Θα επιλέξω να σας διηγηθώ ένα περιστατικό.
Είχα την τύχη να γεννηθώ και να μεγαλώσω στη Θεσσαλονίκη, να έχω κοντινούς συγγενείς σε δύο χωριά και δύο μικρότερες πόλεις της ελληνικής επαρχίας, να έχω ταξιδέψει εντός, αλλά ποτέ ως τα εικοσιδύο μου εκτός συνόρων.
Ώσπου έφτασε η στιγμή του Εράσμους κι εξασφάλισα το εισιτήριο για την ευρωπαϊκή φαντασμαγορία και πρόοδο, για το ευρωπαϊκό ιδεώδες.
Για το “λαμπρό παράδειγμα του Εξωτερικού”, στο οποίο τόσο έντονα καλούμαστε να ομοιάσουμε, ώστε συχνά κι επιζήμια να ξεχνούμε ότι η άκριτη και στείρα μίμηση, χωρίς αποδοχή και ανάδειξη του αυθεντικού και δημιουργικού εαυτού, όχι μόνο δεν προωθεί ένα επωφελές δούναι και λαβείν αλλά οδηγεί σε καρικατούρες ή και αφανισμό.
Έτσι, χειμώνα του 2014, έφτασα στον τόπο του πολιτισμού και του Διαφωτισμού.
Στη βόρεια γαλλική πόλη Λιλ, οι άνθρωποι έλεγαν συχνότερα “Καλημέρα” και “Καλησπέρα” σε αυτούς που αντάμωναν πρόσωπο με πρόσωπο στο διάβα τους.
Σταματούσαν την πορεία τους παρεκκλίνοντας από το χρονοδιάγραμμά τους για να βοηθήσουν κάποιον που θεωρούσαν ότι χρειάζεται βοήθεια, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν τους την είχε ζητήσει.
Αγόραζαν μαζί με τα υπόλοιπα ψώνια τους και λουλούδια για να χρωματίζουν τις μέρες τους ή περιποιούνταν τους κήπους τους.
Οι κάτοικοι καλούσαν συνελεύσεις γειτονιών για να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους.
Οι πατεράδες ήταν αυτοί που, κατά την επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ, κρατούσαν στην αγκαλιά τα παιδιά τους, ενώ οι μητέρες δίπλα φρόντιζαν να γεμίσει το καλάθι της εβδομάδας· και οι πατεράδες ήταν και πάλι αυτοί που επισκέπτονταν τα πάρκα και τις παιδικές χαρές τις Κυριακές, αναλαμβάνοντας την κυριακάτικη βόλτα και απασχόληση των παιδιών.
Οι ηλικιακά νεότεροι γονείς ήταν περισσότεροι, μιας και το κράτος μάλλον φρόντιζε να υπερτερεί η επιθυμία δημιουργίας οικογένειας του φόβου για την επιβίωση.
Τα άτομα με κινητικά προβλήματα κινούνταν ευκολότερα μόνα τους, καθώς υπήρχε η ανάλογη πρόβλεψη στους δρόμους, στις δημόσιες υπηρεσίες, σε όλες σχεδόν τις κτηριακές εγκαταστάσεις.
Αυτά, και άλλα πολλά θετικά στοιχεία, μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας, που δεν είναι στόχος αυτού του κειμένου να αναδείξει, αλλά υφίστανται, συνέθεταν το τότε κάδρο της γαλλικής καθημερινότητας, όπως εγώ την αντιλήφθηκα.
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα, όμως, πλανιόταν μια μυρωδιά αυξημένης επιτήρησης, που δεν είχα συνηθίσει και με έβαζε σε σκέψεις αμφισβήτησης.
Ποιο είναι τελικά το επίπεδο μιας κοινωνίας και το μέλλον αυτής, ποια η ποιότητα μιας δημοκρατίας, η οποία χρειάζεται να φοβάται κάποιον “μπαμπούλα” για να πράττει τα απλά και τα δέοντα;
Στη μία και μόνη πορεία διαμαρτυρίας που πέτυχα κατά τους έξι μήνες παραμονής μου εκεί, οι συμμετέχοντες δεν ξεπερνούσαν τους είκοσι, αλλά συνοδεύονταν από δυσανάλογα μεγάλο αριθμό αρματωμένων αστυνομικών δυνάμεων.
Στα εμπορικά κέντρα με τις μεγάλες αλυσίδες εταιρειών, που επισκίαζαν τα όποια εναπομείναντα μικρά καταστήματα, η παρουσία ασφάλειας (security) ήταν επίσης αισθητή.
Τα βράδια των Παρασκευών και ιδίως των Σαββάτων η αστυνομία σίγουρα έκανε την εμφάνισή της στην κεντρικότατη οδό της διασκέδασης που μετατρεπόταν σε αγωνιστικό χώρο ανάδειξης του πιο ευφάνταστου και εκδηλωτικού μεθυσμένου.
Για την ακρίβεια, όχι απλά μεθυσμένου, αλλά πιωμένου μέχρις του σημείου προσωρινής αμνησίας· συνήθεια που, για εμένα, δηλώνει ανάγκη απόδρασης από μια πραγματικότητα που κάπου νοσεί.
Ένα βράδυ αργά, μετά από πολλή ώρα αναμονής, είχα καταφέρει να μπω στο βραδινό λεωφορείο για να γυρίσω από τη νυχτερινή διασκέδαση πίσω στο δωμάτιό μου, στα ζεστά σκεπάσματά μου.
Ως συνήθως, το λεωφορείο -τύπου δικών μας κτελ- ήταν γεμάτο σε βαθμό που ούτε ένας παραπάνω δεν χωρούσε να σταθεί όρθιος στον διάδρομο. Οι επιβαίνοντες στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήμαστε νεολαία, αρκετοί υπό την επήρεια του αλκοόλ.
Ένας από τους όρθιους, μη γαλλικών φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, ίσως ανατολικότερων, ίσως αυτών της περιοχής Μαγκρέμπ, άρχισε να μιλά σε μια κοπέλα κι εκείνη φάνηκε να ενοχλείται. Παρενέβη τότε ο συνοδός του λεωφορείου -μάλιστα, και τα λεωφορεία είχαν security- και τον προέτρεψε να σταματήσει.
Ομολογώ πως ένιωσα μια ασφάλεια, γυναίκα γαρ που ασκεί το “επικίνδυνο” άθλημα της κυκλοφορίας υπό το σεληνόφως και που θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στην ίδια θέση με αυτήν της κοπέλας.
Ο εν λόγω επιβάτης σταμάτησε. Συνέχισε, βέβαια, αυτός και η παρέα του να κάνουν θόρυβο και να προκαλούν αναστάτωση. Ο σεκιουριτάς τον παρότρυνε κι άλλη φορά να ησυχάσει, απείλησε ότι θα τον διώξει, έδωσε εντολή να σταματήσει το λεωφορείο κι αυτό όντως σταμάτησε δυο φορές, τον πλησίασε και τον οδήγησε προς την έξοδο.
Δεν μπόρεσα να δω και να ακούσω τι ακριβώς μεσολάβησε, αν αυτός ο επιβάτης αντέδρασε λεκτικά ή έσπρωξε τον σεκιουριτά, μα στο τρίτο φρενάρισμα του λεωφορείου είχε πεταχτεί στον δρόμο, χτυπημένος από τον σεκιουριτά, μελανιασμένος και ματωμένος.
Εκτός από εμένα, που παραλίγο να με πάρουν τα σκάγια των χειροδικιών, αν δεν με είχε προστατέψει ο άγνωστος, εξίσου έκπληκτος με εμένα, διπλανός μου, είχε παγώσει και ο οδηγός.
Αυτός χρειάστηκε κάποια δευτερόλεπτα και τις φωνές του σεκιουριτά για να μπορέσει να ξαναβάλει εμπρός το όχημα κι εγώ είχα μείνει να κοιτώ από το τζάμι τον αποδέκτη αυτής της πράξης ωμής βίας που συνέχιζε να φωνάζει ότι θα κάνει μήνυση.
Ήμουν σαστισμένη. Διχασμένη. Απορημένη. Γιατί ο σεκιουριτάς δεν περιορίστηκε στους άλλους τρόπους δράσης; Το να τον κατεβάσει από το λεωφορείο, σε άσχετο σημείο της διαδρομής κι όχι σε κάποια από τις ορισμένες στάσεις, ήταν μία λογική συνέπεια της μη συμμόρφωσής του. Δεν αρκούσε; Γιατί τον έδειρε;
Γιατί εμείς οι υπόλοιποι, ως θεατές, δεν αντιδράσαμε; Γιατί ο οδηγός δεν το απέτρεψε;
Ποιος ήταν αυτός και του επιτράπηκε να προκαλέσει σωματικές βλάβες, ποια ιδιότητά του τού έδωσε το δικαίωμα να ακυρώσει την ανθρώπινη ιδιότητα, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια αυτού του επιβάτη;
Αυτός ήταν, τελοσπάντων, ο φημισμένος πολιτισμός της Γηραιάς ηπείρου;
Φανταστείτε, λοιπόν, πόσο απολίτιστη έφτασα να νιώθω αυτόν τον καιρό και στα μέρη μας. Κακοποίηση πού; Στον χώρο που ποιεί ήθος, στον χώρο του πολιτισμού που θρέφει εκτός άλλων και την ελπίδα.
Χτυπημένοι φοιτητές, πού; Μέσα στο Πανεπιστήμιο. Στον χώρο της παιδείας, της γνώσης, των ιδεών, του διαλόγου, της συνύπαρξης, της αναζήτησης, της εισόδου στην ενήλικη ζωή.
Χτυπημένοι, πότε; Σε μία χρονική περίοδο της ζωής τους που οφείλουν να αρχίσουν να κρίνουν, να ακούν, να τοποθετούνται, να πράττουν, να γίνονται υπεύθυνοι, να δρουν ως πολίτες.
Ποια η διδαχή; Να επιβαλλόμαστε δια της βίας; Να μην σεβόμαστε; Να μην ακούμε τι έχει να μας πει και η άλλη πλευρά; Να φοβόμαστε να μιλήσουμε αν αυτό που έχουμε να πούμε δεν ικανοποιεί κυβερνήσεις, διοικήσεις, ανωτέρους ή απλά διαφωνούντες;
Να μην προσπαθούμε γι’ αυτό που κατά την άποψή μας είναι καλύτερο; Να αποσιωπούμε τα προβλήματα, να μην αναζητούμε λύσεις, να προδίδουμε τα όνειρα και τους κόπους ημών και των οικογενειών μας;
Να φοβόμαστε ότι η γνώμη διώκεται;
Τα οράματα δεν ακολουθούνται από φοβισμένους αλλά από εμπνευσμένους.
Αν δεν μιλήσουμε τώρα, πότε θα το κάνουμε;
Αν δεν σταματήσουμε εδώ τη χρήση της τακτικής των απειλών και της βίας, από όποιον πολιτικό και ιδεολογικό χώρο κι αν ακολουθείται, σε όποιο επίπεδο κι αν ασκείται, συλλογικό ή ατομικό, ελιτίστικο ή λαϊκό, πού θα οδηγηθούμε;
Κι όχι με “βία στη βία της εξουσίας”, αλλά με τον λόγο, την αλληλοϋποστήριξη, την αλήθεια, την ανεξάρτητη λειτουργία της δικαιοσύνης, το κατάλληλο νομικό πλαίσιο, την ηθική.
Ό,τι σπέρνεις, θερίζεις.
Αύριο μπορεί να είμαι εγώ στη θέση του επιβάτη, στη θέση του φοιτητή, στη θέση του καθηγητή που προπηλακίστηκε, στη θέση του αποδέκτη οποιασδήποτε μορφής βίας. Αύριο μπορεί να είσαι εσύ.