Σειρές πράσινων λόφων, με πυκνή βλάστηση, στρατηγικά τοποθετημένων κατά μήκος ακτών, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά ως προς την αντιμετώπιση τσουνάμι το ίδιο αποτελεσματικά με επάκτια/ θαλάσσια τείχη, αλλά με μικρότερο κόστος και αναταραχή για τις τοπικές κοινωνίες, σύμφωνα με νέα έρευνα του Στάνφορντ.
Στο πλαίσιο της έρευνας, που δημοσιεύτηκε στο Proceedings of the National Academy of Sciences, επιχειρήθηκε η ποσοτικοποίηση του τρόπου με τον οποίο κύματα τσουνάμι διαφορετικών υψών αλληλεπιδρούν με λόφους διαφόρων υψών και σχημάτων που βρίσκονται κοντά στο νερό. Η συμβατική προσέγγιση για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού είναι τα θαλάσσια τείχη (η Ιαπωνία πχ έχει χτίσει εκατοντάδες χιλιόμετρα τσιμεντένιων τειχών από το 2011 και μετά), ωστόσο το κόστος είναι μεγάλο, οι επιπτώσεις στον τουρισμό και την αλιεία αρνητικές, όπως και η επίδραση στην περιβάλλον- ενώ αποτυχία τους να εκπληρώσουν την αποστολή τους θα ήταν καταστροφική, όπως τόνισε η Τζένι Σούκαλε, επίκουρη καθηγήτρια γεωφυσικής στο Stanford Earth. «Είναι κατά κάποιον τρόπο ενστικτώδες το ότι, τη στιγμή που βλέπεις κάτι σαν απειλή, χτίζεις τείχος» είπε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ωστόσο πως «οι περισσότερες παραθαλάσσιες κοινότητες θέλουν να μεγιστοποιήσουν την ευημερία τους, όχι να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο σε βάρος οτιδήποτε άλλου».
Σύμφωνα με έρευνες, παραθαλάσσια δάση θα μπορούσαν να βοηθήσουν, λειτουργώντας ως «φρένα» που κόβουν την ταχύτητα των τσουνάμι όταν φτάνουν σε πόλεις και χωριά. Ωστόσο, χρειάζονται χρόνια για να μεγαλώσουν τα δέντρα επαρκώς ώστε να παρέχουν ουσιώδη προστασία, ενώ, όπως τονίζεται στη νέα έρευνα, η βλάστηση δεν επιδρά πολύ στην ενέργεια του εισερχόμενου κύματος. Οπότε, αυτό που ενδείκνυται είναι ένας συνδυασμός των δύο προσεγγίσεων- αυτής του τεχνητού τείχους- φράγματος, και αυτής της προστατευτικής «πράσινης ζώνης».
Μέχρι τώρα τα σχέδια για τα εγχειρήματα τέτοιου τύπου (γνωστά ως πάρκα μετριασμού τσουνάμι, tsunami mitigation parks) είχαν ως βάση περισσότερο την αισθητική παρά την επιστήμη. «Αυτή τη στιγμή τα σχέδιά μας δεν είναι αρκετά στρατηγικά» είπε η Σούκαλε. «Αυτό το επιστημονικό άρθρο αποτελεί σημείο έναρξης για να κατανοήσουμε πώς να σχεδιάσουμε αυτά τα πάρκα για να έχουμε τα μέγιστα οφέλη μετριασμού κινδύνου από αυτά».
Δημιουργώντας μοντέλα που υποδεικνύουν τι συμβαίνει σε ένα τσουνάμι όταν πέφτει πάνω σε μια γραμμή λόφων, οι ερευνητές δείχνουν πως είναι δυνατή η απόκρουση/ αποδυνάμωση της καταστροφικής ισχύος ενός κύματος στον ίδιο βαθμό που γίνεται αυτό με ένα θαλάσσιο τείχος- ενώ στην περίπτωση ενός πρωτοφανούς έκτασης τσουνάμι, οι επιπτώσεις δεν θα είναι χειρότερες από αυτές από την αποτυχία ακόμα και των μεγαλύτερων τειχών.
«Αυτοί οι λόφοι κόβουν μια εκπληκτική ποσότητα ενέργειας του κύματος για μικρά και μεσαία τσουνάμι» είπε η Σούκαλε. Η διαμόρφωση του σχήματος των λόφων, με βάση τη μορφολογία της ακτής, την κατεύθυνση από την οποία θα έρθουν τα τσουνάμι, και άλλους παράγοντες, μπορεί επίσης να βοηθήσει στην μεγιστοποίηση της αποδυνάμωσης του τσουνάμι. Αυτό αποτελεί κλειδί, κατά την ερευνήτρια, καθώς «ο κύριος εχθρός σου είναι στην πραγματικότητα η ενέργεια».
Η έρευνα επίσης υποδεικνύει την ανάγκη τα σπίτια και οι υποδομές να χτίζονται πίσω από μια ευρεία ζώνη ασφαλείας, επειδή οι λόφοι μπορεί να επιταχύνουν τις ροές και να αυξήσουν τη ζημιά στην περιοχή αμέσως γύρω από το πάρκο. Για να αποφευχθεί αυτό, οι ερευνητές προτείνουν σχέδια με πολλαπλές γραμμές λόφων, που είναι μεγαλύτερες κοντά στην ακτή και μικρότερες όσο πιο μέσα βρίσκονται.