Την τελευταία δεκαετία, οι ψυχολόγοι ενδιαφέρονται ολοένα και περισσότερο για την επίδραση της εκμάθησης ξένων γλωσσών στις διάφορες λειτουργίες του εγκεφάλου μας. Εκτός από την αλλαγή της ποιότητας των αναμνήσεων μας, η εναλλαγή μεταξύ των γλωσσών μπορεί να επηρεάσει επίσης τον τρόπο που παίρνουμε αποφάσεις και την στάση μας απέναντι σε ηθικά διλήμματα.
Με άλλα λόγια, μιλώντας μια δεύτερη γλώσσα, υπάρχει η πιθανότητα να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πιο λογικά, να γίνουμε πιο ανοιχτόμυαλοι και να αισθανόμαστε πιο ασφαλείς απέναντι στα διάφορα συμβάντα που μας φέρνουν αντιμέτωπους με την αβεβαιότητα. Αυτό είναι γνωστό ως «φαινόμενο της ξένης γλώσσας» και τα οφέλη του μπορούν να αποτελέσουν έμπνευση για οποιονδήποτε επιθυμεί να εμπλουτίσει τις γνώσεις του μαθαίνοντας μια γλώσσα πέρα από τη μητρική του.
Το φαινόμενο της ξένης γλώσσας δεν πρέπει να συγχέεται με την παλαιότερη έννοια του «γλωσσικού ντετερμινισμού», η οποία προτείνει ότι συγκεκριμένες λέξεις ή και η γραμματική μιας γλώσσας μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο.
Η επίδραση της ξένης γλώσσας δεν εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μητρικής γλώσσας που μιλάει κάποιος. Αντίθετα, σχετίζεται με τη γενική εμπειρία της μετάβασης από μια πρώτη-μητρική σε μια δεύτερη-ξένη γλώσσα. Ουσιαστικά περιστρέφεται γύρω από το πώς θα αλλάξει η σκέψη μας, όταν από τα ελληνικά, τα οποία τα μιλάμε από την κούνια μας, περάσουμε για παράδειγμα στα ιταλικά, που γνωρίζουμε μετά βίας δυο τρεις λέξεις.
Πώς διαπιστώθηκε ότι μια ξένη γλώσσα αλλάζει τον τρόπο που παίρνουμε αποφάσεις
Στα άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα τέθηκε το εξής δίλημμα:
«Φανταστείτε ότι στέκεστε σε μια πεζογέφυρα, ώσπου ξαφνικά, βλέπετε ένα τρένο που ετοιμάζεται να πατήσει πέντε άτομα, τα οποία περπατούν στις γραμμές. Ο μόνος τρόπος για να σωθούν αυτοί οι πέντε άνθρωποι είναι να σπρώξετε έναν βαρύ άνδρα από τη γέφυρα, με στόχο να προσγειωθεί μπροστά από το τρένο. Τί θα κάνετε;»
Ο υπέρβαρος άνδρας θα πεθάνει, αλλά η πρόσκρουση θα εμποδίσει το τρένο να χτυπήσει τα πέντε άτομα στις ράγες. Επομένως, αυτή θεωρούταν για τους ειδικούς η «χρηστική» επιλογή. Όμως, πολλοί άνθρωποι ένιωσαν τόσο ισχυρή αποστροφή απέναντι στην ιδέα να ωθήσουν τον άνδρα στον θάνατό, που θα προτιμούσαν να μην προβούν σε καμία απολύτως ενέργεια, παρόλο που αυτό θα σήμαινε ότι θα χάνονταν πολλές περισσότερες ζωές.
Σε ένα προκαταρκτικό πείραμα, η ομάδα των ερευνητών ζήτησε από τους συμμετέχοντες που είχαν διδαχθεί τα ισπανικά ως δεύτερη γλώσσα να εξετάσουν αυτό το δίλημμα είτε στη μητρική τους γλώσσα, είτε στα ισπανικά.
Όπως είχαν υποθέσει οι ερευνητές, οι συμμετέχοντες είχαν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να κάνουν τη χρηστική επιλογή όταν χρησιμοποιούσαν τα ισπανικά. σε σύγκριση με το ενδεχόμενο να σκέφτονταν και να εκφράζονταν στα αγγλικά.
Περαιτέρω πειράματα έδειξαν ότι η ομιλία μιας ξένης γλώσσας περιορίζει αυτό που είναι γνωστό ως «εφέ της πλαισίωσης». Μειώνει δηλαδή την τάση μας να επηρεαζόμαστε από μια συγκεκριμένη διατύπωση των πληροφοριών και μας βοηθά να εστιάζουμε στην πληροφορία αυτή καθαυτή.
Το παιχνίδι μνήμης
Οι άνθρωποι κωδικοποιούμε τις αναμνήσεις μας μέσω λεκτικών αφηγήσεων. Με άλλα λόγια, ορισμένες λέξεις προκαλούν στον εγκέφαλό μας συγκεκριμένους συσχετισμούς, που συνδέονται με ένα γεγονός και το βοηθούν να παραμένει ζωντανό στο μυαλό μας.
Αυτός είναι ο λόγος που μια παιδική ανάμνηση μπορεί να μοιάζει λιγότερο ζωντανή όταν την ανακαλούμε χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που μάθαμε μετά τη μητρική μας. Κι ενώ αυτό μπορεί να είναι ένα μειονέκτημα για κάποιον που θέλει να γράψει τα απομνημονεύματά του σε μια ξένη γλώσσα, θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους να επεξεργαστούν επώδυνα γεγονότα. Κι αυτό γιατί οι συμμετέχοντες που κλήθηκαν να μιλήσουν για ένα παιδικό τραύμα σε μια δεύτερη γλώσσα εμφάνισαν λιγότερη συναισθηματική δυσφορία από εκείνους που εξιστορούσαν το γεγονός στη μητρική τους γλώσσα.
Πώς το φαινόμενο της ξένης γλώσσας επιδρά ακόμη και σε στοιχεία της προσωπικότητάς μας
Στον σημερινό κόσμο, είναι σύνηθες να χρησιμοποιούμε δύο ή και περισσότερες γλώσσες στην καθημερινή μας ζωή. Ωστόσο, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να αγνοούμε εντελώς πώς αυτό επηρεάζει τη σκέψη μας. Κι όμως, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσουμε μια γλώσσα έναντι κάποιας άλλης, ασκούμε σημαντική επίδραση στις τελικές μας αποφάσεις.
Σκεπτόμενοι σε μια άλλοι γλώσσα επιτρέπουμε στον εαυτό μας να υιοθετήσει μια διαφορετική νοοτροπία. Έχουμε την ευκαιρία να είμαστε λίγο πιο αποστασιοποιημένοι από τα γεγονότα και ως εκ τούτου, πιο αντικειμενικοί και ευέλικτοι.
Επομένως, θα μπορούσαμε σκόπιμα να επιστρατεύουμε τη δεύτερη γλώσσα μας όταν μελετάμε φερ′ ειπείν τις πιθανότητες να κάνουμε μια επένδυση και θέλουμε να εκτιμήσουμε πιο ορθολογικά τους κινδύνους.
Ή όταν για παράδειγμα αντιμετωπίζουμε μια προσωπική αναστάτωση, ίσως διαπιστώσουμε ότι η περιγραφή της κατάστασης στη δεύτερη γλώσσα, μας βοηθά να ηρεμήσουμε κάποιους από τους φόβους ή τα άγχη μας.
(Με πληροφορίες από Guardian).