Προδημοσίευση: «Ένσταση» του Γκράχαμ Μουρ - Ένα συναρπαστικό δικαστικό θρίλερ

Μία ένορκος άλλαξε την ετυµηγορία. Κι αν έκανε λάθος;
Open Image Modal
ftwitty via Getty Images

Μοιάζει να είναι η δικαστική υπόθεση της δεκαετίας. Η δεκαπεντάχρονη Τζέσικα Σίλβερ, κληρονόµος µιας περιουσίας ενός δισεκατοµµυρίου δολαρίων, εξαφανίζεται επιστρέφοντας σπίτι από το σχολείο.

Ως κύριος ύποπτος συλλαµβάνεται ο 25χρονος Αφροαµερικανός καθηγητής της, Μπόµπι Νοκ, και η δίκη του έχει όλα τα συστατικά της αµερικανικής ψύχωσης: σύγκρουση φυλών και κοινωνικών τάξεων, σεξ, επιβολή του νόµου, σκοτεινά µυστικά των πλούσιων και διάσηµων. Φαίνεται να είναι µια «κλεισµένη» υπόθεση για τον εισαγγελέα και η καταδίκη του µοιάζει εγγυηµένη.

Όµως η Μάγια Σιλ, µια νεαρή ένορκος πεπεισµένη για την αθωότητα του Νοκ, πείθει τους υπόλοιπους ενόρκους να ψηφίσουν «αθώος» -και αυτή η αµφιλεγόµενη απόφαση θα αλλάξει τη ζωή όλων τους για πάντα.

∆έκα χρόνια µετά, προβάλλεται ένα ντοκιµαντέρ γύρω από τη δίκη µε επίκεντρο τη Μάγια, η οποία είναι πλέον δικηγόρος. Όταν ένας από τους ενόρκους βρίσκεται νεκρός στο δωµάτιο του ξενοδοχείου της, όλα τα επιβαρυντικά στοιχεία δείχνουν τη Μάγια ως κύρια ύποπτη για τον φόνο του. Και τώρα πρέπει να αποδείξει τη δική της αθωότητα σκαλίζοντας σε βάθος µια υπόθεση που µόνο «κλεισµένη» δεν είναι.

Ως «ένα πικάντικο µίγµα ίντριγκας, γεµάτο θαµµένα µυστικά και αναπάντεχα κίνητρα» περιγράφουν οι The New York Times το νέο μυθιστόρημα του συγγραφέα και βραβευμένου με Όσκαρ σεναριογράφου Γκράχαμ Μουρ με τίτλο «Ένσταση», ενώ το Publishers Weekly το χαρακτηρίζει «εκπληκτικό», προσθέτοντας ότι «εξετάζει και καυτηριάζει το δικονοµικό σύστηµα των ΗΠΑ, τις εξονυχιστικές έρευνες των ΜΜΕ και τον ρατσισµό» και καταλήγοντας ότι με αυτό το βιβλίο ο Μουρ «έθεσε νέα πρότυπα για τα δικαστικά θρίλερ».

Η «Ένσταση» (εκδόσεις Κλειδάριθμος, μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς) κυκλοφορεί στις 9 Ιουνίου.             

Η HuffPost προδημοσιεύει απόσπασμα.                                             

Open Image Modal

«Πόσοι άνθρωποι το ξέρουν αυτό;

 ΤΩΡΑ

Ο μεσημεριανός ήλιος φανέρωσε κόκκους σκόνης στις επιφάνειες των επίπλων του καθιστικού της Μάγια ενώ εκείνη έλεγε στον Κρεγκ τα πάντα.

«Ήσουν μειοψηφία του ενός στην ψηφοφορία; Η μόνη που  ψήφισε αθώος;» ρώτησε ο Κρεγκ.

«Ναι.» Έγειρε προς τα πίσω την πολυθρόνα της και ήπιε μια γουλιά από το λευκό χάρτινο κύπελλο του καφέ. Είχε κρυώσει.

«Και ο Ρικ παρέμενε αφοσιωμένος στην ψήφο του για ενοχή;»

«Ναι.»

«Αυτό ακούγεται… κάπως δύσκολο.»

«Μέχρι να φτάσουμε πίσω στο ξενοδοχείο εκείνη τη νύχτα, ένιωθα τον λαιμό μου να με γδέρνει. Η ιδέα ότι θα τσακωνόμουν ξανά με τον Ρικ… Κανένας δεν είπε λέξη στη διάρκεια του δείπνου. Η σιωπή ήταν τρομακτική·  το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από δώδεκα ανθρώπους που μασούσαν. Όταν όλοι έπεσαν για ύπνο, ο  Ρικ χτύπησε  το κουδούνι μου. Όπως συνήθως. Μπήκε και…»

Ήπιε άλλη μια γουλιά κρύο καφέ.

«Παραληρούσαμε και οι δύο. Κάποια στιγμή του είπα ότι δεν μπορούσα να μιλήσω άλλο. Εκείνος είπε ότι δεν ήταν ανάγκη να μιλήσουμε, μπορούσαμε να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι και να κοιμηθούμε μόνο. Είπε ότι απλώς ήθελε να νιώσει κοντά μου. Όμως ήταν αδύνατο… Ολόκληρη η σχέση μας είχε χτιστεί γύρω από το ότι αποφεύγαμε να μιλήσουμε για την υπόθεση. Ωστόσο τώρα πώς μπορούσα να ξαπλώσω δίπλα του και να μη μιλήσω για το γεγονός ότι ήθελε να στείλει τον Μπόμπι Νοκ στη φυλακή; Δεν ήταν σωστό να συζητάμε για την υπόθεση χωρίς τους άλλους. Οι κανόνες του δικαστηρίου ήταν ξεκάθαροι: Καμία συζήτηση εκτός της αίθουσας  ενόρκων. Τώρα ήταν πιο σημαντικό απ’ ό,τι προηγουμένως. Του είπα ότι έπρεπε να διακόψουμε.»

«Πώς το πήρε;»

Η Μάγια ήξερε πού το πήγαινε ο Κρεγκ.

«Όχι καλά.»

«Θύμωσε;»

«Δεν καταλάβαινε. Έλεγε συνέχεια: “Κι εμείς τι θα γίνουμε; Τι  θα γίνει με την κοινή μας ζωή; Λες ότι δεν σε νοιάζει και πάει, τελείωσε;” Όμως αυτό ήταν το πρόβλημα. Ο Ρικ ήταν άνθρωπος των βεβαιοτήτων. Χρειαζόταν να είναι βέβαιος ότι ο Μπόμπι Νοκ δολοφόνησε την Τζέσικα Σίλβερ, όπως χρειαζόταν να είναι βέβαιος ότι θα συνεχίζαμε να είμαστε μαζί. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς να ξέ ρει. Και, εντάξει, εγώ δεν ήξερα. Με ρωτούσε συνέχεια πώς μπορούσα να είμαι σίγουρη ότι δεν τη σκότωσε ο Μπόμπι. Κι εγώ έλε γα συνέχεια: “Δεν είμαι σίγουρη! Δεν πιστεύω ότι το έκανε, αλλά θα μπορούσε…” Και αυτό θύμωνε περισσότερο τον Ρικ. Καταλαβαίνω. Θέλει να ξέρει. Όλοι θέλουν να ξέρουν. Ίσως όμως το να μεγαλώνεις σημαίνει να αποδέχεσαι πως δεν μπορείς πάντα να ξέρεις.»

Η Μάγια πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τον είχα απογοητεύσει. Αλλά δεν καταλάβαινε ότι με είχε απογοητεύσει κι εκείνος. Ανακαλύψαμε ότι δεν ήμαστε καλοί ο ένας για τον άλλο, ότι το χάσμα μεταξύ μας ήταν πολύ μεγάλο –δεν πιστεύω ότι έχω απογοητευτεί ποτέ τόσο για κάτι άλλο στη ζωή μου.»

«Εκείνη τη νύχτα έφυγε από το δωμάτιό σου θυμωμένος;»

«Έφυγε από το δωμάτιό μου λυπημένος», επέμεινε εκείνη.

«Και μετά…;»

«Δεν έχει μετά.»

«Δεν κοιμηθήκατε μαζί ποτέ ξανά;»

«Όχι.»

«Και είναι η πρώτη φορά που μιλάς για τη σεξουαλική σου σχέση.»

Ανασήκωσε τους ώμους της. Τι άλλο μπορούσε να πει; Η σχέση τους είχε βασιστεί σε μια αμοιβαία παρεξήγηση. Μόλις η ψευδαίσθηση διαλύθηκε, το μέλλον που φαντάζονταν είχε γίνει συντρίμμια.

Το παραμυθένιο ειδύλλιό τους αποδείχτηκε μια ασήμαντη περιπέτεια.

Ο Κρεγκ κατένευσε. Ή καταλάβαινε  ή όχι. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε σημασία για την υπερασπιστική γραμμή της Μάγια.

Του εξήγησε ότι η ένταση ανάμεσα σε εκείνη και στον Ρικ είχε μεγαλώσει καθώς συνεχίζονταν οι συσκέψεις των ενόρκων. Εκείνη ήταν ικανή να αφοπλίζει τους άλλους ενόρκους έναν έναν -ενώ ο Ρικ φαινόταν να επιχειρηματολογεί μόνο μαζί της. Πείσμωνε όλο και περισσότερο. Σαν να  πίστευε πως αν την έπειθε για το επιχείρημά του, μπορούσε να την πείσει να ξαναρχίσουν τη σχέση τους. Τελικά είχαν καταλήξει να είναι έντεκα  εναντίον ενός, εκείνου. Ωστόσο δεν έλεγε να λυγίσει. Η Μάγια ήξερε πό σο δύσκολο ήταν να επιχειρηματολογείς έχοντας απέναντί σου έντεκα ανθρώπους που ήταν όλοι εναντίον σου. Όμως ο Ρικ είχε παραμείνει σταθερός.

Είχε ζητήσει από τον δικαστή να δηλώσει ασυμφωνία ενόρκων. Ο  δικαστής  είχε  αρνηθεί.  Είχαν φτάσει έως το τέλος· ήταν ανεπίτρεπτο να τα τινάξουν όλα στον αέρα και να αφήσουν το δικαστήριο να ξεκινήσει από την αρχή με νέους ενόρκους.

Αυτό τελικά έπεισε τον Ρικ να αλλάξει στάση: Η ιδέα ότι αν δεν εξέδιδαν μια  ετυμηγορία,  τότε  το  πεπρωμένο  του  Μπόμπι θα ήταν στα χέρια μιας άλλης ομάδας αγνώστων. Η δικαιοσύνη  που άξιζε η Τζέσικα Σίλβερ θα έπρεπε να αποδοθεί από ανθρώπους οι οποίοι, όπως φανταζόταν ο Ρικ, δεν θα νοιάζονταν όσο εκείνοι.

«Αν δεν το κάνουμε εμείς αυτό», είχε πει ο Ρικ, «τότε ποιος θα το κάνει;»

Αν έντεκα από τους δώδεκα  ανθρώπους, όλους  κι  όλους, που είχαν τα προσόντα να κρίνουν αυτή την υπόθεση ήταν σίγουροι ότι έπρεπε να ψηφίσουν «αθώος», τότε ας γινόταν έτσι.

Όταν ο Ρικ συναίνεσε, ένιωσε σαν να εγκατέλειπε κάθε ελπίδα ότι μπορούσε να την πείσει και παράλληλα κάθε ελπίδα ότι  θα μπορούσαν να είναι ποτέ ξανά μαζί».

Open Image Modal
Ο Γκράχαμ Μουρ στην τελετή απονομής των Όσκαρ το 2015 με το βραβείο ανά χείρας.
C Flanigan via Getty Images

Γιος δικηγόρων, ο Γκράχαµ Μουρ γεννήθηκε στο  Σικάγο το 1981 και σήµερα ζει στο Λος Άντζελες. Το 2003 πήρε πτυχίο στην Ιστορία των Θρησκειών από το Πανεπιστήµιο Κολούµπια.

Έχει βραβευτεί µε Όσκαρ Καλύτερης Προσαρµογής Σεναρίου για την ταινία Το Παιχνίδι της Μίµησης, η οποία προτάθηκε επίσης για το βραβείο BAFTA και Χρυσή Σφαίρα.

Το πρώτο του µυθιστόρηµα, Λέσχη Σέρλοκ Χολµς, γνώρισε µεγάλη επιτυχία και τον καθιέρωσε στο κοινό ως συγγραφέα.

Από τις Εκδόσεις Κλειδάριθµος κυκλοφορεί το µυθιστόρηµά του Οι τελευταίες µέρες της νύχτας, το οποίο απέσπασε µνηµειώδεις κριτικές από τον διεθνή Τύπο και µπήκε σε λίστες μπεστ σέλερ.