Προδημοσίευση: «Η Κρύπτη του Βιτάλ» του Κώστα Θεολόγου (ΚΕΔΡΟΣ)

Δυο πόλεις συμπλέκονται αφηγηματικά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, η Θεσσαλονίκη της οδύνης και το Παρίσι της ηδονής
Open Image Modal
.
Huffpost GR

Η Κρύπτη του Βιτάλ αποτελεί συνταρακτικό προσκύνημα και μυστική τελετουργία της μνήμης του Εβραίου ήρωα της ιστορίας μας. Δυο πόλεις συμπλέκονται αφηγηματικά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, η Θεσσαλονίκη της οδύνης και το Παρίσι της ηδονής. Μια εξιστόρηση εγκιβωτισμένη σε μιαν άλλη, που εκτείνεται αφηγηματικά από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και φθάνει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Ποια σχέση μπορεί να έχει ο νεαρός θεσσαλονικιός αφηγητής με τον παριζιάνο κομμουνιστή ζωγράφο Μπορίς Τασλίτσκι; Πόση αλήθεια υπάρχει στη διήγηση του παραμυθά Αθηναίου αριστοκράτη με την ασφυκτική έκβαση της ιστορίας του;

Από το οπισθόφυλλο

Ο συγγραφέας και οι εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ παραχωρούν στη HuffPost Greece δύο αποσπάσματα από το βιβλίο.

″Η υπο δημοσίευση νουβέλα κυκλοφορεί στις 30/6/20 στα βιβλιοπωλεία”

Παρίσι, 1985

Το Περ Λασέζ ήταν ηλιόλουστο και αστραφτερό. Οκτώβρης στην Πόλη του Φωτός. Πρώτη φορά στη Γαλλία. Ένας κόσμος σε μια ταχύρρυθμη καθημερινότητα, με τα σκούτερ στα καλντερίμια, που δεν ήταν απαραιτήτως στενά σοκάκια˙ ακόμη και λεωφορειόδρομους έβλεπες λιθοστρωμένους. Καλντερίμια λέγαμε στον τόπο μου τα δρομάκια που ήταν στρωμένα με πέτρινους κύβους. Στην ουσία ήταν καρόδρομοι, κατάλοιπα του οθωμανικού παρελθόντος. Δεινοπαθούσαν τα αυτοκίνητα, βογκούσαν τα σασί.

Στην πόλη του Σηκουάνα, κάθε τόσο πρόβαλλε από τη γη ένας τύμβος, μια τούμπα του μετρό, μια σκάλα έτοιμη να σε ρουφήξει, για να καταχωθείς, να κυκλοφορήσεις υποχθόνιος. Άκουγες την ξένη γλώσσα που μάθαινες στο σχολείο, μόνο που τώρα δεν καταλάβαινες γρι από όσα προφέρονταν τόσο γρήγορα και τόσο διαφορετικά από στόμα σε στόμα. Ο σχεδόν γαλλόφωνος Αφρικανός, ο ισπανόφωνος μετανάστης, ο Ιταλός, όλοι γαλλικά... Πότε έμαθαν να τα παρλάρουν τόσο καλά; Ήξεραν μήπως και να τα γράφουν σωστά;

Εγώ βρισκόμουν στην αντίθετη κατάσταση. Τα έγραφα σωστά, τα διάβαζα ακόμη καλύτερα, αλλά δεν είχα προφορική άνεση, δεν είχα ευφράδεια. Θα την αποκτούσα όμως, πού θα μου πήγαινε;

Με ένα καφέ βελούδινο σακάκι στον ώμο, ένα γαλάζιο βαμβακερό πουκάμισο, ένα τζιν παντελόνι, δερμάτινα καφέ παπούτσια και ασορτί ζώνη, στεκόμουν μπροστά στον τάφο του Τζιμ Μόρισον. Κάποιοι νεαροί, που απομακρύνονταν χαχανίζοντας, χειρονομώντας μεταξύ τους και φωνάζοντας, είχαν κατουρήσει πάνω στον τάφο του, στα χαρτάκια με τα μηνύματα των θαυμαστών του, στα ροδοπέταλα που βρίσκονταν σκόρπια μέσα στον απέριττο λάκκο του ροκά.

Προχώρησα ευθεία, αντίκρισα το όνομα του φιλοσόφου Αύγουστου Κοντ και χώθηκα στο Μονοπάτι του Μολιέρου και του Λα Φοντέν. Στα δεξιά μου άλλη μια μνήμη, από το μάθημα Χημείας: η επιγραφή του ονόματος Λουί-Ζοζέφ Γκε-Λισάκ. Ανέκαθεν νόμιζα ότι ήταν δύο χημικοί που διατύπωσαν τους γνωστούς νόμους των αερίων. Μάλλον γι’ αυτό δεν έγινα χημικός. Έστριψα δεξιά, στο μονοπάτι με τον τάφο του – άγνωστου σ’ εμένα – Καμίλ Ζορντάν και ανατρίχιασα χαϊδεύοντας το μακρύ επαναστατικό όνομα που είχε σκαλισμένο πάνω του ο επόμενος τάφος, μπροστά στον οποίο κοντοστάθηκα: Κλοντ-Ανρί ντε Ρουβρουά, κόμης του Σεν-Σιμόν. Βγήκα στον περιφερειακό δρόμο, που τον υπερασπιζόταν το περιμετρικό τείχος του νεκροταφείου. Έστριψα αριστερά, στο μεγάλο κάθετο δρομάκι με τον αριθμό 2. Βάρυναν τα πόδια μου και για αρκετά λεπτά της ώρας έμειναν ακίνητα μπροστά στον τάφο του Ιβ Μοντάν. Από έξω ακουγόταν ο ήχος από τους κινητήρες των αμαξιών και την κίνηση των τροχών στον αυτοκινητόδρομο. Μέσα ησυχία και πουλάκια. Άκουγα νοερά το «Le Gamin de Paris». Το τραγουδούσε για μένα. Συγκινήθηκα. Παραδίπλα ο Απολινέρ. Έκανα πάλι αριστερά προς την έξοδο. Η πρασινισμένη από τον χρόνο προτομή του Μπαλζάκ με τα άνθη και το κιγκλίδωμα αντίκριζε το μαύρο επιβλητικό κιβούρι του φιλέλληνα ζωγράφου Ευγένιου Ντελακρουά. Τόσο πολλούς γνωστούς, σκέφτηκα, δεν συναντάς ούτε στο νεκροταφείο του χωριού σου· άσε που για τους περισσότερους από τους συγχωριανούς σου δεν λυπάσαι και τόσο.

Ξαναπήγα στο Περ Λασέζ άλλες δύο φορές. Την πρώτη φορά προτίμησα την ησυχία κοντά στον τάφο του Όσκαρ Γουάιλντ και του Ζορζ Κουρτελίν. Περπάτησα καπνίζοντας μέχρι τον παρακείμενο Βερνέιγ˙ σάμπως οι θεατράνθρωποι να είχαν ακροβολιστεί στα ήσυχα τετράγωνα. Τη δεύτερη φορά πήγα με τον γέρο ζωγράφο με τον οποίο γνωρίστηκα τυχαία μια μέρα σε ένα μπιστρό. Μαζί του περπάτησα προς την ίδια πλευρά του νεκροταφείου και συζητήσαμε μπροστά στον τάφο του Αμεντέο Μοντιλιάνι. Έπειτα σεργιανίσαμε – παράξενο να λέω σεργιάνι και να αναφέρομαι σε περίπατο ανάμεσα σε τάφους – για να βρούμε γλύπτες και ζωγράφους. Τους περισσότερους δεν τους ήξερα, αλλά τους μάθαινα. Σε αυτή την καλλιτεχνική αναζήτηση είδα θαμμένους, Θεέ μου, πόσο πολλούς συνθέτες! Σοπέν, Μπιζέ, Ροσίνι, Κερουμπίνι, Πουλένκ...

Όταν πρωτοέφτασα στο Παρίσι, προτού εγκατασταθώ στο πυργόσπιτο, στην οδό Οτφέιγ, κοντά στο σταυροδρόμι Οντεόν, όπου θα έμενα για αρκετούς μήνες, είχα φιλοξενηθεί προσωρινά στο εικοστό διαμέρισμα, πολύ κοντά, δηλαδή δίπλα, στο κοιμητήριο με τους διάσημους. Τη νεοελληνίστρια Σέρβα που με φιλοξενούσε την είχα γνωρίσει στη Φιλοσοφική Σχολή στα Γιάννενα, σε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών. Είχαμε πιει τσίπουρα και είχαμε φάει χέλι στη σχάρα στα ουζάδικα της λίμνης. Μετά κάναμε μια βόλτα γύρω από τα μοναστήρια. Δεν τα είχαμε προλάβει όλα ανοιχτά. Σουρούπωνε. Έβλεπα κατσουφιασμένο το Μιτσικέλι. Θα πλάκωνε ομίχλη. Δεν της έλεγα όλες τις σκέψεις μου. Δεν προλάβαινα. Φιλιόμασταν όρθιοι στον κορμό ενός δέντρου που έφτανε μέχρι μέσα στο νερό. Τα άσπρα μαλακά βυζιά της τα έπιανα με τις δυο παλάμες μου και τα ρουφούσα σαν πεινασμένο μωρό· πότε το ένα πότε το άλλο. Της έτριβα τη μάλλινη φούστα εστιάζοντας πάνω στο εφήβαιό της. Ήταν ένα κόλπο που είχα διαβάσει στην αυτοβιογραφία του Τσαρλς Μίνγκους. Φιλιά και τρίψιμο. Δεν άργησε να με ποθεί. Η φούστα της είχε ήδη σηκωθεί όσο έπρεπε, παραμέρισα το βρακάκι της και χώθηκα δυνατά. Τρανταζόμασταν σε μια παλιρρυθμία, σαν μια μελωδία του Μάνου Χατζιδάκι για την ταινία του συμπατριώτη της Ντούσαν Μακαβέγιεφ.

«Ντούσιτσα, μμμ..., ντούσιτσα...» μουρμούριζε και μου ρουφούσε τον λαιμό. Το αχ! που έβγαλα από μέσα μου καθώς εκσπερμάτιζα ξεσήκωσε τα πουλιά, που είχαν αρχίσει να κουρνιάζουν στα φυλλώματα.

Η Γιοβάνκα είχε πολύ χιούμορ και πολιτική άποψη για τα πράγματα. Αυτό δεν το είχα συναντήσει πολλές φορές, το χιούμορ εννοώ. Οι περισσότεροι πολιτικοποιημένοι συμφοιτητές μου ήταν ενταγμένοι σε κάποιο κόμμα και απίστευτα ξενέρωτοι. Χιούμορ πάει να πει και να αυτοσαρκάζεσαι. Μήπως, σκεφτόμουν, όταν εντάσσεσαι σε ένα κόμμα το χιούμορ σου σε εγκαταλείπει;

Η Γιοβάνκα ήταν αδύνατη και κοντούλα˙ είχε το ιδανικό μέγεθος για να νιώθεις αρσενικός κυρίαρχος του κορμιού της. Είχε πράσινα μάτια, καστανά μαλλιά και με φώναζε «ντούσιτσα». Μου είπε ότι σημαίνει «ψυχούλα» ή «γλύκα», αλλά τώρα πια δεν θυμάμαι.

Δυο καλοκαίρια πριν από την άφιξή μου στο Παρίσι, δηλαδή το 1983, είχαμε βρεθεί στο Ηρώδειο, με ένα φεγγάρι γεμάτο να αστράφτει πάνω στα σκηνικά. Εγώ δεν είχα πάει σε όπερα ποτέ. Εκείνη γνώριζε πολλά, και από όπερα και από κλασική μουσική. Έπαιζε και πιάνο...

Ο πατέρας της ήταν εύπορος επιχειρηματίας από το Νόβι Σαντ. Όταν έφτασα εγώ στο Παρίσι, εκείνη βρισκόταν ήδη έναν χρόνο εκεί. Έμενε σε ένα τριάρι στο εικοστό διαμέρισμα. Συγκατοικούσε με μια συμπατριώτισσά της, που όμως έλειπε για έξι μήνες στο Βελιγράδι. Θα μπορούσε να με φιλοξενήσει για λίγες μέρες, ίσως και εβδομάδες. Χαρά μεγάλη!

Το παράθυρο του διαμερίσματός της έβλεπε στο Tείχος των Φεντερέ˙ στο ύψος που βρισκόταν και το μνήμα της Εντίθ Πιάφ. Το διαμέρισμα βρισκόταν στον πρώτο όροφο, οπότε δεν φαίνονταν οι τάφοι. Μολονότι προχωρημένος Οκτώβρης, τα παράθυρα στο δωμάτιό της, διάπλατα ανοιχτά, άφηναν να μπαίνει μια ζωογόνα δροσιά. Η καλοσύνη εκείνες τις ημέρες και η ήπια θερμοκρασία τις νύχτες είχαν βγάλει όλους τους Παριζιάνους από την πόλη για το Σαββατοκύριακο. Ιππαστί η Γιοβάνκα παλλόταν πάνω μου˙ κι οι δυο γλιστρούσαμε στο μεταξωτό σεντόνι.

«Έτσι σε είχα πάρει στον λόφο του Φιλοπάππου μετά το Ηρώδειο. Θυμάσαι; Τι είχαμε δει, θυμάσαι;» ρώτησε βραδύγλωσσα σαν να πνιγόταν με κάτι, που δεν μπορούσα να νιώσω εγώ.

«Θυμάμαι», της είπα λιγωμένος. «Τη Νόρμα του Μπελίνι».

«Κι αυτός εδώ από κάτω είναι θαμμένος!» είπε βαριά κλείνοντας τα μάτια, σαν να χαιρόταν τη γύρη της ζωής, που μπορούσε να τη γεύεται και να την απολαμβάνει, σε αντίθεση με όλους τους επώνυμους γείτονές μας.

 

Deus ex machina

….

Ο Γιώργος Αϊβαλιώτης, υπήρξε εκείνος που πρώτος με συγκίνησε πραγματικά με τα πάθη των εβραίων από τους Ναζί, όταν μου διηγήθηκε την ιστορία του Βιτάλ και την απροσδόκητης τύχη του. Μολονότι σπούδαζα και μάθαινα Ιστορία, αντιλήφθηκα ότι το τοπίο των γεγονότων στην πόλη μου δεν το γνώριζα.

Μάρτης του ’43 ήταν όταν ξεκίνησε το μάζεμα των εβραίων στη Θεσσαλονίκη. Ένας από τους αξιωματικούς της Κομαντατούρ ήταν ο μετέπειτα γνωστός Αυστριακός πολιτικός, ο Κουρτ Βαλντχάιμ.

Ο Αϊβαλιώτης είχε αρχίσει τη διήγησή του. Η μικρή Γαλλίδα είχε σωπάσει. Τα ποιήματα, που τόσο όμορφα έπλεκαν τα λόγια τους με τις μελωδίες του Τζουζέπε Ταρτίνι, είχαν πάψει να ανασαίνουν μέσα από το στόμα της λαχταριστής κοπέλας. Συγκλίναμε στον αέρα τα ποτήρια μας αναθεματίζοντας τον λαό που τον γέννησε και εν αγνοία μας τον εξέλεξε αργότερα για πρόεδρο του, ξορκίσαμε τον χοντρόπετσο ευδαιμονισμό των δύο κεντροευρωπαϊκών λαών, των Ελβετών και των Αυστριακών, δυο σαφή υποδείγματα αφύσικης και αφασικής ουδετερότητας. Μπήκε κι ο Πάπας στο ίδιο καζάνι, καθώς με τον ίδιο αυθαίρετο τρόπο θεωρείται κι αυτός αλάθητος. Ποιος να ήξερε ότι χρόνια πολλά αργότερα θα ζητούσε συγγνώμη και από λαούς αλλόδοξους, καθαρίζοντας με ένα mea culpa για πάρτη της παποσύνης τα χριστιανικά εγκλήματα στις Σταυροφορίες όλων των εποχών.

Ο άνθρωπος τα έργα του τα κατακτάει με φοβερούς αγώνες, πότε με τρομερή λύσσα πότε με σοφή αργόσυρτη υπομονή. Λες και έχει κάποιο χρέος, ένα τάμα. Σε ποιον; Ο άνθρωπος χρωστάει στον εαυτό του και στον δημιουργό του. Αφού είναι «άνω θρώσκων», οφείλει στον εαυτό του να σηκώσει το βλέμμα του πάνω από τα όριά του, όσο βαστάνε τα κότσια του, και να γίνει ένας Αρθούρος Ρεμπό, ή να πάρει βαθιά ανάσα από κάθε δυνητική ιστορία, που τον προσκαλεί να βιώσει μια μικρή ή μεγάλη αλητεία, του γνέφει τον χαιρετισμό της, σαν ένα μοσχομύριστο λουλούδι του κήπου, όπως λέει σ′ ένα ποίημά του ο Κωστής Παλαμάς.

Οι άνθρωποι σμίγουν τις περιπέτειές τους, τα ταξίδια τους, παλεύουν ακατάπαυστα με θεούς και συνανθρώπους, με τη φύση, με τα ζώα και πιο πολύ με τον εαυτό τους, προσπαθώντας να νοηματοδοτήσουν τον στόχο της Οδύσσειάς τους. Οι Σταυροφορίες, που είπαμε, οι πόλεμοι, αυτός ο ανθρώπινος αλληλοσπαραγμός τσακίζει το αλέτρι που σκαλίζει τη γη, ξεφτιλίζει τα φιλιά και τις αγάπες αντρών και γυναικών, θαμπώνει τις γυαλιστερές πέτρες που γλείφει η αλμύρα στην παραλία. Ο αιμοβόρος κανίβαλος, το τυφλωμένο άτομο των δικαιωμάτων του, που παραβλέπει τα καθήκοντά του προς τον πλησίον του, χτίζει το έργο του πάνω στην άβυσσο, γκρεμίζει άλλα χτίσματα, πνίγει σε ανήλιαγο βυθό όσα ο νους κατάφερε να αγναντέψει πάνω από τα πελαγίσια κύματα. Όλη η ανθρώπινη αγωνία, ο αγώνας της σωτηρίας του είναι μια πορεία προς το φως, μια ανάβαση, μια αναγωγή, μια δύσκολη ανηφοριά. Εκεί θέλει να δει τον κατ′ εικόνα του, αλλά γλιστράει στη λάσπη, σκοντάφτει σε καρφιά και στο αίμα του Σταυρωμένου, οπότε παραμένει στρατοκόπος που δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό του.

Άφησα τις ασκητικές σκέψεις, που μου χάραξαν έναν ηλίθιο μορφασμό στο πρόσωπο, και αντιλήφθηκα ότι είχαν πάψει να ακούγονται στίχοι στο δωμάτιο της ευωχίας.

Η ιστορία, που ξεκίνησε χωρίς καλά-καλά να το συνειδητοποιήσω, άρχισε να με συνεπαίρνει. Παρακολουθούσα τον Γιώργο σαν να μην υπήρχε τρίτη παρουσία στον χώρο μας.

Ο Γιώργος εκείνο τον καιρό είχε κλείσει μια συμφωνία με την Κομεντί Φρανσέζ. Θα ανέβαζε σε μια μικρή σκηνή μια παράστασή του επί ένα τρίμηνο. Για έναν καλλιτέχνη ήδη αυτή η παραχώρηση της μικρής σκηνής στην Κομεντί Φρανσέζ, θεωρείται επίσημη αναγνώριση της τέχνης του, αν όχι καλλιτεχνική καταξίωση. Δεν έμαθα με ποια διαπιστευτήρια είχε πείσει τους Γάλλους. Μεσολάβησε κάποιος γνωστός καλλιτεχνικός διευθυντής; Κάποια Ελληνίδα του διοικητικού συμβουλίου; Δεν έχει σημασία. Άλλωστε, αργότερα στον Αϊβαλιώτη η καταξίωση ήρθε σε μια άλλη χώρα, με τρόπο μάλιστα που ο ίδιος θεωρούσε τιμητικό. Έγινε ξακουστός στη Γερμανία. Οι δουλειές του στο Βερολίνο αποτελούν σήμερα πρότυπα για καλλιτεχνικές οικειοποιήσεις, εγκαταστάσεις ή σκηνοθετικά δάνεια σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα δεν έχει καταλήξει μέχρι τώρα σε συμφωνία ούτε με το Εθνικό Θέατρο, ούτε με το Ηρώδειο, ούτε με την Επίδαυρο, όχι επειδή θέτει επαχθείς οικονομικούς όρους, αλλά επειδή οι συνθήκες συνεργασίας για τον ίδιο προϋποθέτουν να συμπαθεί τους συμβαλλομένους. Δεν είναι εμπαθής, ούτε πολύ αλαζόνας· ίσως λίγο. Μέχρι τότε όμως δεν γνώριζα πολλά για την τέχνη ούτε για το επάγγελμά του, ούτε και για τα παρασκήνια του ανταγωνισμού τους.

Στο καθιστικό το μοναδικό φως προερχόταν από επτά κεριά, και δύο μεγάλοι αντικριστοί καθρέφτες το πολλαπλασίαζαν. Ο Αϊβαλιώτης ξετύλιγε το κουβάρι της διήγησής του σαν μια κόκκινη κλωστή δεμένη στα είδωλά μας τυλιγμένη, κι ο τερψιλαρύγγιος οίνος ήταν ο κλότσος που τροφοδοτούσε το ξεδίπλωμα της απροσδόκητης ιστορίας. Αντικατέστησα δύο από τα λευκά κεριά, για να διατηρήσουμε αναλλοίωτο το όμορφο φως στον χώρο της εσωτερικής και ήσυχης μάλλον, ευωχίας μας και βυθίστηκα ξανά στη θέση μου με απύθμενο ενδιαφέρον για τη μικρή ιστορία της οποίας κοινωνοί γίνεστε τώρα κι εσείς.

Από την αυγή του δέκατου έκτου αιώνα μέχρι σήμερα ο δυτικός πολιτισμός έχτισε την παγκόσμια κυριαρχία του πάνω σε μια πυραμίδα από γενοκτονίες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, με μια βαρβαρότητα, που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία σε εύρος και διάρκεια. Αβάσταχτη αλήθεια για τους σημερινούς της κληρονόμους, μετά βίας διατεθειμένους να αναγνωρίσουν την ενοχή των πατέρων τους, και αυτό μόνο αν πρόκειται να διατηρήσουν τα κέρδη των κατακτήσεών τους. Επιστήμη και θρησκεία, γνώση και πίστη: αυτά είναι τα βάθρα πάνω στα οποία χτίστηκε, διατηρεί την κυριαρχία της και διευρύνει το χάσμα ανάμεσα σε Βορρά και Νότο, πλούσιους και φτωχούς, η δυτική κοινωνία, η χριστιανική και κεφαλαιοκρατική.

Ό,τι έκαναν παλιότερα οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι στους Έλληνες με τα παιδομαζώματα, όπως τα έχει καταγράψει η Ιστορία, έκαναν και οι Ναζί σε εβραϊκές οικογένειες με απώτερο σκοπό τον πλήρη αφανισμό τους, όχι απλώς την ψυχική και συναισθηματική μεταστροφή τους ή τον δογματικό προσηλυτισμό. Οπουδήποτε και αν εντόπιζαν εβραίους προσπαθούσαν να τους ξεκληρίσουν με απαράμιλλη ζέση. Η γενοκτονία και οι διαστάσεις της θηριωδίας των Γερμανών αποτελούν φαινόμενο απαξιωτικό για το ανθρώπινο είδος.

Αυτή η μνήμη ίσως να μη σβήσει ποτέ, ακόμη και τώρα που οι Ευρωπαίοι συγκλίνουν εκόντες άκοντες ολοένα και περισσότερο πολιτιστικά και οικονομικά. Κυκλοφορούν σχεδόν ισότιμα και οι πιο πολλοί συναλλάσσονται στο ίδιο νόμισμα. Η ιστορία όμως είναι μια άλλη υπόθεση. Δεν δημιούργησαν όλοι οι λαοί Μπούχενβαλντ· δεν χίμηξαν όλοι οι λαοί σαν αιμοβόροι γκρίζοι λύκοι εναντίον άλλων εθνοτήτων.

Ας κρατηθεί το κριτήριο αυτής της διαφοράς και της διάκρισης.

Ο Αϊβαλιώτης σταμάτησε, κοίταξε το ποτήρι μου, κοίταξε το δικό του, έριξε μια ματιά στο ρολόι του και πήγε στο ψυγείο.

Κοίταξα προς τη μεριά της γλυκιάς φωνής, που τώρα είχε πάψει· η Αντελά, η Γαλλιδούλα, είχε κουλουριαστεί σε εμβρυακή στάση στον διθέσιο καναπέ. Σηκώθηκα, πήρα μια μικρή καρό κουβέρτα και την έριξα πάνω της. Σάλεψε ελαφρά, τεντώθηκε λίγο και μουρμούρισε κάτι σαν merci. Άκουσα τον φελλό να εκπωμίζεται από μια φιάλη κρασιού.

O Αϊβαλιώτης μπήκε βαστώντας ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Πήρα ένα στρείδι ανοιχτό, του έσταξα λεμόνι, εκείνο σάλεψε πιο ζωηρά και πιο υγρά απ′ το κορίτσι, και ευχαρίστησα τον Γιώργο, που μου είχε σερβίρει κρασί στο ποτήρι. Άφησα στο πιάτο το άδειο όστρακο και ρούφηξα την πρώτη γουλιά από το εκλεκτό φιμέ Βουργουνδίας.

Εκείνος έβγαλε τα γυαλιά του και τα καθάρισε με μια λευκή χαρτοπετσέτα. Από τις ελάχιστες φορές που τον είδα να καθαρίζει τα γυαλιά του. Τα ξαναφόρεσε κι άρχισε να αφηγείται. 

Open Image Modal
.
Huffpost GR