Συνήθισε το μάτι μας στη βία. Εθίστηκε στις ωμές σκηνές των τηλεοπτικών δελτίων, στις αποκρουστικές ειδήσεις, στα fake news. Βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από τη βία και όσο την απεχθανόμαστε, τόσο περισσότερη θέλουμε να καταναλώσουμε. Δεν κλείνει το στομάχι μας. Περιμένουμε να μας χορτάσει η σκοτεινή απόλαυση της βαρβαρότητας. Άραγε, τα ΜΜΕ έχουν τη δύναμη να αυξήσουν τα ποσοστά βίας ή είναι de facto στη φύση του ανθρώπου;
Η εγκληματολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Εγκληματικότητα και ΜΜΕ» (εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη) Βασιλική Θεολόγη εξηγεί στη HuffPost Greece για το πώς αποτυπώθηκε η βία τα τελευταία χρόνια στα ΜΜΕ, πόσο επηρεάζει ενήλικες και παιδιά, αλλά και ποιο είναι το αντίδοτο για την αντιμετώπισή της.
ΜΜΕ και Μνημόνιο: Πώς αποτυπώνεται η βία στα ΜΜΕ την περίοδο της κρίσης;
Κατά την περίοδο της κρίσης παρατηρείται μια μετατόπιση της προβολής του φαινομένου της βίας από τα ΜΜΕ: από τη φυσική βία και τη βιαιοπραγία – βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο των περισσότερων προσφιλών εγκλημάτων που φιλοξενούν τα ΜΜΕ- στην ψυχολογική βία.
Η άσκησή της δεν πραγματοποιείται αυθαίρετα, αλλά μέσω της επικοινωνιακής στρατηγικής της προπαγάνδας. Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, αλλά και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης υιοθετούν την επιλεκτική διάχυση, διαφορετικών πτυχών της είδησης-οικονομικού κυρίως ή πολιτικού χαρακτήρα- η οποία θα έρθει στη συνέχεια να εσωτερικευτεί από τους πολίτες.
Η χειραγώγηση των πολιτών από τα ΜΜΕ, περιλαμβάνει την ενορχηστρωμένη ανάδειξη θεμάτων οικονομικού χαρακτήρα, με αρνητικά πρόσημα όπως η υψηλή ανεργία, η αύξηση της μικροεγκληματικότητας της καθημερινότητας, η απειλητική εκδοχή του μεταναστευτικού ζητήματος. Όλα τα παραπάνω αρνητικά στερεότυπα που βαπτίζονται στην κολυμπήθρα της είδησης, ενισχύουν την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα των πολιτών. Σκοπός της επικοινωνιακής προπαγάνδας είναι το ανασφαλές κοινό να αποδεχθεί τα σκληρά μέτρα λιτότητας-που προβάλλονται ως αναγκαία-προκειμένου να διασφαλιστεί η επιβίωσή του.Συνεπώς, η « αστυνόμευση της σκέψης» του Φουκώ, παρουσιάζεται περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.
Ποιες βασικές αρχές δεοντολογίας δεν σέβονται οι Έλληνες δημοσιογράφοι όσον αφορά την προβολή περιστατικών βίας και εγκληματικότητας;
Η έντονη οικονομική πίεση που ασκείται στα Μέσα Επικοινωνίας και Κοινωνικής Δικτύωσης, προκειμένου να αποσπούν τη μεγαλύτερη δυνατή τηλεθέαση, ακροαματικότητα, επισκεψιμότητα και να εξασφαλίζουν υψηλές εισπράξεις από τη διαφήμιση, οδηγεί τους δημοσιογράφους στην αποσπασματική μετάδοση της είδησης για τη βία και το έγκλημα-που η ταχύτητα υπαγορεύει-στον εντυπωσιασμό και την σκηνοθεσία των γεγονότων, που το αδηφάγο κοινό επιθυμεί.
Σε αυτά τα πλαίσια, οι δημοσιογράφοι των crime news προχωρούν στην κατασκευή της είδησης που οδηγεί συνολικά, στην καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Όπως εμφαίνεται στον σχετικό ιστότοπο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ)-που θεσπίστηκε με σκοπό να θωρακίσει τους πολίτες από την δημοσιογραφική αυθαιρεσία-οι παραβιάσεις αυτές αφορούν: στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την προστασία της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας του ατόμου, τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, το άσυλο της κατοικίας, κ.α.
Παρότι η ΕΣΗΕΑ πρότεινε την αυτορρύθμιση του Δημοσιογραφικού-κυρίως του Ραδιοτηλεοπτικού τοπίου – με τον Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της, που πιστοποιήθηκε με το Νόμο 2328/1998, εν τούτοις η αυτοδέσμευση των δημοσιογράφων προσέδωσε μόνο ηθική και όχι νομική απαξία στην συμπεριφορά τους.
Θα πρέπει ωστόσο να αναφεφθεί το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος ενδέχεται να εργάζεται σε περιβάλλον που δεν παρατηρείται ελεύθερη δημοσιογραφική δράση. Συνεπακόλουθα, αν δεν εφαρμόσει τους κανόνες που επιβάλλονται από τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ τίθεται σε αμφιβολία η επαγγελματική του επιβίωση.
Υπάρχουν έρευνες που καταγράφουν ότι άτομα όπως ο Φύσσας, ο Κωστόπουλος, ο Γιακουμάκης, η Τοπαλούδη σκοτώθηκαν από τα μίντια δυο φορές. Ποια είναι η τοποθέτησή σας;
…Και πιο πριν κάτι αντίστοιχο είχε διατυπωθεί για την υπόθεση Σεργιανόπουλου, και άλλων πολύκροτων υποθέσεων. Ας μην ξεγελιόμαστε από αφορισμούς αυτής της εκδοχής. Δεν βοηθούν ούτε την ορθή άσκηση της δημοσιογραφίας ούτε τους ευσυνείδητους δημοσιογράφους που δραστηριοποιούνται στο χώρο. Το στοιχείο εκείνο που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι το έγκλημα ως είδηση, δεν αποτελεί μόνο τρόπο πληροφόρησης του κοινού, αλλά επιτελεί –για τη διεύθυνση των ειδήσεων- ένα ακόμη ρόλο, αυτό της ψυχαγωγίας. Η εικόνα του «μυθιστορηματικού» εγκληματία, του εγκλήματος που αποκτά χαρακτηριστικά αφηγήματος, αναπαράγεται για ημέρες από τα δελτία ειδήσεων και τις αντίστοιχες εκπομπές, δημιουργώντας τα επονομαζόμενα «κύματα εγκληματικότητας». Επίσης, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού.
Σε αυτές τις περιπτώσεις αποδεικνύεται περίτρανα η συγχώνευση της ψυχαγωγίας και των ειδήσεων.
Μια άλλη παράμετρος που έχει σημασία είναι ότι, οι οικογένειες των δραστών ή των θυμάτων, είναι εκείνες που περιπλέκονται στον ιστό της αδηφάγου ενημέρωσης. Για το λόγο αυτό ξαναζούν την δραματική κατάσταση της απώλειας, έντονα και για μεγάλο χρονικό διάστημα, όσο δηλαδή διαρκεί η ενημέρωση.
Ωστόσο, χρειάζεται να προλαμβάνονται συμπεριφορές μυθοπλαστικής απεικόνισης του εγκλήματος με την εφαρμογή των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας που ήδη υπάρχουν, μέσω της άμεσης ενεργοποίησης του ΕΣΡ.
Ως ανεξάρτητη αρχή, το ΕΣΡ πρέπει να λειτουργεί προληπτικά και όχι κατασταλτικά, σε κάθε έγκλημα που ανακύπτει με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, επιβεβαιώνοντας τον σημαντικό θεσμικό του ρόλο, μακριά από κυβερνητικές περιχαρακώσεις και πολιτικούς λεονταρισμούς.
Η δημοσιογραφία είναι βία από μόνη της; Γιατί δεν ακούμε συχνότερα καλές ειδήσεις;
Η δημοσιογραφία εμπεριέχει το καθήκον ενημέρωσης του κοινού. Συνεπώς, για να απαντήσω στο ερώτημά σας, η βία δεν είναι δημοσιογραφία. Όπως επίσης δεν αποτελεί δημοσιογραφία η δόλια ή εκβιαστική απόσπαση πληροφοριών –με ανεπίτρεπτα μέσα- με το πρόσχημα της πληροφόρησης του κοινού.
Παρόλα αυτά, η δομή των ειδήσεων όχι μόνο περικλείει αλλά και προϋποθέτει τις ειδήσεις για τη βία και το έγκλημα, λόγω των βασικών στοιχείων που παρουσιάζουν και ωθούν το κοινό στην αναζήτησή τους. Δηλαδή αμεσότητα (η είδηση προβάλλεται σε πραγματικό χρόνο), δραματοποίηση (το δράμα και η σύγκρουση προσελκύουν το κοινό), προσωποποίηση και νεωτερικότητα (προσφέρουν πρωτογενή πληροφόρηση άρα παρουσιάζουν συνεχή ροή). Την συγκεκριμένη όψη των» κακών ειδήσεων» επιβάλουν οι κανόνες της αγοράς καθώς αποδεικνύεται- διαχρονικά- επικερδής.
Η βία που προβάλλεται στην τηλεόραση μπορεί να οξύνει το φαινόμενο της βίας στην κοινωνία; Μπορούν να επηρεαστούν τα παιδιά;
Αυτή η διαπίστωση αποτελεί σημαντική, θεωρητική εισαγωγή στην ψυχολογία των αποτελεσμάτων των ΜΜΕ. Αν υποτεθεί ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν για τον κοινωνικό κόσμο μέσω των διαδικασιών μάθησης τότε και τα ΜΜΕ αποτελούν μια αντίστοιχη διαδικασία. Τα ΜΜΕ εγκαθιδρύουν πρότυπα και συμπεριφορές, που οι άνθρωποι έρχονται να αντιγράψουν και να μιμηθούν, μέσω της παρατήρησης της συμπεριφοράς. Τα βίαια πρότυπα προβάλλονται καθημερινά από τα ΜΜΕ, σε εκπομπές ποικίλου περιεχομένου και σε ζώνες υψηλές τηλεθέασης. Εύλογα λοιπόν οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι η τηλεόραση κατακλύζεται από περιστατικά βίας καθώς-μεταξύ άλλων- δίνει έμφαση στις βίαιες λύσεις στα προβλήματα.
Τα παιδιά έρχονται απλά να αντιγράψουν, να μιμηθούν και να αναπαράγουν ό, τι συμβαίνει στην κοινωνία των «μεγάλων». Ο φαύλος κύκλος της βίας εξελίσσεται μέσα από τις δικές τους συμπεριφορές, που απλά μιμούνται άκριτα, όπως έχει υποστηρίξει κατά το παρελθόν ο Bandura.
Ποιες λύσεις υπάρχουν για την καταπολέμηση της βίας που προβάλλουν τα ΜΜΕ;
Με δεδομένο ότι την αρχική επιλογή της είδησης υπαγορεύουν κριτήρια –κυρίως εμπορικά- που δίδουν στο γεγονός την μορφή της είδησης και καθιστούν ορατή την διάκριση μεταξύ υπαρκτής πραγματικότητας και της πραγματικότητας των ΜΜΕ, οι ελπίδες για τον περιορισμό της προβολής της βίας από τα ΜΜΕ, περιορίζονται.
Οι θεσμικοί κανόνες- σε εθνικό επίπεδο-για την περιστολή της βίας από τα ΜΜΕ υπάρχουν(Ν.2172/1993, Ν. 2328/1995, Ν.2328/1998, ΠΔ 100/2000, Ν.3051/2002) Απουσιάζει όμως η βούληση από τα συνεργαζόμενα μέρη: Πολιτεία-Δημοσιογράφοι-ΕΣΡ.
Υπάρχει μέλλον στον Τύπο, χωρίς το λεγόμενο Κίτρινο Τύπο, δηλαδή τη «δημοσιογραφία του αίματος και του σπέρματος;»
Το ιδεατό θα ήταν να υπάρχει μέλλον στον Τύπο δίχως τη yellow journalism. Όμως αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να επισυμβεί διότι το κοινό δέχεται την συγκεκριμένη μορφή πληροφόρησης, ικανοποιώντας την –εσωτερική του- ανάγκη: να ξεφύγει από τα καθημερινά προβλήματα και τις πιέσεις.
Ποιο είναι το πιο φρικτό έγκλημα που παρακολουθήσατε από τα ΜΜΕ; Η προβολή τους μας κάνει τελικά σκληρότερους;
Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχουν «φρικτά εγκλήματα», καθώς τα περισσότερα ειδεχθή εγκλήματα ενέχουν στοιχεία αποτροπιασμού. Βέβαια τα εγκλήματα που στρέφονται κατά των ανηλίκων ή όσα αφορούν σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας είναι εκείνα που προκαλούν τα δικά μου αντανακλαστικά.
Αν θα έδινα μια σαφή απάντηση στο πρώτο σκέλος του ερωτήματός σας, θα αναφερόμουν στην υπόθεση Σορίν Ματέι για τα πρωτοφανή της χαρακτηριστικά. Ήταν η πρώτη υπόθεση, ομηρείας κατά την οποία ο δράστης της αξιόποινης πράξης ( που σημειωτέον εισέβαλε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης στα Κάτω Πατήσια και κράτησε όμηρους τους τέσσερις ενοίκους με την απειλή χειροβομβίδας) τηλεφώνησε σε τηλεοπτικό σταθμό και συνομιλούσε –διεκδικούσε τα αιτήματά του- επί τέσσερις ώρες με δημοσιογράφο-κεντρικό παρουσιαστή ειδήσεων.
Αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης « διαπραγμάτευσης» ήταν ο θάνατος μιας γυναίκας από έκρηξη χειρομβοβίδας, η αργοπορία των κινήσεων των αστυνομικών αρχών και η υποκατάσταση των θεσμών.
Αναφορικά με την εγκληματικότητα, εκείνο το στοιχείο που υπερισχύει είναι η υπερπροβαλλόμενη ειδησεογραφικά εικόνα της, με αποτέλεσμα ο πολίτης να υιοθετεί μια ανασφαλή στάση.
Ο υπερβολικός φόβος του εγκλήματος μετατρέπει τον πολίτη σε δυσκοινωνική προσωπικότητα, που επιλέγει να κλειστεί στο σπίτι του, να μην εμπιστεύεται τους συνανθρώπους του, προκειμένου να προφυλαχθεί από τον επιγενόμενο κίνδυνο.
*Η Βασιλική Κ. Θεολόγη είναι Διδάκτωρ Εγκληματολογίας της Νομικής Θράκης και Ειδική Επιστήμων του Τομέα Ποινικών κι Εγκληματολογικών Επιστημών της ίδιας Σχολής.