Οι ψηφοφόροι της Γερμανίας έδωσαν την ετυμηγορία τους. Τώρα εναπόκειται στους ηγέτες των κομμάτων να συμφωνήσουν ποιος θα διαδεχθεί την καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ μετά από 16 χρόνια στην εξουσία και με ποιες πολιτικές προτεραιότητες.
Το σχήμα της νέας γερμανικής Μπούντεσταγκ, ή της κάτω Βουλής του Κοινοβουλίου, είναι πλέον σαφές. Υπάρχουν, όμως, πλειοψηφίες για τρεις περισσότερο ή λιγότερο πιθανές νέες κυβερνήσεις συνασπισμού και μπορεί να χρειαστούν εβδομάδες ή και μήνες για να σχηματιστεί η καινούρια κυβέρνηση.
Τι ακολουθεί
Το κόμμα της πρώτης θέσης - εν προκειμένω το SPD - ηγείται συνήθως στις γερμανικές κυβερνήσεις, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Μπορεί να καταλήξει στην αντιπολίτευση εάν άλλα κόμματα σχηματίσουν κυβερνητικό συνασπισμό χωρίς αυτό. Αυτό συνέβη το 1976 και το 1980, όταν ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ παρέμεινε στο αξίωμα, αν και το κόμμα του τερμάτισε δεύτερο.
Δεν υπάρχει διαιτητής για τη διαδικασία σχηματισμού νέας κυβέρνησης ούτε χρονικός περιορισμός. Τα συμβαλλόμενα μέρη διεξάγουν διερευνητικές συνομιλίες για να καθορίσουν με ποιον έχουν κοινές ιδέες και αντιλήψεις. Στη συνέχεια ένας συνδυασμός κομμάτων προχωρά σε επίσημες συνομιλίες συνασπισμού.
Αυτές οι διαπραγματεύσεις συνήθως καταλήγουν σε μια λεπτομερή συμφωνία συνασπισμού που καθορίζει τα σχέδια της νέας κυβέρνησης. Οι κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες, που νίκησαν στις εκλογές της Κυριακής, διενήργησαν ξεχωριστές εσωκομματικές εκλογές το 2013 και το 2018 ώστε να εγκριθεί η συμφωνία ένταξης τους ως κατώτερος εταίρος της στην κεντροδεξιά κυβέρνηση της Μέρκελ.
Μόλις είναι έτοιμος ένας συνασπισμός, ο πρόεδρος της Γερμανίας προτείνει στη Μπούντεσταγκ έναν υποψήφιο για καγκελάριο, ο οποίος χρειάζεται την πλειοψηφία όλων των μελών για να εκλεγεί.
Εάν αποτύχουν δύο προσπάθειες για την εκλογή καγκελαρίου με πλειοψηφία, το γερμανικό σύνταγμα επιτρέπει στον πρόεδρο να διορίσει τον υποψήφιο που θα κερδίσει τις περισσότερες ψήφους σε μια τρίτη ψηφοφορία ή να διαλύσει τη Bundestag και να προκηρύξει νέες εθνικές εκλογές. Αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ.
Πότε θα αφήσει την εξουσία η Μέρκελ
Η Μέρκελ και η απερχόμενη κυβέρνησή της θα παραμείνουν στη θέση τους με υπηρεσιακή ιδιότητα έως ότου η Μπούντεσταγκ εκλέξει τον διάδοχό της.
Ο απερχόμενος συνασπισμός κατέχει το ρεκόρ του μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος που χρειάστηκε για τον σχηματισμό κυβέρνησης, μετά την κατάρρευση της προσπάθειας σχηματισμού εναλλακτικής συμμαχίας. Η Μπούντεσταγκ εξέλεξε τη Μέρκελ για την τέταρτη θητεία της στις 14 Μαρτίου του 2018 - σχεδόν έξι μήνες αφότου οι Γερμανοί ψηφοφόροι είχαν καταθέσει την ψήφο τους στις κάλπες, στις 24 Σεπτεμβρίου του 2017.
Ποια κόμματα εμπλέκονται στις συζητήσεις
Τέσσερα κόμματα εν δυνάμει «παίζουν» για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα θα είναι σχεδόν σίγουρα ένας συνασπισμός που θα κατέχει την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο. Η Γερμανία δεν έχει παράδοση στις κυβερνήσεις μειονοτήτων, οι οποίες γενικά θεωρούνται ασταθείς και ανεπιθύμητες.
Οι Σοσιαλδημοκράτες του απερχόμενου υπουργού Οικονομικών και αντικαγκελάριου, Ολαφ Σολτς, είναι το μεγαλύτερο κόμμα, αλλά ακόμη και αυτοί δεν έχουν μεγάλη πλειοψηφία με 206 από τις 735 έδρες στο κοινοβούλιο.
Θέλουν να δημιουργήσουν συνασπισμό με τους περιβαλλοντολόγους Πράσινους και τους φιλικούς προς τις επιχειρήσεις Ελεύθερους Δημοκράτες.
Το μπλοκ Ενωσης (CDU/CSU) υπό τον επίδοξο διάδοχο της Μέρκελ, Αρμίν Λάσετ, θα μπορούσε επίσης να σχηματίσει κυβέρνηση με αυτά τα δύο κόμματα.
Ο πρώτος είναι γνωστός στη Γερμανία ως συνασπισμός «φαναριών», από τα χρώματα του κόμματος (κόκκινο, πράσινο και κίτρινο) ενώ μια συμμαχία υπό την ηγεσία του CDU/CSU χαρακτηρίζεται ως συνασπισμός «Τζαμάικα» επειδή τα χρώματα του κόμματος (μαύρο, πράσινο και κίτρινο) θυμίζουν τη σημαία της νησιωτικής χώρας. Αμφότεροι έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία σε τοπικές κυβερνήσεις της Γερμανίας, αλλά όχι σε εθνικό επίπεδο.
Μια συμφωνία για οποιονδήποτε από τους δύο συνασπισμούς μπορεί να μην είναι τόσο εύκολος, επειδή οι Πράσινοι τις τελευταίες δεκαετίες τείνουν να συμμαχούν με τους Σοσιαλδημοκράτες και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες με την Ενωση CDU/CSU. Τα δύο κόμματα έχουν διαφορετικές πολιτικές ατζέντες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, την οποία οι Πράσινοι θέλουν να θέσουν ως προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης, ενώ διαφωνούν και στον τρόπο διαχείρισης της οικονομίας καθώς αυτή ανακάμπτει από την πανδημία.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες και το CDU/CSU αντιτίθενται στην αύξηση των φόρων και στη χαλάρωση των αυστηρών κανόνων της Γερμανίας σχετικά με την διαχείριση του δημόσιου χρέους. Οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι θέλουν να αυξήσουν τους φόρους στους υψηλόμισθους και παράλληλα να αυξήσουν τον κατώτατο μισθό.
Στην Ευρώπη, η Ενωση και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες έχουν την τάση να υιοθετούν μια πιο αυστηρή γραμμή όσον αφορά την οικονομική βοήθεια προς τις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Αλλά καμία από τις δύο πιθανές συμμαχίες δεν πρόκειται να προβληματιστεί με ανυπέρβλητες διαφορές στην εξωτερική πολιτική, αν και οι Πράσινοι τάσσονται υπέρ μιας σκληρότερης γραμμής απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία και αντιτίθενται στον νέο αγωγό Nord Stream 2 που φέρνει ρωσικό αέριο στη Γερμανία.
Υπάρχει, τέλος, μια τρίτη εναλλακτική λύση - μια επανάληψη του απερχόμενου «μεγάλου συνασπισμού» της Ενωσης και των Σοσιαλδημοκρατών, αλλά αυτή τη φορά υπό την ηγεσία του SPD. Αυτός ο συνασπισμός αντιπάλων έχει κυβερνήσει τη Γερμανία για 12 από τα 16 χρόνια της θητείας της Μέρκελ αλλά συχνά έχει αμαυρωθεί από καυγάδες. Επί του παρόντος, δεν διαφαίνεται να υπάρχει πρόθεση για μια τέτοια συνεργασία.