Βιβλία: Πιο φτηνά από τον ψυχίατρο

Στις δυσκολότερες ώρες της ζωής μου- βράδια που δεν περνούσαν με τίποτα, κι ένιωθα ότι το σκοτάδι θα με καταπιεί ολόκληρη άνοιγα το φως και διάβαζα. Το διάβασμα είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά, η μεγαλύτερη απόδραση.
|
Open Image Modal
anne-ostsee/Flickr

Έφυγα από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 2013 και επέστρεψα τον Ιούλιο του 2014 -ένα χρόνο πριν ακριβώς. Πριν φύγω είχα ξενοικιάσει το σπίτι που έμενα κι όλα μου τα πράγματα- από τα βιβλία μου, μέχρι τους δίσκους τα πιάτα και τα κασκόλ μου - είχαν πάει σε μια αποθήκη. Όταν γύρισα, μετακόμισα για λίγο με τους δικούς μου. Για να με κάνουν να νιώσω άνετα πήραν μερικές από τις κούτες της αποθήκης και αράδιασαν κάποια από τα βιβλία μου σε μια μικρή βιβλιοθήκη. Μόνο που κατά λάθος μπέρδεψαν τις κούτες και βρέθηκα με τα βιβλία του αδερφού μου.

Τα βιβλία του αδερφού μου -ή μάλλον αυτά που είχε αφήσει πίσω -είναι ένα μείγμα εγχειριδίων πολιτικής οικονομίας (από αυτά που σε αναγκάζουν να πάρεις οι καθηγητές στο τρίτο έτος της Παντείου, τα έχουν γράψει οι ίδιοι και η μόνη τους χρήση μετά την εξεταστική θα έπρεπε να είναι ως προσάναμμα σε τζάκι), συγγραμμάτων του Κορνήλιου Καστοριάδη και λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας σε τόμους πιο βαριούς κι από τούβλο. Μαζί τους βρέθηκαν ανακατεμένα (προφανώς στην κούτα που περίσσεψε) όλα τα βιβλία που έχω αγοράσει σε αεροδρόμια: στην καλύτερη μπεστ-σελερ όπως αυτό, στην χειρότερη βιβλία που η πρωταγωνίστρια είναι κυρία των τιμών στην αυλή του Λουδοβίκου του 5ου και πάσχει από αλμπινισμό. Δεν έχω τύψεις που διαβάζω τέτοια βιβλία σε αεροπλάνα- γελάω πάντα με κάτι τύπους που προσποιούνται ότι διαβάζουν τους «Αδερφοφάδες» του Καζαντζάκη, ή δερματόδετα λευκώματα για τη μοντέρνα τέχνη (συγνώμη τύπε με το ανύπαρκτο μουσάκι στην πτήση της British Airways για Λονδίνο πριν μερικές εβδομάδες) εν ώρα πτήσης.

Τους πρώτους μήνες δεν με ένοιαζε που δεν είχα τα βιβλία μου, απλώς αγόραζα συνέχεια καινούργια βιβλία και τα παράχωνα στη βιβλιοθήκη χωρίς καμία σειρά, ανάκατα ανάμεσα σε cd (νιώθω πως με κοιτάνε σαν απατημένος σύζυγος- αν είχαν φωνή θα έλεγαν «γιατι δεν μ' αγαπάς πια;»), σκονισμένα περιοδικά και χαλασμένα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια.

Τις τελευταίες εβδομάδες μου λείπουν τα βιβλία μου πιο πολύ από ποτέ. Είμαι παιδί του internet σε βαθμό μάλλον γραφικό- το τηλέφωνο έχει πλέον γίνει επέκταση του χεριού μου: Twitter, facebook instagram και πάλι από την αρχή, εκατοντάδες φορές την ημέρα. Δουλεύω σε αίθουσα σύνταξης: δυο τηλεοράσεις παίζουν ειδήσεις από το πρωί ως το βράδυ πάνω από το κεφάλι μου. Τις τελευταίες εβδομάδες όμως, ο θόρυβος έχει πια γίνει πολύ δυνατός για τα αυτιά μου. Δεν μπορώ να αφομοιώσω πια όλη αυτή την πληροφορία, και κυρίως δεν αντέχω όλο αυτό το τοξικό τσουνάμι αγωνίας. Πρόσφατα θυμήθηκα μια γνωστή που είχε πάθει νευρικό κλονισμό. Τα πρωινά δούλευε σε μια εταιρεία ορκωτών λογιστών και το βράδυ έκανε εντατικά μαθήματα. Ένα μεσημέρι τής έστριψε, κι ανέβηκε σε ένα τραπέζι και ούρλιαζε «Ζήτω η επανάσταση, ζήτω η επανάσταση». Την σκεφτόμουν συχνά τις τελευταίες μέρες που έψαχνα σαν τρελή στη βιβλιοθήκη να βρω κάτι να διαβάσω που θα με έκανε να νιώσω ότι είμαι πάλι εγώ και δεν καταρρέουν τα πάντα γύρω μου.

Στις δυσκολότερες ώρες της ζωής μου- βράδια που δεν περνούσαν με τίποτα, κι ένιωθα ότι το σκοτάδι θα με καταπιεί ολόκληρη άνοιγα το φως και διάβαζα. Το διάβασμα είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά, η μεγαλύτερη απόδραση. Επίσης εδώ που φτάσαμε είναι πιο φτηνά από ψυχίατρο.

Μερικές φορές το διάβασμα μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή: να ανοίξεις ένα βιβλίο και να νιώσεις σαν να έπεσε μια χαραμάδα φως σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. «Το κρυφό ημερολόγιο του Άντριαν Μολ ηλικίας 13 χρονών και 3/4», η «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ, «Η καρδιά του Σκότους» του Τζοζεφ Κόνραντ, τα Διηγήματα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ είναι μόνο μερικά από τα βιβλία που άλλαξαν τη δική μου ζωή. Τα σκέφτομαι σκονισμένα, ακόμα στις κούτες τους. Μου λείπουν σχεδόν όσο θα μου έλειπε ένας πραγματικός άνθρωπος.