Η απόρρητη γνωμοδότηση του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών. Στροφή 180 μοιρών της πολιτικής των ΗΠΑ στο Παλαιστινιακό;

Παρ' όλα αυτά, όσες εκτιμήσεις και δηλώσεις κι αν παρατεθούν, γεγονός είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ακόμα δεν έχει αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του και δεν έχει καθορίσει ποια πρόσωπα θα αποτελούν το επιτελείο του. Αν ληφθούν υπ' όψιν οι εκτιμήσεις των απανταχού επικριτών του, πιθανότατα να μην έχει αναλογισθεί ούτε καν ο ίδιος το βάρος της ευθύνης που ανέλαβε. Εντός των επομένων δύο μηνών αναμένεται να ειπωθούν και να ανακοινωθούν πολλά, που ενδεχομένως να μην επιβεβαιωθούν ποτέ. Και αν κάτι είναι απόλυτα σίγουρο: Η αβεβαιότητα αυτή θα διατηρηθεί τουλάχιστον μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2017, όταν πλέον ο Τραμπ και το επιτελείο του θα αναλάβουν επίσημα τα καθήκοντά τους στον Λευκό Οίκο.
|
Open Image Modal

Πέρασαν πάνω από 24 ώρες από την απρόσμενη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, και το αίσθημα έκπληξης στην παγκόσμια κοινή γνώμη δεν έχει καταλαγιάσει. Το ίδιο αμήχανη όμως φαίνεται να είναι και η διεθνής διπλωματία, η οποία προσπαθεί να αποκρυσταλλώσει τις λιγοστές δηλώσεις του νεοεκλεγέντος Προέδρου σχετικά με τα ζητήματα διεθνούς ενδιαφέροντος. Είναι γεγονός ότι κατά την προεκλογική περίοδο στο επίκεντρο τέθηκαν ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, ενώ η διεθνής πραγματικότητα έμενε σταθερά στο περιθώριο. Τώρα λοιπόν, πίσω από τα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα και τις διερευνητικές δηλώσεις ξένων αξιωματούχων που καταφθάνουν στην αμερικανική πρωτεύουσα από όλες τις γωνιές της Γης, κρύβεται η εξής απλή απορία: Πώς θα διαμορφωθεί από εδώ και πέρα η εξωτερική πολιτική της αμερικανικής υπερδύναμης, όταν στις 20 Ιανουαρίου 2017 ο νεοεκλεγείς Ντόναλντ Τραμπ θα αναλάβει τα καθήκοντά του.

Θέλοντας να διαπιστώσει κανείς τον βαθμό της αμηχανίας που έφερε η είδηση της νίκης του Τραμπ στις ξένες κυβερνήσεις, αρκεί να παρατηρήσουμε από κοντά τη στάση του πιο πιστού συμμάχου των ΗΠΑ - του Ισραήλ.

Το ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών, τόσο μέσω των δικτύων κοινωνική δικτύωσης όσο και από τα ΜΜΕ της χώρας, φρόντισε να τονίσει τις αγαστές διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ. Οι φωτογραφίες που δημοσίευσαν τα ισραηλινά μέσα με τις εγκάρδιες χειραψίες του Νετανιάχου με τον Ντόναλντ Τραμπ, ουσιαστικά εκφράζουν την ελπίδα των Ισραηλινών ότι δεν θα επαναληφθούν οι κατά καιρούς δυσαρμονικές επαφές με τον Μπαράκ Ομπάμα, ή ακόμα περισσότερο, με τον Υπουργό Εξωτερικών Τζoν Κέρι.

Άραγε, πόσο αληθής είναι η αίσθηση αισιοδοξίας που εκφράζει η επίσημη ισραηλινή πλευρά, μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος στην Αμερική;

Η αποκάλυψη της HaAretz

Η έγκυρη εφημερίδα HaAretz έχει μακρά παράδοση στο να αποκαλύπτει υπηρεσιακά έγγραφα, με σκοπό να φέρει σε αμηχανία την κυβέρνηση Νετανιάχου. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε χθες, 10/11, προτού συμπληρωθούν 24 ώρες από την εκλογή Τραμπ, όταν η HaAretz δημοσιοποίησε απόρρητη υπηρεσιακή γνωμοδότηση του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, που απευθύνεται σε όλες τις Πρεσβείες της χώρας. Η ενημερωτική αυτή εγκύκλιος φέρει τον τίτλο «Διακυβέρνηση Τραμπ - Αρχικές Παρατηρήσεις» και περιλαμβάνει έκθεση του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών, που υπάγεται απευθείας στο ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών, σχετικά με τη γραμμή που εκτιμάται ότι θα ακολουθήσει στα τρέχοντα διεθνή ζητήματα ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των ΗΠΑ.

Κατά το δημοσίευμα της HaAretz, στην οικεία γνωμοδότηση του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, όσον αφορά τη στάση των ΗΠΑ όσον αφορά τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή, αναγράφονται χαρακτηριστικά τα εξής: «Δεδομένου του μειωμένου ενδιαφέροντός του ως προς τα διεθνή ζητήματα, ο Τραμπ δεν θέτει τη Μέση Ανατολή στις άμεσές του προτεραιότητές του και εκτιμάται ότι θα επιδιώξει να περιορίσει την αμερικανική ανάμιξη στην περιοχή. Ωστόσο, θα φανεί συνεπής στη συνέχιση του αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους, μέχρις ότου επιδιώκεται ο έλεγχος σημαντικών πόλεων όπως πχ της Μοσούλης στο Ιράκ ή της Ράκα στη Συρία».

Ως προς τη στάση του Τραμπ για την αραβοϊσραηλινή διένεξη, οι ισραηλινοί εμπειρογνώμονες δεν καταφέρνουν να καταλήξουν σε σαφή συμπεράσματα. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, η έκθεσή τους αναφέρει ότι «Η ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων δεν βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της διακυβέρνησης Τραμπ, αν και αυτό εκτιμάται να εξαρτηθεί από το επιτελείο που θα πλαισιώσει τον αμερικανό Πρόεδρο, ως επίσης και οι εξελίξεις στην περιοχή. Οι δηλώσεις που πραγματοποίησε ο Τραμπ δεν μαρτυρούν απαραίτητα και την πολιτική που θα ακολουθήσει. Από τη μια δήλωσε ότι στηρίζει τη διατήρηση των εβραϊκών οικισμών (σ.σ. στη Δυτική Όχθη, Ανατολική Ιερουσαλήμ) και ότι τάσσεται υπέρ της μεταφοράς της Πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, ενώ σε άλλες δηλώσεις του είπε ότι θέλει να τηρήσει ουδέτερη στάση προκειμένου τα εμπλεκόμενα μέρη να διαπραγματευθούν μόνα τους και να έρθουν σε συμφωνία».

Όσον αφορά τη γενικότερη τάση της διακυβέρνησης Τραμπ στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, οι Iσραηλινοί εμπειρογνώμονες καταλήγουν ότι «Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Τραμπ θα θελήσει να προσδιορίσει εκ νέου τον ρόλο των ΗΠΑ στην διεθνή πολιτική σκηνή. Ο ίδιος ο Τραμπ θα αποτελέσει πρόκληση για το διεθνές σύστημα. Η πρόσκλησή αυτή συνίσταται στη δυσκολία ώστε να αποκρυσταλλωθούν οι θέσεις του - επειδή ακριβώς το προσωπικό του ενδιαφέρον για την διεθνή πραγματικότητα είναι περιορισμένο. Είναι δύσκολο να χαρακτηρίσει κανείς τις θέσεις που υιοθετεί, εξ αιτίας των διφορούμενων δηλώσεών του. Ωστόσο, διαφαίνεται ότι οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ θα εκδηλώσουν τάσεις απομονωτισμού και μείωσης της ανάμιξής τους στη διεθνή σκηνή».

Εντύπωση προκαλεί ο τρόπος με τον οποίον εξηγούν οι Iσραηλινοί εμπειρογνώμονες την διαφαινόμενη τάση απομόνωσης της διακυβέρνησης Τραμπ ως προς τα διεθνή ζητήματα: Δεδομένου ότι ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι έμπειρος επιχειρηματίας, βλέπει την πραγματικότητα με κριτήριο τον υπολογισμό «κέρδους-ζημίας». Για αυτόν το λόγο εκτιμάται ότι οι αποφάσεις του θα λαμβάνονται με κριτήριο την ικανοποίηση των άμεσων, «στενών» συμφερόντων των ΗΠΑ, χωρίς να εστιάζουν στη «γενικότερη μεγάλη εικόνα» και σε ένα μακροπρόθεσμο όραμα για το διεθνές σύστημα. «Ο Τραμπ εξέφρασε αντικρουόμενες θέσεις επί βασικών διεθνών ζητημάτων και δεν μας έχει καταστεί σαφές εάν αυτό αποτελεί δείγμα μίας πολιτικής πραγματισμού. Κατά την άποψή μας, η περιορισμένη γνώση του Τραμπ επί των διεθνών διενέξεων θα μπορέσει να καλυφθεί από το επιτελείο που θα διορίσει στον Λευκό Οίκο, εφόσον βέβαια αυτό θα είναι σε θέση να καθορίσει την εξωτερική πολιτική που θα εφαρμοσθεί».

Σύμφωνα πάντα με το ίδιο έγγραφο του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, ο Τραμπ βλέπει τη Ρωσία ως σύμμαχο, ειδικά σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κατάστασης στη Συρία. Σημειώνεται μάλιστα, ότι ο Πρόεδρος Τραμπ διάκειται θετικά στη διατήρηση του Προέδρου Άσαντ στην εξουσία και στη μείωση της στρατιωτικής βοήθειας που διαθέτουν οι ΗΠΑ στους αντικαθεστωτικούς σουνίτες αντάρτες. Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ θεωρεί την Κίνα ως την σημαντικότερη απειλή κατά των ΗΠΑ και ενδιαφέρεται να τονίσει στο Πεκίνο την αμερικανική υπεροχή παντοιοτρόπως.

Διφορούμενη εκτιμάται να είναι η στάση του Προέδρου Τραμπ και ως προς το Ιράν: «Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Τραμπ τήρησε και σε αυτό το θέμα διφορούμενη στάση. Εξέφρασε την αντίθεσή του στη συμφωνία περί ελέγχου του πυρηνικού οπλοστασίου του Ιράν χωρίς να αποκλείει ότι θα την ακυρώσει όταν θα εκλεγεί, αλλά όσο πλησίαζε το τέλος της προεκλογικής περιόδου, απέφευγε να δηλώσει ξεκάθαρα τι θα κάνει», αναγράφει η HaAretz αναφερόμενη στο περιεχόμενο της έκθεσης.

Οι εμπειρογνώμονες του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών εκτιμούν ότι επίκειται μία γενικότερη αναθεωρητική τάση στις πολυμερείς διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι «Η επιχειρηματική θεώρηση της πραγματικότητας εκ μέρους του Τραμπ δεν θα τον εμποδίσει να επανεξετάσει την σκοπιμότητα διατήρησης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στον κόσμο, τον ρόλο των ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και την πιθανότητα να αποδεσμευθεί η χώρα του από διεθνείς πολυμερείς συμβάσεις οικονομικού κυρίως χαρακτήρα».

Το περιεχόμενο της γνωμοδότησης που φέρεται να έχει εκδοθεί από το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών ('ha'Merkaz le-Mekhkar Medini-"Mamad") που υπάγεται απευθείας στο ισραηλινό Υπουργείου Εξωτερικών μιλάει από μόνο του και δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό. Το γεγονός ότι έρχεται στο φως της δημοσιότητας από τον δημοσιογράφο Μπαράκ Ραβίντ - ο οποίος έχει αποδείξει πολλές φορές κατά το παρελθόν ότι διαθέτει αξιόπιστες πηγές - , αφήνει λίγα περιθώρια αναλήθειας περί της ύπαρξης ή καθαυτού του περιεχομένου του εγγράφου.

Παρ' όλα αυτά, δε σημαίνει ότι η συγκεκριμένη γνωμοδότηση είναι και η μοναδική που έχει συνταχθεί από τα αρμόδια τμήματα του ισραηλινού ΥΠΕΞ. Επομένως, δε σημαίνει απαραίτητα ότι εκφράζει και τον επικεφαλής του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, Βενιαμίν Νετανιάχου.

Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι σήμερα η HaAretz αποτελεί την σημαντικότερη - και μοναδική - αντιπολιτευτική δημοσιογραφική φωνή στο Ισραήλ. Ως εκ τούτου, η δημοσιοποίηση του περιεχομένου της συγκεκριμένης έκθεσης δεν αποκλείεται να στοχεύει να προσθέσει ακόμα έναν πονοκέφαλο στην κυβέρνηση Νετανιάχου, με σκοπό να δημιουργήσει μία κακή αρχή στις σχέσεις του ισραηλινού Πρωθυπουργού με τον νεοεκλεγέντα Ντόναλντ Τραμπ.

Παράλληλα όμως, δεν αποκλείεται το εν λόγω έγγραφο να αφέθηκε να διαρρεύσει σκόπιμα, μόνο και μόνο για να δοθεί το έναυσμα στο περιβάλλον του Προέδρου των ΗΠΑ να εκδηλώσει ξεκάθαρα τις προθέσεις του.

Και τελικά, ίσως έτσι να είναι τα πράγματα.

Το μήνυμα Τραμπ στην εφημερίδα Israel Hayom

Στο σημερινό φύλλο (11/11) της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας Israel Hayom δημοσιεύεται προσωπικό μήνυμα του Προέδρου Τραμπ που δόθηκε προσωπικά στον ανταποκριτή της στην Νέα Υόρκη, Μπόαζ Μπίσμοτ, λίγες ώρες μετά τη συνάντηση που είχε ο Ντόναλντ Τραμπ με τον απερχόμενο Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα στον Λευκό Οίκο χθες βράδυ.

Το γραπτό μήνυμα του Τραμπ προς την εφημερίδα Israel Hayom έχει επί λέξει ως εξής:

«Αγαπώ και σέβομαι το Ισραήλ και τους πολίτες του. Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ έχουν τόσες πολλές κοινές αξίες όπως ελευθερία έκφρασης, ελευθερία θρησκευτικής λατρείας και παροχή ευκαιριών προς τους πολίτες τους να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Πρόκειται να ενδυναμώσω ακόμα περισσότερο τους αδιάρρηκτους δεσμούς που ενώνουν αυτά τα δύο μεγάλα μας έθνη. Γνωρίζω πολύ καλά ότι το Ισραήλ είναι η μοναδική δημοκρατία στη Μέση Ανατολή, η μοναδική προστάτιδα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή, αποτελώντας φάρο ελπίδας για πολλούς ανθρώπους. Έχω την πεποίθηση ότι η διακυβέρνησή μου θα αναλάβει σημαντικό ρόλο, ώστε τα δύο μέρη (σ.σ. Ισραήλ και Παλαιστινιακή Αρχή) να επιτύχουν ειρήνη δίκαιη και διαρκή, η οποία πρέπει να συμφωνηθεί κατόπιν απ' ευθείας διαπραγμάτευσης και χωρίς έξωθεν επιβολή. Αυτό αξίζει στο Ισραήλ και στον εβραϊκό λαό».

Το μήνυμα αυτό του Τραμπ, που μάλλον θα συζητηθεί πολύ στο Ισραήλ τις επόμενες μέρες, έρχεται να συμπληρώσει τη συνέντευξη που παρέθεσε χθες (10/11) στον ραδιοφωνικό σταθμό του ισραηλινού στρατού, ο σύμβουλος του νεοεκλεγέντος αμερικανού Προέδρου κι αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Τραμπ, Τζέησον Γκρήνμπλατ, σχετικά με την πρόοδο της ειρηνευτικής διαδικασίας, του εβραϊκούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη και το στάτους κβο της Ιερουσαλήμ. Συγκεκριμένα, ο Γκρήνμπλατ δήλωσε ότι «Ο Τραμπ δεν θεωρεί τους εβραϊκούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη ως εμπόδιο για την ειρήνη, δεδομένου ότι παρά την εκκένωση των εβραϊκών οικισμών στη Λωρίδα της Γάζας, εν τέλει ειρήνη δεν επετεύχθη. Δεν θα υπάρξει καμία πίεση εκ μέρους του Τραμπ όσον αφορά τη συνέχιση των συνομιλιών μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων. Θεωρεί ότι το Ισραήλ βρίσκεται σε πολύ ευάλωτη θέση, ότι πρέπει να αμυνθεί και ως εκ τούτου δεν νοείται ερήμην του να του επιβληθεί οιαδήποτε λύση». Έτι περαιτέρω, αφού ερωτήθηκε εάν τελικά ο Ντόναλντ Τραμπ θα αποφασίσει να μεταφερθεί η Πρεσβεία των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, ο Γκρήνμπλατ δήλωσε ότι «Όταν ο Τραμπ δίνει μια υπόσχεση, κρατάει το λόγο του. Ιδιαίτερα όσον αφορά το Ισραήλ, αναγνωρίζει πλήρως το δικαίωμα του εβραϊκού λαού να διαβιοί στην αιώνια πρωτεύουσά του, την Ιερουσαλήμ».

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η παράταξη Τραμπ εξέδωσε προγραμματική ανακοίνωση (που είχε συντάξει ο Γκρήνμπλατ από κοινού με τον ειδικό σύμβουλο του νεοεκλεγέντος Προέδρου για θέματα Ισραήλ, Ντέηβιντ Φρήντμαν) σε ό,τι αφορά στη διένεξη Ισραήλ-Παλαιστινίων , σύμφωνα με την οποία «Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν να επέλθει ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών. Ωστόσο, μία λύση που θα βασίζεται στην αρχή «δύο έθνη-δύο κράτη» είναι αδύνατον να εφαρμοσθεί, όσο οι Παλαιστίνιοι δεν αποδέχονται να αποκηρύξουν τη βία κατά του Ισραήλ ή να αναγνωρίσουν το δικαίωμα του Ισραήλ να υφίσταται ως ένα αμιγές εβραϊκό κράτος. Οι ΗΠΑ πρέπει να στηρίξει την πραγματοποίηση απ' ευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων χωρίς όρους και προϋποθέσεις, και ότι θα αντιταχθούν σε κάθε προσπάθεια των Παλαιστινίων, των Ευρωπαίων ή άλλων που θα στοχεύουν στην επιβολή λύσης στο πρόβλημα. Οι ΗΠΑ πρέπει να αντιταχθούν σε κάθε λύση που θα επιβληθεί στο Ισραήλ από εξωτερικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου και του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Το Ισραήλ πρέπει να διατηρήσει τα σύνορα που θα είναι ικανά να διασφαλίσουν την άμυνά του και απαγορεύεται να ασκούνται πιέσεις στο Ισραήλ να υποχωρήσει σε οριογραμμή που θα το θέσει σε κίνδυνο».

Εάν τελικά πράγματι τα λεγόμενα των συμβούλων του Ντόναλντ Τραμπ θα τεθούν σε εφαρμογή και δεν αποτελούν απλώς σχήμα λόγου, που χρησιμεύουν στην ενίσχυση της θέσης του ισραηλινού Πρωθυπουργού στην τοπική πολιτική σκηνή - τότε πράγματι έχουμε ενώπιόν μας μια μεταστροφή 180 μοιρών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο Παλαιστινιακό. Εάν ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ εγκαταλείψει την αρχή «δύο έθνη-δύο κράτη» ως βάση για τις ειρηνευτικές συνομιλίες, αυτό σημαίνει ότι εγκαταλείπεται όλο το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου πορεύτηκαν όλες οι εκάστοτε αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Παλαιστινιακό, απορρίπτεται συθέμελα όλο το υπόβαθρο των διαπραγματεύσεων με βάση τις συμφωνίες του Όσλο, με ό, τι αυτό σημαίνει για την πολιτική που ακολούθησε η ΕΕ, ο ΟΗΕ και οι συνδεόμενοι με αυτόν φορείς και οργανισμοί στην περιοχή. Εάν μάλιστα οι ΗΠΑ αναγνωρίσουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ και μεταφέρουν την Πρεσβεία τους εκεί, τότε διαμορφώνεται μια εντελώς καινούργια κατάσταση στην αραβοϊσραηλινή διένεξη, δημιουργώντας πρόσθετες επιπλοκές.

Τέλος, καλό θα ήταν να μην αγνοηθεί το γεγονός ότι ο Τραμπ στο μήνυμά του παρομοιάζει το Ισραήλ ως «φάρο ελπίδας για πολλούς ανθρώπους και μοναδικό προστάτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή». Ας μην ξεχνάμε ότι η κατάσταση στη Συρία παραμένει ρευστή και η φιλική προς το Ισραήλ κοινότητα των Δρούζων στην Νοτιοανατολική Συρία βρίσκεται σε εξαιρετικά ευάλωτη θέση. Εάν μάλιστα συνδυασθούν οι εκτιμήσεις του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, σύμφωνα με τις οποίες οι ΗΠΑ του Τραμπ προτίθενται σταδιακά να μειώσουν την παρουσία τους στις εστίες σύγκρουσης ανά τον κόσμο - και ειδικότερα στη Μέση Ανατολή -, τότε δεν αποκλείεται αυτή η εύηχη παρομοίωση να σημαίνει πολλά.

Παρ' όλα αυτά, όσες εκτιμήσεις και δηλώσεις κι αν παρατεθούν, γεγονός είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ακόμα δεν έχει αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του και δεν έχει καθορίσει ποια πρόσωπα θα αποτελούν το επιτελείο του. Αν ληφθούν υπ' όψιν οι εκτιμήσεις των απανταχού επικριτών του, πιθανότατα να μην έχει αναλογισθεί ούτε καν ο ίδιος το βάρος της ευθύνης που ανέλαβε. Εντός των επομένων δύο μηνών αναμένεται να ειπωθούν και να ανακοινωθούν πολλά, που ενδεχομένως να μην επιβεβαιωθούν ποτέ. Και αν κάτι είναι απόλυτα σίγουρο: Η αβεβαιότητα αυτή θα διατηρηθεί τουλάχιστον μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2017, όταν πλέον ο Τραμπ και το επιτελείο του θα αναλάβουν επίσημα τα καθήκοντά τους στον Λευκό Οίκο.