Πραγματικό τέλος στα περιοριστικά μέτρα, χωρίς εμβόλιο συνιστά κίνδυνο για νέο επιδημικό κύμα

Η προειδοποίηση ερευνητών του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ, η αγωνία για μια νέα πιθανή αύξηση του αριθμού αναπαραγωγής του κορονοϊού και οι βέλτιστες πολιτικές.
|
Open Image Modal
Άδεια παιδική χαρά στα περίχωρα της Μόσχας.
ASSOCIATED PRESS

Αν και αρκετές χώρες διανύουν αυτές τις μέρες την περίοδο κορύφωσης της επιδημίας κορονοϊού και πολλές άλλες αναμένεται να εισέλθουν σε αυτή τις προσεχείς ημέρες του Απριλίου - πολλές εκ των οποίαν στην Ευρώπη-  υπάρχουν και κάποιες που σχεδιάζουν την σταδιακή άρση των περιορισμών που επέβαλλαν μετά την πτώση του αριθμού κρουσμάτων και νεκρών που αναφέρονται καθημερινά. Οι βαρύτατες μάλιστα επιπτώσεις στην οικονομία αποτελούν βασικό κίνητρο για την άρση του αποκαλούμενου «lockdown».

Οι σχεδιασμοί αυτοί μάλιστα, που για παράδειγμα στην περίπτωση της Αυστρίας θα εφαρμοστούν μετά τις 14 Απριλίου, έρχονται παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι ένα δεύτερο επιδημικό κύμα δεν θα χτυπήσει όσες χώρες «βγαίνουν» από την καραντίνα και ενώ το ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμώξεων τονίζει πως η πανδημία κορονοϊού στην ήπειρο δεν έχει φτάσει ακόμη στην κορύφωσή της σημειώνοντας πως παρατηρούνται υψηλοί αριθμοί θανάτων σε αρκετές χώρες όπως Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο, Γαλλία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο. 

 

Η διαδικασία άρσης μέρους των περιοριστικών μέτρων αποτελεί σήμερα την πιο δύσκολη εξίσωση που έχουν να λύσουν οι κυβερνήσεις και όπως επισημαίνει νέα μελέτη, που βασίζεται στην εμπειρία από όσα συνέβησαν στην Κίνα, η «επόμενη μέρα» θα πρέπει να συνοδευτεί από την πολύ στενή παρακολούθηση εμφάνισης νέων κρουσμάτων (σε πολλές χώρες σήμερα καταγράφονται μόνο τα σοβαρά κρούσματα που καταλήγουν στο νοσοκομείο) και την ορθή προσαρμογή των μέτρων μέχρι να ανακαλυφθεί και να διατεθεί στην αγορά εμβόλιο κατά του κορονοϊού. 

Ερευνητές με έδρα το Χονγκ Κονγκ επισημαίνουν, σύμφωνα και με τον Guardian, πως το τέλος το πρώτου κύματος επιδημίας στην Κίνα ήρθε μετά και εξαιτίας της επιβολής αυστηρών ελέγχων στην καθημερινή ζωή των πολιτών αλλά ο κίνδυνος εμφάνισης ενός δεύτερου κύματος είναι μια πραγματικότητα.

«Ενώ αυτά τα μέτρα ελέγχου φαίνεται πως μείωσαν κατά πολύ τον αριθμό των νέων κρουσμάτων, χωρίς την ανοσία της αγέλης ως άμυνα απέναντι στον κορονοϊό, τα κρούσματα θα μπορούσαν πολύ εύκολα να αυξηθούν και πάλι καθώς οι επιχειρήσεις, τα εργοστάσια θα συνεχίσουν την λειτουργία τους αυξάνοντας τις κοινωνικές επαφές ενώ υπάρχουν και τα εισαγόμενα κρούσματα  από το εξωτερικό, όσο ο ιός συνεχίζει να εξαπλώνεται παγκοσμίως», εξηγεί ο καθηγητής Τζόζεφ Τ. Γου από το Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ, ο οποίος ήταν και ένας εκ των επικεφαλής της σχετικής έρευνας.

 

 

Η Κίνα κατάφερε να μειώσει τον αριθμό αναπαραγωγής του ιού (RO) - δηλαδή τον αριθμό των ανθρώπων στους οποίους μπορεί ένας φορέας να μεταδώσει τον ιό- από δύο ή τρεις σε κάτω από ένα, κάτι που σημαίνει πως η επιδημία περιορίζεται.

Όμως, οι ερευνητές προειδοποιούν, πως αν η επιστροφή στην καθημερινότητα επιτραπεί πολύ γρήγορα με την άμεση άρση των περιοριστικών μέτρων και των ελέγχων ο αριθμός αναπαραγωγής θα αυξηθεί και πάλι. Γι’ αυτο, όπως λέει, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις.

«Αν και οι πολιτικές ελέγχου όπως η κοινωνική απομάκρυνση και η αλλαγή συμπεριφοράς είναι πιθανό να διατηρηθούν για κάποιο χρονικό διάστημα, η επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ της συνέχισης των οικονομικών δραστηριοτήτων και της διατήρησης του αναπαραγωγικού αριθμού κάτω από ένα είναι πιθανόν η καλύτερη στρατηγική μέχρι να καταστούν ευρέως διαθέσιμα αποτελεσματικά εμβόλια», αναφέρει ο κ.Γου. Συνεπώς πλήρης άρση των ελέγχων και των περιορισμών εάν δεν υπάρξει διάθεση εμβολίου στην αγορά, δεν συνίσταται. 

 

Το σχετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στο κορυφαίο ιατρικό περιοδικό Lancet βασίζεται στη μοντελοποίηση των δεδομένων από την επιδημία που έπληξε την Κίνα.

Δείχνει ότι το ποσοστό θνησιμότητας στην ηπειρωτική Κίνα ήταν πολύ χαμηλότερο- λιγότερο από 1%- από ό,τι στην επαρχία Χουμπέι από όπου ξεκίνησε η επιδημία. Εκεί το ποσοστό θνησιμότητας ήταν σχεδόν 6%. Επίσης το ποσοστό θνησιμότητας φαίνεται να ποικίλει ανάλογα με την οικονομική ευημερία κάθε επαρχίας, η οποία σχετίζεται με την ποιότητα της παρεχόμενης υγειονομικής περίθαλψης.

«Ακόμα και στις πιο ευημερούσες και καλά χρηματοδοτούμενες μεγαλουπόλεις όπως το Πεκίνο και η Σαγκάη, οι πόροι για την υγεία περιορισμένοι και οι υπηρεσίες και οι δομές θα δώσουν μάχη για να μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες μια αυξημένης ζήτησης» λέει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Γκάμπριελ Μ.Λιούνγκ από το Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ. 

«Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία να διασφαλιστεί ότι τα τοπικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης διαθέτουν επαρκές προσωπικό και πόρους για την ελαχιστοποίηση των θανάτων που συνδέονται με τον Covid».

 

Η ανάλυσή τους βασίζεται σε στοιχεία της τοπικής Επιτροπής για την Υγεία σχετικά με τα επιβεβαιωμένα κρούσματα Covid-19 από τα μέσα Ιανουαρίου έως τις 29 Φεβρουαρίου σε τέσσερις πόλεις: Πεκίνο, Σαγκάη, Σεντσέν Γενζόυ και τις δέκα επαρχίες -εκτός της Χουμπέι- με τον υψηλότερο αριθμό κρουσμάτων.

Η συμβουλή προς όλες τις επαρχίες είναι να προχωρήσουν στην χαλάρωση των μέτρων με αργούς ρυθμούς, σταδιακά.

Εάν υπάρξει νέα αύξηση των κρουσμάτων «οι απώλειες θα είναι μεγαλύτερες» ακόμη και εάν εφαρμοστούν μετά πιο σκληρά μέτρα για να μειωθεί εκ νέου ο αριθμός.

Η επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ της συνέχισης των οικονομικών δραστηριοτήτων και της διατήρησης αρκετά αυστηρών ελέγχων ώστε να αποφευχθεί η αύξηση των λοιμώξεων «είναι πιθανότατα η βέλτιστη στρατηγική έως ότου υπάρξουν ευρέως διαθέσιμα εμβόλια, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές ελέγχου, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής αποστασιοποίησης, πιθανότατα να διατηρηθούν για κάποιο χρονικό διάστημα».