Το καλοκαίρι που πέρασε βρέθηκα για μια μέρα στους Φούρνους Ικαρίας, το μικρό νησί του ανατολικού Αιγαίου, που παρά την απαράμιλλη ομορφιά του, έχει να ξεπεράσει πολλά εμπόδια που προκύπτουν κυρίως λόγω της μεγάλης του απόστασης από τα αστικά κέντρα της χώρας. Ως εκ τούτου, εκτός από τα δεκάδες άλλα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κάτοικοι των ακριτικών περιοχών, είναι μεταξύ άλλων και αυτό της υπογεννητικότητας που παρατηρείται στους τόπους που μεγάλωσαν. Την εν λόγω πραγματικότητα άλλωστε διαπιστώνει κανείς με τα μάτια του αν βρεθεί σε ένα από τα μέρη αυτά. Τα ζευγάρια στους Φούρνους, την Τήλο, την Κάσο, τη Σίκινο και σε πολλές άλλες περιοχές που βρίσκονται μακριά από την πρωτεύουσα, δύσκολα παίρνουν την απόφαση να κάνουν παιδιά, κι αυτό γιατί η δυνατότητα ιατρικής περίθαλψης είναι μηδαμινή, πράγμα που σημαίνει πως ακόμα και σε περίπτωση επιπλοκής, μια γυναίκα που κυοφορεί θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της -και κατά συνέπεια και του μωρού.
Την παραπάνω διαπίστωση άλλωστε επιβεβαιώνουν και οι δεκάδες αγροτικοί γιατροί που έτυχε κάποτε να περάσουν από τα ακριτικά αυτά μέρη. Κατά την επικοινωνία μας με μερικούς από αυτούς, μας εξομολογήθηκαν με βάση την εμπειρία τους πως είναι όντως η έντονη ανασφάλεια που εμποδίζει πολλές γυναίκες εκεί να γίνουν μητέρες. Όπως μάλιστα τόνισαν, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, που τα δρομολόγια αραιώνουν, ο φόβος διπλασιάζεται. Ελλείψει των απαραίτητων υποδομών οι γυναίκες που κυοφορούν είναι αναγκασμένες να ταξιδεύουν στα αστικά κέντρα ακόμα και για μια εξέταση ρουτίνας. Αυτό όμως τις περισσότερες φορές συνεπάγεται και επιπλέον έξοδα, λόγω της μετακίνησης και της διανυκτέρευσης μακριά από το σπίτι που πιθανότατα απαιτείται.
Ανάγκη για ελπίδα
Με αφορμή τη σταδιακή μείωση των γεννήσεων στις ακριτικές περιοχές, ο μαιευτήρας-γυναικολόγος, κ. Στέφανος Χανδακάς, από το 2007 ταξιδεύει εθελοντικά με μια ομάδα γιατρών και εθελοντών στα νησιά του Αιγαίου και άλλες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, προκειμένου να παρέχει βοήθεια στα ζευγάρια που θέλουν να τεκνοποιήσουν αλλά αδυνατούν λόγω της αβεβαιότητας. «Εδώ και μια τουλάχιστον δεκαετία οι γυναίκες των ακριτικών νησιών σταδιακά έπαψαν να κάνουν παιδιά, ενώ αυτές που αποφάσιζαν να κυοφορήσουν, είχαν ελάχιστη έως μηδενική ιατρική παρακολούθηση, γεγονός που ως άνθρωπος και ως γιατρός δεν μπορούσα να δεχτώ για μια ευρωπαϊκή χώρα τον 21ο αιώνα», αναφέρει ο ίδιος μιλώντας στη HuffPost. «Eρευνώντας το θέμα λίγο βαθύτερα, ήρθα αντιμέτωπος με το αρνητικό πρόσημο γεννήσεων-θανάτων και αντιλήφθηκα το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα, που άρχισε να γιγαντώνεται στα χρόνια της κρίσης και να εμφανίζεται οξύτερο σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως οι Φούρνοι, που κατέγραφαν έως και μηδενικές γεννήσεις.
“Μέσα σε τρία χρόνια δράσης, η HOPEgenesis έχει υποστηρίξει πάνω από 160 οικογένειες”
Κάνοντας την ανάγκη πράξη, το 2015 ιδρύσαμε την HOPEgenesis με σκοπό να παρέχουμε ολοκληρωμένη ιατρική περίθαλψη και υποστήριξη στις γυναίκες, που μένουν σε απομακρυσμένα μέρη και έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε ιατρικές υποδομές, από τη στιγμή που μένουν έγκυες έως και την ημέρα του τοκετού τους, καλύπτοντας όλα τα έξοδα σχετίζονται με την εγκυμοσύνη τους, τον τοκετό, τη μεταφορά και τη διαμονή τους σε περιοχές κοντά στην περιοχή μόνιμης κατοικίας τους στις οποίες δρα η ιατρική μας ομάδα», συμπληρώνει.
Έτσι, πλέον η HOPEgenesis δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 350 περιοχές, 317 τοπικές κοινότητες στις Περιφερειακές Ενότητες Ευρυτανίας, Φωκίδας, Φθιώτιδας, Βοιωτίας, Εύβοιας, Άρτας, Καρδίτσας, Ιωαννίνων, Κοζάνης και Θεσπρωτίας και 37 νησιά του Αιγαίου και Ιονίου πελάγους, περιοχές με αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων και ελάχιστες έως και μηδενικές γεννήσεις. Στο πρόγραμμα εντάσσονται γυναίκες που κυοφορούν ή επιθυμούν να κυοφορήσουν με μοναδικό κριτήριο να είναι μόνιμοι κάτοικοι των περιοχών αυτών. Δεν υπάρχουν οικονομικά κριτήρια για την ένταξη των ωφελούμενων στο πρόγραμμα, ενώ παράλληλα η δράση καλύπτει οποιαδήποτε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που θα μπορούσε να προκύψει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (π.χ. αεροδιακομιδή, προωρότητα).
Με τη βοήθεια της HOPEgenesis γεννήθηκε και ο μικρός Μηνάς στη Θύμαινα των Φούρνων. Ο Μηνάς είναι το πρώτο μωρό που ήρθε με τη συνδρομή του προγράμματος, γι’αυτό και το όνομά του αποτελεί σήμα κατατεθέν για όλους όσους σχετίζονται με αυτό. Για αυτόν, μιλά εμφανώς συγκινημένος και ο κ. Χανδακάς. «Η κάθε γυναίκα που εντάσσεται στο πρόγραμμα αποτελεί για την ομάδα της HOPEgenesis μία μοναδική και ξεχωριστή περίπτωση με τις εκάστοτε ιδιαιτερότητες και ιστορίες. Η πιο συγκινητική όμως στιγμή που μου έρχεται στο μυαλό είναι η γέννηση του πρώτου μωρού μας από τη Θύμαινα, του μικρού Μηνά, τον οποίο είχα την τιμή να βαφτίσω. Η HOPEgenesis βρέθηκε στον τόπο που είχε να ακουστεί παιδική φωνούλα για πάνω από πέντε χρόνια και συνέβαλε ώστε να αισθανθεί η μητέρα την ασφάλεια που απαιτείται και να μπορέσει να γεννήσει το μωρό της, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο ξανά την ελπίδα στην Θύμαινα για σταδιακή αναβίωση του πληθυσμού της. Το πιο ενθαρρυντικό είναι ότι μετά τον Μηνά έχουν υπάρξει και άλλες γεννήσεις στο νησί, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται ο κοινωνικός ιστός της τοπικής κοινωνίας. Ευχόμαστε ολόψυχα στο μέλλον να υπάρξουν ακόμη περισσότερες γεννήσεις, ακόμα περισσότερα παιδικά χαμόγελα στο νησί», λέει ο ίδιος.
Σημειώνεται ότι μέσα σε τρία χρόνια δράσης, η HOPEgenesis έχει υποστηρίξει πάνω από 160 οικογένειες, ενώ έχουν γεννηθεί περισσότερα από 90 παιδιά και αναμένονται να γεννηθούν άλλα 80 στους αμέσως επόμενους μήνες, σε περιοχές με ελάχιστες έως μηδενικές γεννήσεις, γεγονός που συμβάλλει ουσιαστικά στο σύνολο του κοινωνικού και οικονομικού ιστού αυτών των περιοχών. Καθώς η δράση της εξαπλώνεται, αυξάνονται παράλληλα οι περιοχές δράσης της, οι ωφελούμενες που εντάσσονται στο πρόγραμμά της, οι ιατροί και τα ιατρικά κέντρα που παρέχουν τις υπηρεσίες τους, και, ως εκ τούτου, πολλαπλασιάζονται τα μωρά που έρχονται στον κόσμο με την υποστήριξή της.
“Από το 2011 και μετά, για πρώτη φορά από τότε που υπάρχουν στοιχεία, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται σταδιακά”
Ίσα δικαιώματα απέναντι στη μητρότητα
To δημογραφικό πρόβλημα της χώρας είναι όμως ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα που απαιτεί πολυεπίπεδες λύσεις. Ο κ. Χανδακάς εκτιμά πως υπάρχουν περιθώρια για σταδιακή αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας, εάν ακολουθηθούν συνδυαστικές πολιτικές και κοινωνική συνοχή. Γι’ αυτό και το εγχείρημα της HOPEgenesis είναι ένα υπαρκτό παράδειγμα της ενίσχυσης των γεννήσεων στην Ελλάδα και της αναβίωσης απομακρυσμένων ακριτικών περιοχών. Επιπλέον, με τη συμβολή του προγράμματος στη διεξαγωγή μελετών, της ενημέρωσης, της ευαισθητοποίησης και της εκπαίδευσης φορέων και πολιτών σε όλη την Ελλάδα γίνεται πράξη μια μακροχρόνια δημογραφική πολιτική, που απαιτεί τη συνέργεια του δημοσίου, ιδιωτικού φορέα και των κοινωφελών οργανώσεων, παρέχοντας κίνητρα για τους νέους να τεκνοποιήσουν και, εν τέλει, να επαναπροσδιορίσουν τον όρο οικογένεια.
«Προσανατολισμένοι στο στόχο μας, που είναι όλες οι γυναίκες να έχουν ίσα δικαιώματα απέναντι στην μητρότητα, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας τους και την οικονομική τους κατάσταση, το επόμενο στάδιο ανάπτυξης της οργάνωσής μας είναι η αύξηση του αριθμού των ωφελούμενων γυναικών και η επέκταση του προγράμματος σε περισσότερες περιοχές, που παρουσιάζουν αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων και έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε μαιευτικές υποδομές. Πολύ σημαντική βεβαίως είναι και η ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση φορέων για το μείζον πρόβλημα της υπογεννητικότητας μέσω της αύξησης των οδοιπορικών μας στις περιοχές ανά την Ελλάδα που το πρόβλημα εμφανίζεται οξύτερο. Επιπρόσθετα, ξεκινήσαμε την παροχή υπηρεσιών θεραπειών υπογονιμότητας σε γυναίκες ακριτικών νησιών, που επιθυμούν να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί, αλλά αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας. Η πρόσθετη δράση θα συμβάλλει στην συνολική προσπάθειά μας για την επίτευξη του σκοπού της», τονίζει ο κ. Χανδακάς για τους επόμενους στόχους του προγράμματος.
Για πρώτη φορά γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο στην Ελλάδα
Η ανάγκη όμως για τη στήριξη αντίστοιχων δράσεων γίνεται ακόμα πιο κατανοητή αν ληφθούν υπόψιν και τα στοιχεία για το δημογραφικό πλέον πρόβλημα της Ελλάδας, τα οποία προκύπτουν από τις εκάστοτε έρευνες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας κατά καιρούς. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης που εκπόνησε η διαΝΕΟσις στις αρχές του έτους, πλέον, και για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία, στη χώρα μας γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο. Από το 2011 και μετά, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται, ενώ μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα). Κατά την εξαετία 2010-2016 δε, μειώθηκε ο πληθυσμός της χώρας κατά 370.000 περίπου άτομα.
Kι αυτό την ώρα που σε απόλυτους αριθμούς, από το 1960 μέχρι το 2010 ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε από τα 8,3 στα 10,7 εκατομμύρια κατοίκους. Τυπικά όμως η δημογραφική κατάρρευση του ελληνικού πληθυσμού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν οι γεννήσεις ανά έτος μειώθηκαν από τις 150.000 στις 100.000 φτάνοντας στο 2011 που για πρώτη φορά μεταπολεμικά ο αριθμός των θανάτων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων.
Τα επόμενα χρόνια ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί -σύμφωνα με τις εκτιμήσεις- από 4,7 εκατ. το 2015 σε 3-3,7 εκατ., ενώ ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός (δηλαδή όλοι οι πολίτες ηλικίας 20-69 ετών που δυνητικά θα μπορούσαν να δουλέψουν) θα μειωθεί από 7 εκατ. το 2015 σε 4,8-5,5 εκατομμύρια. Χαρακτηριστικό είναι επίσης πως ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκατ. σήμερα σε 1,4 εκατ. (αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκατ. (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050, αφού πρώτα όμως πρώτα προηγηθεί μια έντονη διακύμανση κατά τις δεκαετίες που θα μεσολαβήσουν.
Mε βάση τις δημογραφικές προβολές της Παγκόσμιας Τράπεζας, αναμένεται ότι στο μέσον του 21ου αιώνα ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας μόλις θα ξεπερνά τα 9,5 εκατομμύρια και θα συνεχίσει να μειώνεται όσο η γονιμότητα θα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Η πιο δυσοίωνη πρόβλεψη όμως συνοψίζεται στη βαθιά γήρανσή του η οποία σταδιακά θα συντελεστεί: από το συνολικό πληθυσμό των 9,5 εκατομμυρίων το 2050, τα 3,4 εκατομμύρια (36%) θα είναι άνω των 65 ετών. Δηλαδή σε χρονική απόσταση μιας γενιάς ο ελληνικός πληθυσμός θα είναι ένας πληθυσμός στα πρόθυρα της δημογραφικής κατάρρευσης.
Σύμφωνα όμως και με μελέτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο παγκόσμιος πληθυσμός εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 9,8 δισ. το 2050, από τα 7,6 δισ. που είναι σήμερα. Η αύξηση αυτή θα προέρχεται κυρίως από μία ομάδα αναπτυσσόμενων χωρών (47 στο σύνολο) όπως, η Νιγηρία, το Πακιστάν και η Αιθιοπία. Οι χώρες αυτές παρουσίασαν ένα σχετικά υψηλό επίπεδο γονιμότητας κατά την περίοδο 2010-2015, το οποίο ανήλθε σε 4,3 γεννήσεις ανά γυναίκα, ενώ ο πληθυσμός τους αναμένεται να αναπτυχθεί με ταχύ ρυθμό, γύρω στο 2,4% ετησίως. Παρόλο που ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού των χωρών αυτών λογικά θα επιβραδυνθεί σημαντικά τις προσεχείς δεκαετίες, ο συνολικός τους πληθυσμός (περίπου ένα δισεκατομμύριο το 2017) προβλέπεται να αυξηθεί κατά 33% μεταξύ 2017 και 2030 φτάνοντας τα 1,9 δισεκατομμύρια άτομα το 2050.
Να αναφερθεί βέβαια πως τα τελευταία χρόνια, η γονιμότητα έχει μειωθεί σε όλες σχεδόν τις περιοχές του κόσμου. Ακόμη και στην Αφρική, όπου τα επίπεδα γονιμότητας είναι συγκριτικά τα υψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη περιοχή, η συνολική γονιμότητα μειώθηκε από 5,1 γεννήσεις ανά γυναίκα το 2000-2005 σε 4,7 κατά την περίοδο 2010-2015.
Παράλληλα, σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου του Βερολίνου για τον πληθυσμό και την ανάπτυξη, η Ευρώπη είναι δημογραφικά διαιρεμένη με το βορρά και το κέντρο της ηπείρου να παρουσιάζουν σχετικά υψηλούς δείκτες γονιμότητας και μετανάστευσης και το νότο να καταγράφει επιταχυνόμενη γήρανση και απώλειες πληθυσμού. Ουσιαστικά, σήμερα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι γυναίκες αποκτούν λιγότερα παιδιά από όσα απαιτούνται για να μείνει σταθερός ο πληθυσμός τους.
Το επίπεδο αντικατάστασης γενεών αποτιμάται στα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα, αλλά σήμερα οι δείκτες γονιμότητας των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών απέχουν σημαντικά από το στόχο αυτό. Στην κορυφή βρίσκεται η Ισλανδία με δείκτη γονιμότητας 2,2 παιδιών ανά γυναίκα ακολουθούμενη από Ιρλανδία (2,08) και Γαλλία(2,05). Στο Βορρά, η Νορβηγία, η Φινλανδία και η Σουηδία έχουν επίσης υψηλούς δείκτες γονιμότητας. Αντίθετα, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική στο Νότο, καθώς Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία είχαν το χαμηλότερο δείκτη γονιμότητας κατά μέσο όρο (1,3 παιδιά ανά γυναίκα) το 2015 με τη διαίρεση αυτή της Ευρώπης να παραμένει αμετάβλητη από το 2010.
Σαφώς η μείωση του επιπέδου γονιμότητας έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο έναν βραδύτερο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού αλλά και έναν συνολικά ηλικιωμένο πληθυσμό. Ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω στην Ελλάδα αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2050 και να τριπλασιαστεί έως το 2100, αυξάνοντας από 962 εκατομμύρια παγκοσμίως το 2017 σε 2,1 δισεκατομμύρια το 2050 και 3,1 δισεκατομμύρια το 2100.
Στην Ευρώπη, το 25% του πληθυσμού είναι ήδη άνω των 60 ετών. Το ποσοστό αυτό αναμένεται να φτάσει το 35% το 2050 και να παραμείνει γύρω από αυτό το επίπεδο κατά το δεύτερο μισό του αιώνα. Οι πληθυσμοί σε άλλες περιοχές προβλέπεται επίσης να ωριμάσουν σημαντικά κατά τις επόμενες δεκαετίες, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί έως το 2100. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 80 ετών και άνω αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά έως το 2050, από 137 εκατομμύρια το 2017 σε 425 εκατομμύρια.