«Μ’ αρέσει η ζωή. Υπήρξαν φορές που ήμουν βαθιά απελπισμένη, αβάσταχτα δυστυχής, βουτηγμένη στη θλίψη, αλλά μέσα από όλα αυτά είμαι απόλυτα πεπεισμένη ότι απλώς και μόνο το να ζεις είναι σπουδαίο πράγμα».
Γεννήθηκε το 1890. Γύρισε τον κόσμο, παντρεύτηκε δύο φορές, υπήρξε ερασιτέχνις αρχαιολόγος, δεινή σέρφερ, εθελόντρια νοσοκόμα. Ήταν μια από τις λίγες γυναίκες της εποχής της που επιβλήθηκαν με αυτό που έκαναν και όχι με αυτό που έκανε ο πατέρας ή ο σύζυγός τους.
Πρώτα και πάνω απ’ όλα, υπήρξε συγγραφέας: Εξήντα έξι μυθιστορήματα και δεκατέσσερις συλλογές διηγημάτων, πολλά από τα οποία έχουν ήρωα τον θρυλικό ντετέκτιβ Πουαρό ή τη μις Μαρπλ, ενώ έγραψε επίσης, δύο αυτοβιογραφικά έργα, αισθηματικά μυθιστορήματα και θεατρικά, μεταξύ των οποίων το μακροβιότερο έργο στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου, Την Ποντικοπαγίδα.
Η Άγκαθα Κρίστι, που είχε τιμηθεί από τη βασίλισσα της Βρετανίας με τον τίτλο της Dame, ανήκει στους δημιουργούς που διαμόρφωσαν το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος
Παραμένει η πιο ευπώλητη συγγραφέας του κόσμου, διαχρονικά, καθώς οι πωλήσεις των έργων της έχουν ξεπεράσει το ένα δισεκατομμύριο αντίτυπα στην αγγλική γλώσσα και άλλο ένα δισεκατομμύριο σε μεταφράσεις.
Το πρώτο της βιβλίο απορρίφθηκε από έξι εκδότες και η Άγκαθα χρειάστηκε να περιμένει πέντε ολόκληρα χρόνια μέχρι να εκδοθεί.
Τα 73 σημειωματάρια της αποκαλύπτουν τον τρόπο που έγραφε, αλλά και τη διαδρομή που ακολουθούσε μέχρι τη λύση των μυστηρίων.
Ωστόσο, όπως είχε πει κάποτε ο γαμπρός της Anthony Hicks «Ποτέ δεν την έβλεπες να γράφει. Δεν κλεινόταν μόνη όπως κάνουν άλλοι συγγραφείς».
Οι εκδόσεις Ψυχογιός επανεκδίδουν όλα τα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι, τα οποία θα κυκλοφορήσουν σταδιακά, σε νέες μεταφράσεις, ενώ πολλά θα εκδοθούν για πρώτη φορά στα ελληνικά.
Στις 6 Δεκεμβρίου κυκλοφορούν τα δέκα πρώτα: «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές», «Πέντε μικρά γουρουνάκια», «Φόνοι με αλφαβητική σειρά», «Η μυστηριώδης υπόθεση στο Στάιλς», «Ο Πουαρό ερευνά», «Φόνος στο πρεσβυτέριο», «Το πτώμα στη βιβλιοθήκη», «Μία αυτοβιογραφία», «Και δεν έμεινε κανένας», «Δέκα ύποπτοι για φόνο».
Η HuffPost Greece προδημοσιεύει απόσπασμα από το «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» (μετάφραση Χρήστος Καψάλης).
To βιβλίο εκδόθηκε την 1η Ιανουαρίου 1934 και είναι εμπνευσμένο από την ιστορία της υπόθεσης απαγωγής του μωρού του διάσημου αεροπόρου Τσαρλς Λίντμπεργκ, που είχε συγκλονίσει την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, το φημισμένο Οριάν Εξπρές ακινητοποιείται από μια χιονοθύελλα στη μέση του πουθενά. Το πρωί, ο εκατομμυριούχος Σάμιουελ Έντουαρντ Ράτσετ βρίσκεται μαχαιρωμένος στο κρεβάτι του. Η πόρτα του κουπέ του είναι κλειδωμένη από μέσα.
Ο δολοφόνος του είναι ένας από τους συνταξιδιώτες του… Ο Ηρακλής Πουαρό, παγιδευμένος κι αυτός στο τραίνο, επιχειρεί να λύσει το μυστήριο. Ανάμεσα στους επιβάτες υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είχαν λόγους να μισούν τον Ράτσετ. Ποιος απ’ όλους είναι ο δολοφόνος;
Ακολουθεί το απόσπασμα:
«... Δυσκολεύτηκε να αποκοιµηθεί αµέσως. Του έλειπε η κίνηση του τρένου. Αν πράγµατι έξω υπήρχε κάποιος σταθµός, επικρατούσε αφύσικη ησυχία. Αντίθετα, οι ήχοι στο τρένο φάνταζαν ασυνήθιστα δυνατοί. Άκουγε τον Ράτσετ να κινείται στη διπλανή καµπίνα… ένα κλικ καθώς άνοιγε τη βρύση, και ύστερα ο ήχος του νερού που έτρεχε, ένας σιγανός παφλασµός, και µετά ένα δεύτερο κλικ, καθώς η βρύση έκλεινε πάλι. Έξω στον διάδροµο ακούστηκαν βήµατα, τα συρτά βήµατα ανθρώπου που φορούσε παντόφλες.
Ο Πουαρό, ξάγρυπνος, κοιτούσε το ταβάνι. Γιατί άραγε επικρατούσε τόση ησυχία εκεί έξω, στον σταθµό; Ένιωθε το λαρύγγι του στεγνό. Είχε ξεχάσει να ζητήσει να του φέρουν το µπουκάλι µεταλλικό νερό που είχε συνήθως δίπλα του. Κοίταξε ξανά το ρολόι του. Η ώρα ήταν λίγο µετά τη µία και τέταρτο. Σκεφτόταν να καλέσει τον φροντιστή και να του ζητήσει λίγο νερό. Το δάχτυλό του πήγε στο κουδούνι, όµως σταµάτησε, καθώς µέσα στη σιωπή αφουγκράστηκε ένα άλλο κουδούνισµα. Ο άνθρωπος δε θα µπορούσε να ανταποκριθεί σε όλες τις κλήσεις ταυτόχρονα.
Ντριν… ντριν… ντριν…
Το κουδούνι ακουγόταν ξανά και ξανά. Και αυτός ο άνθρωπος… τι έκανε τόση ώρα; Κάποιος είχε αρχίσει να χάνει την υποµονή του.
Ντριν…
Όποιος κι αν ήταν, είχε κολλήσει το δάχτυλό του πάνω στο κουδούνι.
Ξαφνικά, µε φόρα, έτσι που τα βήµατά του αντήχησαν στον διάδροµο, ο φροντιστής εµφανίστηκε. Χτύπησε µια πόρτα, όχι µακριά από εκείνη του Πουαρό.
Λίγο µετά ακούστηκαν φωνές – του φροντιστή, σεβαστική, απολογητική, και µιας γυναίκας, επίµονη και φλύαρη.
Η κυρία Χάµπαρντ.
Ο Πουαρό χαµογέλασε.
Ο διαπληκτισµός –αν µπορούσε να τον ονοµάσει κανείς έτσι– συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Αποτελούνταν κατά ενενήντα τοις εκατό από τις αιτιάσεις της κυρίας Χάµπαρντ και κατά δέκα τοις εκατό από τις κατευναστικές διαβεβαιώσεις του φροντιστή. Τελικά, το ζήτηµα φάνηκε να διευθετείται. Ο Πουαρό άκουγε καθαρά.
«Bonne nuit, Madame». Μια πόρτα έκλεισε.
Πίεσε µε το δάχτυλο το δικό του κουδούνι.
Ο φροντιστής έφτασε αµέσως. Έδειχνε ξαναµµένος και ανήσυχος.
«De l’eau minerale, s’il vous plait». 1
«Bien, Monsieur». Ίσως η λάµψη στο βλέµµα του Πουαρό να τον ώθησε να εξοµολογηθεί κάτι που τον βάραινε.
«La Dame Americaine…» ²
«Ναι;»
Ο φροντιστής σκούπισε το πρόσωπό του.
«Δεν µπορείτε να φανταστείτε τι έχω τραβήξει µε αυτή ως τώρα! Επιµένει… µα επιµένει, σας λέω… πως είναι κάποιος άνδρας στην καµπίνα! Φανταστείτε τώρα κατάσταση, κύριε. Σε έναν τέτοιο χώρο». Έδειξε µε το χέρι του. «Πού θα κρυβόταν ένας άνθρωπος; Προσπαθώ να συνεννοηθώ µαζί της, να της εξηγήσω πως αυτό που λέει είναι αδύνατον. Εκείνη, όµως, εκεί, επιµένει ότι ξύπνησε και ήταν ένας άνδρας από πάνω της. Και πώς, τη ρωτάω, κατάφερε να βγει και να αφήσει την πόρτα κλειδωµένη πίσω του; Εκείνη, όµως, δεν ακούει κουβέντα. Λες και δεν έχουµε ήδη αρκετούς λόγους να ανησυχούµε. Με τόσο χιόνι…»
«Χιόνι;»
«Μα ναι, κύριε. Μήπως δεν το πρόσεξε ο κύριος; Το τρένο έχει σταµατήσει. Πέσαµε πάνω σε χιόνια που είχαν φράξει τις γραµµές. Ένας Θεός ξέρει πόσο θα µείνουµε εδώ πέρα. Θυµάµαι µια φορά είχαµε αποκλειστεί επτά ολόκληρες µέρες».
«Πού βρισκόµαστε;»
«Ανάµεσα στο Βινκόβτσι και το Μπροντ».
«Ο λα λα!» έκανε ο Πουαρό ενοχληµένος.
Ο φροντιστής έφυγε και λίγο µετά επέστρεψε µε το νερό.
«Bon soir, Monsieur».
Ο Πουαρό ήπιε ένα ποτήρι νερό και προσπάθησε να ηρεµήσει, ώστε να τον πάρει ο ύπνος.
Είχε µόλις αρχίσει να κλείνει τα µάτια του, όταν πάλι κάτι τον έκανε να ξυπνήσει. Αυτή τη φορά ήταν λες και κάτι βαρύ έπεσε µε γδούπο πάνω στην πόρτα.
Πετάχτηκε πάνω, την άνοιξε και κοίταξε έξω. Κανείς. Όµως στον διάδροµο, στα δεξιά του, σε αρκετή απόσταση, µια γυναίκα τυλιγµένη µε ένα άλικο κιµονό αποµακρυνόταν. Στην απέναντι πλευρά, βολεµένος στο µικρό του κάθισµα, ο φροντιστής καταχώριζε κάποια στοιχεία σε µεγάλες κόλλες χαρτί. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή.
«Προφανώς τα νεύρα µου είναι τεντωµένα», µονολόγησε ο Πουαρό και επέστρεψε ξανά στο κρεβάτι του. Αυτή τη φορά κοιµήθηκε ως το πρωί.
Όταν ξύπνησε, το τρένο παρέµενε ακινητοποιηµένο. Σήκωσε το στόρι και κοίταξε έξω. Πυκνοί όγκοι χιονιού περικύκλωναν το τρένο.
Έριξε µια µατιά στο ρολόι του και είδε πως ήταν περασµένες εννέα.
Στις δέκα παρά τέταρτο, περιποιηµένος, αρωµατισµένος και εξεζητηµένος όπως πάντα, κατευθύνθηκε στο εστιατόριο, όπου επικρατούσε πραγµατικός σαµατάς.
Ο όποιος πάγος ενδεχοµένως υπήρχε µεταξύ των επιβατών πλέον είχε λιώσει ολοκληρωτικά. Η κοινή δοκιµασία τούς είχε συνασπίσει όλους. Η κυρία Χάµπαρντ ήταν εκείνη που θρηνούσε µε τον πλέον ηχηρό τρόπο.
«Η κόρη µου είπε πως θα ήταν ο ευκολότερος τρόπος σε όλο τον κόσµο για να κάνω αυτό το ταξίδι. Θα καθίσεις στο τρένο σου και, προτού το καταλάβεις, θα είσαι στο Παρίσι. Και τώρα δεν αποκλείεται να µείνουµε εδώ µέρες και µέρες», οδυρόταν. «Και να σκεφτείτε πως το πλοίο µου σαλπάρει µεθαύριο. Πώς θα το προλάβω; Αχ, ούτε τηλεγράφηµα δεν µπορώ να στείλω, να ακυρώσω το εισιτήριό µου. Έχω θυµώσει τόσο, που ούτε να το συζητάω δε θέλω».
Ο Ιταλός σχολίασε πως και ο ίδιος είχε επείγουσες δουλειές στο Μιλάνο. Ο µεγαλόσωµος Αµερικανός είπε «κρίµα, µαντάµ» και κατευναστικά εξέφρασε την ελπίδα πως το τρένο θα κάλυπτε τον χαµένο χρόνο στη διαδροµή.
«Η αδελφή µου… τα παιδιά της µε περιµένουν», έλεγε η Σουηδή κυρία και δάκρυζε. «Δεν τους στέλνω µήνυµα. Τι θα σκεφτούν; Θα σκεφτούν ότι µου έτυχαν άσχηµα πράγµατα».
«Καλά, για πόσο διάστηµα θα παραµείνουµε εδώ;» ρώτησε επιτακτικά η Μέρι Ντέµπεναµ. «Μπορεί να απαντήσει µε βεβαιότητα κάποιος;»
Η φωνή της ακουγόταν φορτισµένη, όµως ο Πουαρό παρατήρησε πως δεν υπήρχε το παραµικρό σηµάδι από εκείνη τη σχεδόν πυρετώδη ανησυχία που είχε εκδηλώσει στη διάρκεια του ελέγχου της βλάβης που είχε σηµειωθεί στο Εξπρές του Ταύρου.
Η κυρία Χάµπαρντ εκνευρίστηκε πάλι.
«Κανείς δεν ξέρει το παραµικρό σε αυτό το τρένο. Και κανείς δεν προσπαθεί να κάνει κάτι. Ένα µάτσο άχρηστοι ξένοι. Τι να πω, αν ήµασταν στην πατρίδα τώρα, κάποιος θα προσπαθούσε τουλάχιστον κάτι να κάνει».
Ο Άρµπαθνοτ στράφηκε στον Πουαρό και του µίλησε προσεκτικά στα γαλλικά µε βρετανική προφορά.
«Vous êtes un directeur de la ligne, je crois, Monsieur. Vous pouvez nous dire…»³
Χαµογελώντας, ο Πουαρό τον διόρθωσε. «Όχι, όχι», είπε στα αγγλικά. «Δεν είµαι εγώ αυτός. Με µπερδεύετε µε τον φίλο µου, τον κύριο Μπουκ».
«Α! Με συγχωρείτε».
«Παρακαλώ. Είναι απολύτως φυσικό. Πλέον είµαι εγκατεστηµένος στην καµπίνα όπου βρισκόταν εκείνος προηγουµένως».
Ο κύριος Μπουκ δεν ήταν παρών στο εστιατόριο. Ο Πουαρό κοίταξε τριγύρω για να διαπιστώσει ποιοι άλλοι απουσίαζαν.
Η πριγκίπισσα Ντραγκοµίροφ δε βρισκόταν εκεί, όπως και το ζευγάρι των Ούγγρων. Το ίδιο και ο Ράτσετ, ο βαλές του και η Γερµανίδα συνοδός.
Η Σουηδή κυρία σκούπισε τα µάτια της.
«Είµαι ανόητη», είπε. «Κλαίω σαν µωρό. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει… όλα καλά».
Αυτό το χριστιανικό πνεύµα, όµως, κάθε άλλο παρά γενικευµένο ήταν.
«Ωραία όλα αυτά», είπε ο Μακουίν ανήσυχος. «Όµως µπορεί να µείνουµε εδώ µέρες ολόκληρες».
«Σε ποια χώρα βρισκόµαστε, τέλος πάντων;» ρώτησε επιτακτικά η κυρία Χάµπαρντ βουρκωµένη.
Μόλις πληροφορήθηκε πως βρίσκονταν στη Γιουγκοσλαβία, σχολίασε: «Α! Στα Βαλκάνια, δηλαδή. Εντάξει, τι να περιµένεις εδώ πέρα;»
«Εσείς είστε η µόνη που δείχνετε υποµονή, µαντµαζέλ», είπε ο Πουαρό στη δεσποινίδα Ντέµπεναµ.
Εκείνη σήκωσε ελαφρά τους ώµους της.
«Μπορούµε να κάνουµε και κάτι άλλο;»
«Είστε µια φιλόσοφος, µαντµαζέλ».
«Αυτό θα σήµαινε πως είµαι αποστασιοποιηµένη. Νοµίζω πως η στάση µου µάλλον εγωιστική είναι. Έχω µάθει να µην επιβαρύνω τον εαυτό µου µε ανώφελους συναισθηµατισµούς».
Η νεαρή γυναίκα δεν τον κοιτούσε καν. Το βλέµµα της ήταν στραµµένο πίσω του, έξω από το παράθυρο, εκεί όπου το χιόνι σχηµάτιζε πελώριους όγκους.
«Είστε δυνατός χαρακτήρας, µαντµαζέλ», είπε ο Πουαρό ευγενικά. «Είστε, νοµίζω, ο δυνατότερος χαρακτήρας ανάµεσά µας».
«Α, όχι. Σε καµία περίπτωση. Έχω υπόψη µου έναν πολύ ισχυρότερο από εµένα».
«Και συγκεκριµένα…»
Η νεαρή γυναίκα φάνηκε να συνέρχεται ξαφνικά, να συνειδητοποιεί ότι µιλούσε σε έναν άγνωστό της αλλοδαπό, µε τον οποίο, µέχρι εκείνο το πρωί, είχε ανταλλάξει ελάχιστες λέξεις.
Γέλασε ευγενικά, αλλά σαν να ήθελε να κόψει τη συζήτηση.
«Να… εκείνη την ηλικιωµένη κυρία, λόγου χάρη. Μάλλον την έχετε παρατηρήσει. Μια ιδιαίτερα άσχηµη ηλικιωµένη κυρία, αλλά αρκούντως γοητευτική. Αρκεί να σηκώσει το δαχτυλάκι της, να ρωτήσει κάτι σε ευγενικό τόνο… και οι πάντες στο τρένο τρέχουν να την εξυπηρετήσουν».
«Το αυτό ισχύει και για τον φίλο µου, τον κύριο Μπουκ», είπε ο Πουαρό. «Όµως αυτό οφείλεται στο ότι είναι διευθυντικό στέλεχος της γραµµής, όχι επειδή διαθέτει καθηλωτικό χαρακτήρα».
Η Μέρι Ντέµπεναµ χαµογέλασε.
Το πρωινό προχωρούσε αργά. Αρκετοί επιβάτες, ανάµεσά τους και ο Πουαρό, παρέµειναν στο βαγόνι του εστιατορίου. Η συνύπαρξη µε τους άλλους άφηνε την αίσθηση, επί του παρόντος, πως βοηθούσε ώστε να κυλά ο χρόνος καλύτερα. Άκουσε πολλά ακόµη πράγµατα σχετικά µε την κόρη της κυρίας Χάµπαρντ, καθώς και τις συνήθειες που είχε σε όλη του τη ζωή ο –µακαρίτης πλέον– σύζυγός της, από το ότι σηκωνόταν το πρωί και άρχιζε το πρωινό του µε δηµητριακά, µέχρι το ότι πλάγιαζε το βράδυ να ξεκουραστεί φορώντας τις κάλτσες που η ίδια η κυρία Χάµπαρντ τού έπλεκε για τον ύπνο του.
Και ενώ άκουγε µια µάλλον µπερδεµένη περιγραφή των ιεραποστολικών σκοπών της Σουηδής κυρίας, εµφανίστηκε ένας από τους φροντιστές των κλιναµαξών και στάθηκε δίπλα του.
«Pardon, Monsieur».
«Ναι;»
«Έχετε τους χαιρετισµούς του κυρίου Μπουκ. Σας παρακαλεί, αν έχετε την ευγενή καλοσύνη, να πάτε να τον βρείτε για µερικά λεπτά»».
――――――――――――――――
1 Λίγο μεταλλικό νερό, παρακαλώ (Σ.τ.Μ)
² Η Αμερικανίδα κυρία (Σ.τ.Μ.)
³ Είστε ένας από τους διευθυντές της γραμμής, νομίζω, κύριε. Θα μπορούσατε να μας πείτε... (Σ.τ.Μ.)