώθει συχνά ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία ή και μέσα στον ίδιο του τον εαυτό. Επίσης, δημιουργείς, όταν ένα πολύ δυνατό συναίσθημα σού ζητά επίμονα να γίνει κάτι άλλο και να παγώσει στον χρόνο. Όλοι οι άνθρωποι δυνητικά μπορούν να ερωτευτούν, όμως δεν θα νιώσουν όλοι την ανάγκη αυτόν τον έρωτά τους να τον κάνουν στίχους, μουσική, γλυπτό. Όλοι νιώθουμε μοναξιά ή κενό, όμως η μοναξιά και το κενό μεγάλων συγγραφέων έγιναν δρόμος πάνω στον οποίο βαδίζει ο πολιτισμός. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ο πατέρας της Ψυχολογίας, είχε παραδεχτεί πως οι λογοτέχνες είχαν περιγράψει εκτενώς πριν από εκείνον τα ψυχικά φαινόμενα που προσπαθούσε να μελετήσει.
Αν και η τέχνη είναι σχεδόν απαραίτητη για να χαλαρώσουμε, να ψυχαγωγηθούμε, να ομορφύνουμε τον κόσμο μας, να προβληματιστούμε, δεν χαίρει στην κοινωνία μας ιδιαίτερης εκτίμησης. Με τις δημιουργίες κάποιων ανθρώπων σηματοδοτούμε σχεδόν το κάθε ορόσημο της ζωής μας, όπως για παράδειγμα τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα της εφηβείας μας. Κανείς δεν θα ξεχάσει το τραγούδι που χόρεψε στον γάμο του, ούτε το νανούρισμα που τραγουδούσε στο μωρό του, ούτε τον αγαπημένο του συγγραφέα στα φοιτητικά του χρόνια και συνήθως έχουμε μια αγαπημένη ταινία. Χωρίς αυτές τις δημιουργίες που κάποιοι άνθρωποι τόλμησαν να εκθέσουν στον κόσμο αποκαλύπτοντας τις πιο βαθιές τους οδύνες, τις πιο μεγάλες τους λαχτάρες, τα πιο ευάλωτα κομμάτια του εαυτού τους μήπως ο κόσμος θα ήταν γεμάτος με πανομοιότυπα ρομπότ; Όλοι θα ζούσαν αποστειρωμένα και θα πορεύονταν μηχανικά, θα πάγωναν μέσα τους τα συναισθήματά τους γιατί δεν θα υπήρχε τίποτε συναισθηματικό έξω με το οποίο να μπορούν να ταυτιστούν. Η τέχνη είναι τόσο πολύτιμη γιατί φέρνει τον άνθρωπο, είτε ως δημιουργό είτε ως αποδέκτη, σε επαφή με ό,τι πιο ανθρώπινο έχει, με τα συναισθήματά του.
Φυσικά ένας κόσμος γεμάτος ονειροπόλους καλλιτέχνες θα ήταν αδιανόητος. Για να λειτουργήσει η σύγχρονη κοινωνία χρειάζονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι γιατροί, οι τραπεζικοί υπάλληλοι, οι λογιστές, ακόμη και οι πολιτικοί, που τόσο τους μισούμε μα κάποιος πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις. Όμως, αναρωτιέμαι γιατί αν και παίρνουμε τόσα από την τέχνη, τόσο πολύ απαξιώνουμε τελικά τον άνθρωπο που τολμά να διαφοροποιείται και να εκφράζεται δημόσια με αυτόν τον τρόπο. Είναι εφιάλτης για έναν γονιό εφήβου να ακούσει πως το παιδί του θα δώσει στη Σχολή Καλών Τεχνών ή σε μια δραματική σχολή. «Θα πεινάσεις», είναι το πρώτο πράγμα που θα του πουν γονείς και καθηγητές και θα τον παροτρύνουν να επιλέξει τη σχολή που αυτήν την εποχή έχει τις περισσότερες πιθανότητες επαγγελματικής αποκατάστασης. Έχουμε σκεφτεί ποτέ πως αν δεν άντεχαν «να πεινάνε» όσοι τόλμησαν να γίνουν ηθοποιοί ή σκηνοθέτες εμείς δεν θα μπορούσαμε να απολαύσουμε το θέατρο;
Δεν είναι τυχαίο το ότι η τέχνη και η δημιουργία μάς αγγίζει περισσότερο στην περίοδο της εφηβείας μας ή και στα νεότερα ενήλικα χρόνια. Είναι η περίοδος όπου προσπαθούμε να δομήσουμε την ταυτότητά μας, προσπαθούμε απελπισμένα να δούμε ποιοι είμαστε και τι ήρθαμε να κάνουμε σε αυτόν τον κόσμο. Τότε βιώνουμε τα πάντα πολύ έντονα, τη χαρά, τη φιλία, τη μοναξιά, τον έρωτα. Η έλλειψη εμπειριών μας κάνει κατά κάποιο τρόπο αγνούς, μπορούμε εύκολα να βλέπουμε ιδέες αφού δεν έχουμε βιώσει τους περιορισμούς της πραγματικότητας. Όμως, υπάρχουν και άνθρωποι που ακόμη και σε μεγαλύτερες ηλικίες νιώθουν να καθορίζονται από τους καλλιτέχνες που αγαπούν, από τη μουσική που ακούνε ή τα όσα διαβάζουν. Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος είναι ανήσυχος, τόσο περισσότερο θα καταφεύγει σε δικές του δημιουργίες ή σε δημιουργίες άλλων, τόσο μέσα από αυτές θα προσπαθεί να θέσει ερωτήματα, να δώσει απαντήσεις, να επιχειρήσει να κοιτάξει τη ζωή μέσα από εναλλακτικές οπτικές μην μπορώντας να ικανοποιηθεί με αυτά που υπαγορεύουν τα αναμασημένα κοινωνικά πρότυπα της εποχής του.
Δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να εξιδανικεύσω τους καλλιτέχνες, ούτε να τους θεωρήσω πνευματικά ανώτερους από τους ανθρώπους που ασκούν πιο μαζικά, πιο τεχνοκρατικά επαγγέλματα. Κρινόμαστε από τις αξίες και τη συμπεριφορά μας ίσως περισσότερο από ό,τι από τα έργα μας. Η δημιουργικότητα μπορεί να υπάρχει και σε άλλες ασχολίες με άλλους τρόπους ή ακόμη και στο τόσο περιφρονημένο, άμισθο νοικοκυριό. Τι είναι άλλωστε η μαγειρική, αν όχι δημιουργία; Ή μήπως δεν ήταν καλλιτέχνιδες οι γιαγιάδες μας με τα υφαντά τους; Απλώς έτσι αναρωτήθηκα για λίγο πώς θα ήταν η ζωή χωρίς μουσική, εικαστικά, θέατρο, λογοτεχνία, χορό, γλυπτική, κινηματογράφο. Μάλλον βαριά, μουντή, αφόρητα ολιγόλογη. Πώς θα κάναμε διάλειμμα από τα καθήκοντα μας, πώς θα δίναμε την ευκαιρία στο μυαλό μας να πετάξει λίγο πέρα από τα καθημερινά και τα γκρίζα, πώς θα δίναμε χαρά στα παιδιά μας και στα παιδιά που κρύβουμε μέσα μας;
Ίσως θα έπρεπε να φανταστούμε για λίγο τη ζωή μας χωρίς τους καλλιτέχνες. Έτσι, για να σεβόμαστε περισσότερο ακόμη και τον μουσικό που παίζει κιθάρα σε ένα πολυσύχναστο πεζόδρομο με ένα καπέλο με κέρματα μπροστά του. Γιατί η μουσική του αλλάζει τον δρόμο, αλλάζει τη στιγμή μας. Χωρίς αυτές τις στιγμές που αλλάζουν από νότες, λέξεις, πινελιές η ζωή θα ήταν μόνο μια βουβή πορεία προς τη φθορά. Τουλάχιστον για όσους αναρωτιούνται, αναζητούν, θυμώνουν, λυπούνται, χαίρονται έντονα και ερωτεύονται και μετά την εφηβεία τους.